ΠΕΡΙΠΤΕΡΟ

 

ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΗΣ

—————————————————————————————–

 

 

 

 

 

Μας είπανε και περίπτερο

 

 

 

Ανεπανάληπτες ανάσες ζωής

 

Αληθινές ιστορίες

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΘΗΝΑ 2016

—————————————————————————————

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

 

Ο Θανάσης Χατζής κατάγεται από τα Μέγαρα και είναι οδοντίατρος. Παράλληλα με την κύρια εργασία του ίδρυσε και λειτούργησε στην Αθήνα Οδοντοτεχνική Σχολή για τις ανάγκες της οποίας έγραψε επιστημονικά και τεχνικά εγχειρίδια. Με τη λογοτεχνική συγγραφή ασχολείται δημοσιεύοντας σε εφημερίδες και περιοδικά άρθρα, σχόλια, διηγήματα, ευθυμογραφήματα, σατιρικές ηθογραφίες, εκδόθηκαν δε δοκίμια του, αφηγήματα και μυθιστορήματα. Το παρόν είναι η πρώτη σατιρική του ηθογραφία σε βιβλίο. Έχει τιμηθεί από συλλόγους, ιδρύματα και δήμους και του έχει απονεμηθεί βραβείο της UNESCΟ για την προσφορά του στον αθλητισμό και τον άνθρωπο.

 

 

ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ

 

Δοκίμια στοχασμού και προβληματισμού “Ατενίζοντας τη ζωή” (Επικαιρότητα). Αθλητικό ιστορικό αφήγημα “Ο βασιλιάς της καρδιάς μου” (Γραπτός Λόγος).

Μυθιστόρημα “Ανατολή χωρίς σύνορα” (Φύλλα).

Μυθιστόρημα “Όσοι αγαπούν δεν απατούν” (Εμπειρία Εκδοτική).

-Μπεστ σέλλερ, στα τρία πρώτα ευπώλητα σ’ όλη την Ελλάδα.

Μυθιστόρημα “Ανυπεράσπιστος έρωτας” (Εμπειρία Εκδοτική).

-Κριτική 5 αστέρων από το Greek books του Internet.

Mυθιστόρημα “Μια ιστορία που πρέπει να μάθεις” (Εμπειρία Εκδοτική).

-Ένα βιβλίο πραγματεία για τον αυτισμό.

Μυθιστόρημα “Το Ραντεβού των Φεγγαριών” (Διάστερος).

Θεατρικό έργο “Τα τελευταία δάκρυα”.

Σατιρικές ηθογραφίες “Περί ανέμων και …οδόντων” (Οδοντιατρικό Βήμα).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

 

 

 

Η κοινωνία που συναναστρεφόμαστε είναι γεμάτη “τύπους”.Τύπους ωραίους και σαγηνευτικούς ή αξιολύπητους, γραφικούς και μίζερους. Και δεν μιλάω για ένα χούι ή ένα τρικ επαναλαμβανόμενo. Μιλάω για τη ζωή τους αυτή καθαυτή, για την προσέγγιση που έχουν στο κάθε τι, γι αυτό το άτιμο το σώψυχο του καθενός που λίγο αν το προσέξεις, όχι μόνο θα ευθρανθεί η ψυχή σου αλλά θέλεις δεν θέλεις θα τους κουβαλάς μέσα σου σ’ όλη σου τη ζωή. Νιώθω τον εαυτόν μου τυχερό που γνώρισα τέτοιους τύπους. Όλους αυτούς το θεωρώ χρέος να τους επαναφέρω στη μνήμη μου για έναν απλό λόγο, μου χάρισαν ό,τι πολυτιμότερο υπάρχει στη ζωή. Το γέλιο. Διάλεξα 31 ιστορίες γιατί το νούμερο αυτό θεωρείται απ’ όλους τυχερό…Άρα πιστεύω πως όποιος τις διαβάσει, θα κερδίσει!Απολαύστε λοιπόν ξεκαρδιστικές ιστορίες με χαρακτηριστικούς τύπους.Όλες πέρα για πέρα αληθινές.

Καλή διασκέδαση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

  1. Το φορτηγό ψυγείο.
  2. Και Το δουκάτο!

.3. Αυτό τηράω!

4   Μηδέν εις το πηλίκον!

  1. Ο Παπαρρηγόπουλος.
  2.   Επιστήμη, ε;
  3. Ατάκα κι επί τόπου.
  4. Νεγκρεπόντε!
  5. Για διάβασε Λέων, για διάβασε Σκορπιός.
  6. Το οινομαγειρείο.
  7. Ο μη έχων κουτάλα, μηδέ εσθιέτω.
  8. Έτερο κατέρου.
  9. Η διάλεξη.
  10. Γιατί κρύα δεν μπορεί να τα φάει;
  11. Ο Λαβουαζιέ..
  12. Η Γαλανόλευκη.
  13. 10.000 κομμάτια!
  14. Η ομπρέλα.
  15. Ό,τι θέλει ο κόσμος ζητάει.
  16. Το ΟΧΙ των Άιντολς.
  17. Ο Γδούπος.

22. Να λένε ότι δεν έχουμε;

  1. Ρωτάνε ρε στο καράτε;
  2. Τα οκτάρια.
  3. Το Σούνιο.
  4. Α, δε συφέρει!
  5. Θα πέθαινες και δεν θα ξέρανε από τι πέθανες.
  6.   Σουβλάκι στη Σέριφο!
  7. Να’ μαστε τυχεροί να μας πιάσει το φανάρι.
  8. Θα δείξε

 

Αφιερωμένο στους πρωταγωνιστές του βιβλίου,

και σ’όσους με παρότρυναν να το γράψω.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αντί προλόγου ένα ανέκδοτο

 

Τα παλιά χρόνια σ’ ένα χωριό της Θεσσαλίας υπήρχε ένα φτωχό ζευγάρι, ο άντρας αγρότης, γεροδεμένος, χειροδύναμος, η γυναίκα του και έξι παιδιά μικρά. Μια αποφράδα όμως μέρα αναποδογύρισε το άτιμο το τρακτέρ και πάει, πέθανε, νέος άνθρωπος, ούτε πενήντα χρονών δεν ήταν. Η χήρα απαρηγόρητη ζήτησε βοήθεια από συγγενείς και φίλους αλλά φτωχοί άνθρωποι κι αυτοί κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει εκτός από κάνα πιάτο φαϊ κι αυτό όχι κάθε μέρα. Ένας ξάδερφος του άντρα της από χωριό που απείχε περίπου είκοσι χιλιόμετρα από το χωριό της, της πρότεινε κάτι που κατ’ αυτόν θα της έδινε ένα καλό εισόδημα κάθε μήνα. Να σου πω, τη ρώτησε μια μέρα, έχετε τράγο στο χωριό;   Όχι, του απάντησε αυτή. Και πού τις πάτε τις γίδες για να τις μαρκαλίσετε; Δεν ξέρω, εμείς δεν έχομε γίδα, νομίζω τις πάνε στην Πανωβόλτα. Η Πανωβόλτα ήταν ένα χωριό πέντε χιλιόμετρα ανατολικά. Θα σου φέρω εγώ έναν τράγο και θα ’χεις κάθε μέρα ένα καλό εισόδημα. Πράγματι Κυριακή πρωί πρωί ήρθε ο ξάδερφος με τον τράγο πάνω στην καρότσα του τρακτέρ του, τον έβαλε στην αποθήκη, φίλησε τα ανίψια του κι έφυγε. Άντε καλές δουλειές, είπε στη χήρα.

Τη Δευτέρα το πρωί από τις δέκα και μετά, άρχισε η επέλαση των Απάτσι! Η μία μετά την άλλη οι συγχωριανές έφερναν τις γίδες τους, η χήρα ούτε στα πιο μακρινά της όνειρα δεν θα μπορούσε να το φανταστεί, το βράδυ της ίδιας μέρας μέτραγε τα λεφτά που πήρε και είδε ότι είχε πιάσει εκατό πενήντα δραχμές, χώρια από δύο γυναίκες που αντί λεφτά της φέρανε δέκα κιλά καλαμποκάλευρο η κάθε μία. Ο μόνος που ήταν κατηφής, προβληματισμένος και σχεδόν έξω φρενών ήταν ο πρόεδρος του χωριού που δεν το είχε σκεφθεί να έχει η κοινότητα έναν τράγο και κάλεσε εκτάκτως κοινοτικό συμβούλιο. Να πάμε να πούμε στην χήρα να μας τον πουλήσει, είπε ένας σύμβουλος το επάγγελμα λογιστής, άρα έκοβε η γκλάβα του περί τα οικονομικά. Συμφωνώ, οι υπόλοιποι τι λένε, είπε ο πρόεδρος. Συμφωνούμε είπαν και οι υπόλοιποι αφού έτσι κι αλλιώς πάντα το ίδιο έλεγαν, μόνο ο πρόεδρος και ο λογιστής μίλαγαν σε κάθε συμβούλιο. Κάνουν στα γρήγορα πρακτικό, το υπογράφουν όλοι και επειδή ο πρόεδρος αράθυμος όπως ήταν από γεννησημιού του δεν κρατιόταν, πήγε το ίδιο βράδυ στην χήρα να της ανακοινώσει την απόφαση του συμβουλίου. Θέλουμε να πουλήσεις τον τράγο στην κοινότητα, πόσα θέλεις, λέει στην χήρα.

Να το σκεφτώ, απάντησε χαμηλόφωνα. Σκέψου το και αύριο τα λέμε, καληνύχτα. Η χήρα παρ’ ότι περασμένη ώρα πέφτει πάνω στο τηλέφωνο, στο ξάδερφο. Τι να κάνω ξάδερφε; Να τον πουλήσεις της λέει αυτός, θα σου φέρω κουνέλια. Πρωί πρωί πάει στον πρόεδρο που είχε μαγαζί με λάδια. Τον πουλάω πρόεδρε. Κόντεψε να αναποδογυριστεί ο πρόεδρος από την χαρά του λες και πάτησε πάνω σε χυμένο λάδι και γλίστρησε. Πόσο τον πουλάς; Αφηρημάδα μου σκέφτηκε η χήρα που δεν ρώτησε τον ξάδερφο να της πει τιμή. Τι να πω; χίλιες πεντακόσιες δραχμές; λέει δειλά. Ο πρόεδρος γούρλωσε τα μάτια, η χήρα κατάλαβε ότι του είπε πολλά, ο λαδέμπορος όμως πρόεδρος τα θεώρησε λίγα, σ’ ένα μήνα θα είχε κάνει απόσβεση η κοινότητα. Μόόόόνο; Μόνο, του απάντησε σεμνά και ταπεινά. Έγινε! Και ανοίγει το συρτάρι και της βάζει στο ανοιγμένο ήδη χέρι της πεντακόσιες κολλαριστές δραχμές για προκαταβολή από το ταμείο του μαγαζιού που ήταν και ταμείο της κοινότητας. Η χήρα πήρε τις κολλαριστές και ο πρόεδρος κλείνει το μαγαζί και πάει τρέχοντας στον παπά και του ζητάει να βαρέσει τις καμπάνες. Γιατί Ηλία να βαρέσω τις καμπάνες, πέθανε κανείς; θα’ρθει κανείς; Τι να ρωτήσει ο παπάς ή για λύπη γίνεται αυτό ή για μεγάλη χαρά. Ή και για σεισμό.

Ο σεισμός έγινε αλλά σεισμός χαράς μετά βαϊων, κλάδων, αρχαγγέλων και ευαγγελίων, όλο το κοινοτικό συμβούλιο σύσσωμο έτρεξε για την υποδοχή του νέου περιουσιακού στοιχείου της κοινότητας. Έφεραν εργάτες και μετέτρεψαν ένα άχρηστο γραφείο σε σταύλο, έστρωσαν κάτω χαλιά και κιλίμια παρ’ όλο ότι ήταν καλοκαίρι και μπορεί να έσκαγε ο τράγος αφού έτσι κι αλλιώς για δουλειά τον προόριζαν. Στέκεται λοιπόν ο τράγος στη μέση του γραφείου-σταύλου καμαρωτός, καμαρωτός, το κοινοτικό συμβούλιο, ο πρόεδρος και ο ομιλών πάντα στα συμβούλια λογιστής στα παράθυρα, μπαίνει η πρώτη γίδα, τον πλησιάζει, πάει πολύ κοντά του, τον μυρίζει, κάνει μια στροφή προφανώς για να τη μυρίσει κι εκείνος αλλά αυτός τίποτα. Τίποτα ο επιβήτορας, ακίνητος σαν το άγαλμα του Ρήγα Φερραίου που διαθέτει η Θεσσαλία στο Νομό Μαγνησίας. Ο πρόεδρος, ο λογιστής κοινοτικός σύμβουλος και το συμβούλιο με σαράντα βαθμούς έξω, πάγωσαν. Όρμα ρε! σκούζει ο πρόεδρος. Τίποτα ο τράγος, ακούνητος όπως ο Φερραίος. Φέρτε άλλη! ακούγεται ο λογιστής που γνωρίζει από εισπράξεις. Μια άλλη γίδα πιο νεαρή τώρα τσαχπίνα και πιο αφράτη, μπαίνει, τον πλησιάζει αλλά ο τράγος τίποτα. Τι γίνεται δω ρε, ωρύεται ο πρόεδρος. Να φέρουμε τη χήρα, λέει ο λογιστής που έχει ήδη μάθει για την προκαταβολή, δεν έχει μάθει όμως ακόμη ότι ο πρόεδρος όταν πήγε να παραλάβει τον τράγο την ξόφλησε τη χήρα, δεν πρόλαβε μέσα στην τρέλα του να του το πει. Ρε Μήτσο τρέξε να φωνάξεις τη χήρα, να’ρθει γρήγορα, λέει οργισμένος ο πρόεδρος. Όπου φύγει φύγει ο Μήτσος με το μηχανάκι, πάει στο σπίτι της χήρας. Σε θέλει ο πρόεδρος, της λέει λαχανιασμένος. Δεν μπορώ τώρα, τρώμε, του απαντάει η πλούσια πια χήρα. Ο Μήτσος νιώθει πως είναι γκάγκας αφού δεν μπορεί να δώσει στην χήρα να καταλάβει πως το θέμα είναι επείγον. Παίρνει λοιπόν φόρα και της λέει άγρια, σε θέλει τώρα στο κοινοτικό κατάστημα για τον τράγο, δεν πλησιάζει καμία γίδα! Πω, πω, σκέφτεται αμέσως. Κι άμα της ζητήσουν πίσω τα λεφτά; Πήγαινε κι έρχομαι, να ρίξω μια ματιά στα παιδιά, λέει στο Μήτσο. Όχι, περιμένω, θα σε πάω με το μηχανάκι, είναι επείγον σου λέω.

Φτάνει ο Μήτσος με τη χήρα καθισμένη στο μηχανάκι μονόπαντα κι όχι με τα πόδια ανοιχτά καβάλα καθ’ ότι χήρα και δεν ήταν σωστό, κατεβαίνει και πάει τρέχοντας στον πρόεδρο που ήταν να τον κλαίνε οι ρέγγες. Πήγαινε χριστιανή μου να του πεις καμιά κουβέντα, δεν κάνει τίποτα, τι έχει πάθει, της λέει ο πρόεδρος που είχε φύγει από το παράθυρο και καθόταν μέσα σε μία ομίχλη απελπισίας στο καφενείο. Μπαίνει μέσα στο γραφείο-σταύλο η χήρα, πλησιάζει τον τράγο, τον χαϊδεύει, αυτός δεν ανταποκρίνεται στο χάδι της, η χήρα σκύβει στο αυτί και κάτι σαν να του λέει. Ο τράγος επιτέλους κουνάει το κεφάλι του, στρέφεται προς το μέρος της και κάτι σαν να της λέει κι αυτός. Βγαίνει έξω η χήρα, την πλησιάζει όλο το συμβούλιο. Τι έγινε, σου είπε κάτι; γιατί δεν πλησιάζει καμία, λέει με αγωνία ο πρόεδρος. Η χήρα κοιτάζει το λεφούσι των αντρών, φαίνεται ότι ενοχλείται από το πλήθος. Ναι, κάτι μου είπε αλλά να το πω μόνο σε σένα πρόεδρε. Τραβάτε έξω σεις, λέει με αγριάδα ο πρόεδρος. Τι σου είπε, πες μου γρήγορα, της λέει. Η χήρα έστρωσε την ποδιά της, να, κάτι μου είπε αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να το πω. Πες το κυρά μου, μη με σκας άλλο!

-Να, μου είπε, πως τώρα είναι δημόσιος υπάλληλος κι από δω και πέρα θα κάνει ό,τι κάνουν κι αυτοί, θα κάθεται!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 1: Το Φορτηγό ψυγείο

Το λεωφορείο γεμάτο κόσμο ανέβαινε αγκομαχώντας την οδό Ακαδημίας. Μέσα στο όχημα επικρατούσε ένας βήχας ορχήστρα, με τον καθένα από τους επιβάτες να παίζει το δικό του ξεχωριστό όργανο, άλλος γκουχ, άλλος ααααψιά, άλλος ουννννχ. Έξω ψιλόβροχο, συννεφιά, κρύο, ένας καιρός αρρωστιάρικος, όλη η ατμόσφαιρα μύριζε αντιβίωση. Ο κόσμος κρατημένος, σοβαρός, βαστάει στα χέρια του εφημερίδες και διαβάζει με βουλιμία το ναυάγιο ενός επιβατηγού πλοίου του “Ηρακλείου” που είχε γίνει το προηγούμενο βράδυ στη Φαλκονέρα, ένα ξερονήσι κοντά στην Κρήτη.Τα αίτια του ναυαγίου ήταν πως από το βάρος ενός φορτηγού ψυγείου που μπήκε τελευταίο στο καράβι και δεν πρόλαβαν να το δέσουν καλά άνοιξε η μπουκαπόρτα του πλοίου με αποτέλεσμα να φουντάρει, έτσι ώστε να μπουν νερά στις καμπίνες και μέσα σε λίγα λεπτά να βυθιστεί παρασύροντας στα αγριεμμένα νερά της Φαλκονέρας κάπου τριακόσιους επιβάτες. Μέσα σ’ αυτή τη σχεδόν νεκρική ατμόσφαιρα του λεωφορείου, μια χοντρή κυρία μισότριβη, μητρώου θηλέων πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μπορεί κι απ’ τον πρώτο, τσιμπλοξυπνημένη, κοιλαρού, μυτζηθράτη, μαλλιά ξέπλεκα ως λατέρνα, κοκκινομαγουλούσα και από σόι καθ’ ότι φαινόταν αξιοπρεπής, προσπαθεί απεγνωσμένα να προλάβει να κατέβει στάση Ακαδημίας. Το λεωφορείο φτάνει στη στάση Ακαδημίας, σταματάει και ανοίγει η πόρτα, κατεβαίνει κόσμος και κλείνει η πόρτα. Ο οδηγός που φαίνεται καδρόνι από μυαλό βάζει μπροστά και φεύγει από τη στάση, λόγω όμως της πολλής κίνησης το λεωφορείο πάει πέντε μέτρα και σταματάει. Η χοντρή κυρία κάθιδρη δεν πρόλαβε να κατέβει και αρχίζει να φωνάζει δυνατά. -Σας παρακαλώ! Μη φεύγετε, θέλω να κατέβω, σας παρακαλώ! Ο οδηγός την άκουσε αλλά ατάραχος καθαρίζει με έναν σουγιά τα νύχια του δεξιού του χεριού. Η αξιοπρεπής κυρία συνεχίζει να προχωράει με χίλια ζόρια αφ’ ένός λόγω των πολλών επιβατών και αφ’ ετέρου λόγου του όγκου της, κυρίως αυτό. Ο οδηγός όμως έχει κλείσει την πόρτα και καθαρίζει με τον σουγιά τα νύχια του αριστερού του χεριού τώρα. Επιτέλους η μαούνα φτάνει στην πόρτα και εκλιπαρεί τον οδηγό, εκείνος όμως πεισματικά λες και του σκότωσε τη μάνα δεν της την ανοίγει, η μυτζηθράτη έχει χάσει τη γη κάτω από τα βαρελίσια πόδια της.-Σας παρακαλώ! Ανοίξτε μου σας παρακαλώ!

Ακριβώς πίσω από τον οδηγό στέκεται όρθιος, τρόπος του λέγειν όρθιος, κάποιος άντρας, σίγουρα λιμανίσιος, χέρια πόδια απλωμένα ως οχτάπους. Από την πολλή μαγκιά το κεφάλι του ακουμπάει σχεδόν στο πάτωμα του λεωφορείου. Για καλή μου τύχη βρίσκομαι ακριβώς πίσω του και φυσικά είμαι έτοιμος για μία ακόμη διατριβή για όσα δεν μας δίδαξαν στο σχολείο, η όλη του εικόνα δεν έφυγε ποτέ από τα μάτια μου. Σακάκι αντρομίδα, τραγιάσκα, τσιγάρο σβηστό στο στόμα, μάτια μισόκλειστα, μουστάκι μπαρμπουνάτο κόκκινο σαν ασκούπιστη μαρμελάδα φράουλα, κρεατοελιά πάνω από το αριστερό φρύδι μεγέθους φακής Γρεβενών ορατή παρά την τραγιάσκα. Δεν είναι μεθυσμένος, είναι τύπος! Όνομα για μένα ως τώρα άγνωστο. Χωρίς να γυρίσει ούτε σαντιμέτρ την κεφάλα του φαίνεται πως ενοχλείται απο τις φωνές της χοντρής αφού διακρίνω ένα σπάσιμο των χειλέων του σαν να φοράει μασέλες που παίζουν στο στόμα του κλακέτες σε χορό φλαμέγκο.

Εντωμεταξύ η καθυστερημένη να κατέβει κυρία συνεχίζει να εκλιπαρεί, ο τύπος δείχνει αναστατωμένος από τον χαβαλέ, την οχλοβοή και το στρίμωγμα του πληθυσμού πάνω του και επί τέλους με χίλια βάσανα γυρίζει το περισκόπιιο που έχει φυτρώσει πάνω από το λαιμό του και προσπαθεί μέσα από τα σώματα των επιβατών να πιάσει κεραία με απ’ αυθείας σύνδεση με τα γεγονότα. Έξω το κρύο παραμένει αρρωστουλιάρικο. Η κυρία με προσπερνάει και πέφτει όλη πάνω στον τύπο. Αυτός δείχνει να δυσφορεί και από τις φωνές της αλλά κυρίως από την πίεση που δέχεται και που τον έχει κάνει ένα διπλωμένο οκτώ. Η χοντρή όμως το βιολί της.

-Σας παρακαλώ κύριε οδηγέ! Ανοίξτε μου σας παρακαλώ.

Το λεωφορείο παραμένει σταματημένο αλλά ο γκάγκας οδηγός τίποτα, εκτός στάσης δεν επιτρέπονται αποβιβάσεις επιβατών έλεγε το υπουργείο! Ο τύπος αποφασίζει να καθαρίσει τη φάβα, έχει καταλήξει φαίνεται στα ακριβή συμπεράσματα του, στρέφει αργά το κεφάλι του προς τον οδηγό και με μια φωνή που αν δεν έμοιαζε με ανατρεπόμενο φορτηγό να ξεφορτώνει χαλίκια, σίγουρα θύμιζε άλογα που γυρίζουν μαγκανοπήγαδο και λέει.

-Οδηγέ… άνοιξε την μπουκαπόρτα να βγει το φορτηγό ψυγείο να ‘ούμε!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 2: Και Το δουκάτο!

 

Ψηλός ίσαμε δυο μπόγια, καμπούρης 60 μοιρών, μαλλί αρχομένη φαλάκρα από κούτελο έως μεσοπέλαγα, γραμματικές γνώσεις μεταξοσκώληκα, τουτέστιν τέσσαρες τάξεις δημοτικού και μετά πλούτος, στην αρχή με τον πατέρα του από 18 χρονών μόνος, λαϊκατζής, μαϊντανούς, άνιθους, κρεμμυδάκια, ρόκες, τέτοια, απαραίτητα σε κάθε φαγητό ή σαλάτα, σωρός τα τάλληρα που τα ‘κρυβε σε μπαουλάκι κάτω από το κάθισμα του οδηγού στο φορντ τάουνους. Βάδισμα ιστιοφόρου όπου σε πάει ο άνεμος, καλαμουγκανάς στην κουβέντα, άριστος στο πούλα αλλά στην παρέα μούγκα στο μίλα.Μία μόνο φράση ήξερε καλά που την έλεγε με γέλιο ισπανικό ως επίλογο στην κάθε κουβέντα που κάναμε μεις οι γραμματιζούμενοι, μια λέξη που θύμιζε ταυρομαχία στην Παμπλόνα, από δω ο ταύρος κι από κεί ο Μανωλαράς που με τη φράση αυτή σκότωνε τον ταύρο!

-Και το δουκάτο!

Ήταν παρέα μας. Κύριος, σε όλα του, στα ραντεβού του, στη συμπεριφορά του, στο ρεφενέ του, με δυο λόγια τσίφτης. Εμμανουήλ το όνομα σε βάφτιση και ταυτότητα, Μανώλης για τους γονείς, Μάνος ή κυρ Μάνος για τους πελάτες και Μανωλαράς για μας, γιατί ως γνωστόν όπου βάζει κανείς στο τέλος το -άρα ή το -άρας, μεγαλώνει το νόημα της λέξης, παράδειγμα βροχάρα, βαρκάρα, σαχλαμάρα.Πώς έγινε όμως αυτό; Πώς του κόλλησε αυτό; Κάποτε η μεγαλύτερη αδερφή του πήγε μια εκδρομή στη Γαλλία και κει τους ξενάγησαν στο Παρίσι, στις Βερσαλλίες και στα κάστρα του Λίγηρα. Είδε αυτή τα παλάτια, άκουσε για δούκες, για ιππότες, για μονομαχίες κι όταν γύρισε είπε στον αδερφό της πως εκεί υπήρχε κόντρα, έτσι το κατάλαβε, ανάμεσα στα δουκάτα και στο τέλος νικούσε πάντα εκείνο το δουκάτο, που ήταν πιο δυνατό, πιο ισχυρό, πιο μεγάλο.

Ε, από κεί και πέρα ο Μανωλαράς που στις λαϊκές είχε κατά τη γνώμη του καλύτερο άνιθο να πούμε, τον διαλαλούσε. Πίστευε δηλαδή πως αν κάτι ήταν δυνατό, ακαταμάχητο, ασύγκριτο, αναπανάληπτο, κατορθωτό, μέγιστο, πρώτο των πάντων, ήταν …δουκάτο!

-Έλα να πάρεις το δουκάτο!

Πλησίαζε ας πούμε η κυρία Χρυσάνθη και τον ρωτούσε. Είναι φρέσκος ο άνιθος κύριε Μάνο; Και ο Μανωλαράς έσκιζε.

-Και το δουκάτο!

Μεταφραζόμενο ότι σήμερα δεν έχω απλά ένα όποιον άνιθο αλλά το …δουκάτο των άνιθων! Κι έτσι πέρναγε ο καιρός, εμείς στην παρέα μας αρχίζαμε δήθεν μια κουβέντα για να έχει αυτή κατάληξη στον ισχυρότερο, στον καλύτερο, στον πιο δυνατό, οπότε την κατάληξη την αφήναμε στον Μανωλαρά.  Ε, Μανωλαρά, τι λες εσύ, του λέγαμε. Αυτός γελούσε μ’ εκείνα τα δόντια που θύμιζαν τις ενδιάμεσες μπάρες στις εθνικές οδούς και έλεγε με στόμφο.

-Και το δουκάτο!

Και πήγαινε λέγοντας η ιστορία. Όλα καλά κι ωραία λοιπον ώσπου ένα μεσημέρι στην λαϊκή της Φιλοθέης σκάει μούρη η Ερμιόνη! Μικρούλα, μουτράκι Τζένη Καρέζη, φουστίτσα καραμελωτή, λογάκια ΙΟΝ σοκολάτα, έπαθε μπλακ άουτ ο Μανωλαράς.

-Πώ, πω, πω, τι έχω σήμερα…

Τι είχε γαμώτο μου, μαίντανούς και άνιθους είχε! Τον πλησιάζει, με ένα δάχτυλο, τον δείχτη του δεξιού χεριού, στο στόμα και του λέει σοροπιαστά σαν κομπόστα βερύκοκο.

-Με λένη Νόνη, εσένα;

-Μάνο, μανάρι μου…

Γέλασε το δάχτυλο του δεξιού χεριού, αλοιφή για εκζέματα ο Μανωλαράς. Θέλω λίγο άνιθο, είναι φρέσκος; Απλώνει τη βρωμοχεράρα (το άρα που λέγαμε) και αρπάζει ένα μάτσο.

-Και το δουκάτο!

-Έχετε και χιούμορ, ε;

Έχει χιούμορ, ε; Στο πι και φι μάζεμα του πάγκου, να στο τάουνους κάθισμα συνοδηγού η κομπόστα και ντουγρού για το Σχιστό του Σκαραμαγκά όπου κυριαρχεί η Hotel Politeia! Γυρίζοντας στη βάση του το βράδυ, το πουγκί με τα τάλληρα που είχε στο μπαουλάκι είχε κάνει φτερά. Και ήταν κι από Φιλοθέη με τη πιο γερή μπάζα της βδομάδας, το’ πε στον Κώστα, να μην το πει πουθενά του είπε, ο Κώστας το είπε στον Αλέκο, ο Αλέκος σε μένα, εγώ στον Γιώργο, ο Γιώργος στον Παναγιώτη κι αυτός στον Γιάννη. Όλη η παρέα πλέον ξεκίναγε από αλλού και όλοι καταλήγαμε στο ότι είχαμε πάει τάχα μου στο Σκαραμαγκά αλλά ήταν μάπα το καρπούζι. Εσύ Μανωλαρά, έχεις πάει ποτέ; του λέγαμε  Ο Μανωλαράς κοίταζε τον Κώστα που “ήξερε”. Ο Κώστα μας κοίταζε όλους και έλεγε.

-Ο Μανωλαράς; Μπααααα!

Τότε ο Μανωλαράς προφανώς θιγμένος μας κοίταζε όλους και έλεγε με έπαρση, προφανώς για να μας δείξει ότι μπορεί να έχασε το μπαουλάκι αλλά η μικρή ήταν σούπερ.

-Και το δουκάτο!

Δεν το είπε μόνο μια φορά, για χρόνια πολλά που τον κάναμε παρέα και που πάντα λέγαμε το ίδιο για το Σκαραμαγκά, το ίδιο έλεγε κι αυτός!

-Και το δουκάτο!

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 3: Αυτό τηράω!

Τηρώ, τηράω και τηράζω σύμφωνα με όλα τα λεξικά σημαίνει κοιτάζω, παρατηρώ, προσέχω, έχω το νου μου. Ο Ανάργυρος όχι μόνο είχε διαβάσει όλα τα ελληνικά λεξικά αλλά όπως θα δείτε παρακάτω είχε αλωνίσει και όλο το διαδίκτυο! Μεγαλωμένος στη σκληρή ζωή της επαρχίας ήταν αγρότης, οικογενειάρχης και πολύ εργατικός. Σαν εμφάνιση όλα μείον, κοντός, χείλη μηδέν, μαλλιά λαϊκή αγορά στα τελειώματα της, κάτι τρίχες από δω, κάτι άλλες διατεταγμένες οριζόντια στη φαλάκρα από δυσμών προς ανατολάς, μουστάκι λειψό στο φίλτρο του άνω χείλους σαφώς μικρότερου του Χίτλερ, χέρια ροζιασμένα. Όλα τα υπόλοιπα στο συν, πονηρία, σβέρκος κατακόκκινος σαν κυματίζουσα τούρκικη σημαία, δάχτυλα χεριού χοντρά, ποδιού αγνώστου διαμέτρου, νύχια βύσαλα. Σε κάποια φάση της ζωής του οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν, τα παιδιά μεγάλωσαν, τα λεφτά δεν έφταναν και αποφάσισε να ασχοληθεί με την οικοδομή. Αλλά η οικοδομή δεν είναι μαγαζί να το ανοίξεις και όλο και κάποιος θα μπει μέσα για να ψωνίσει. Οι δουλειές της οικοδομής αραίωναν αλλά και να μην αραίωναν οικοδόμους θα έπαιρναν κάποιοι αν ήθελαν κάτι, δεν θα έπαιρναν αγρότες, άλλο αλέτρι κι άλλο μυστρί και πηλοφόρι, άλλο μπετονιέρα κι άλλο ένα αμάξι με δυο άλογα όπως είπε πριν πεθάνει ο Μπιθικώτσης! Το μόνο που του είχε απομείνει λοιπόν ήταν τα χέρια του, όλοι στην επαρχία αυτά εμπιστεύονται γιατί απ’αυτά τρώνε ψωμί. Άρχισε λοιπόν να διαδίδει δειλά δειλά πως θα μπορούσε να κάνει ψιλομερεμέτια, όλοι τον ενθάρρυναν αλλά τους ξέρουμε τώρα τους ανθρώπους της επαρχίας, δεν είναι “χρυσή ευκαιρία” για να το περιφέρουν ως αγγελία, το λένε στόμα με στόμα αλλά μετά τα πρώτα φωνήεντα ειδικά για τον Ανάργυρο, έβαζαν πάντα στο τέλος και ένα συριχτό σσσσσσς που σήμαινε στην καθομιλουμένη, σιγά που μπορεί! Αραγμένος στη βεράντα το καλοκαίρι και στη σόμπα τον χειμώνα, περίμενε το μάνα εξ ουρανού με τη εννενηντάχρονη (και) μάνα του, με βγαλμένο προ πολλού εισιτήριο για τον ουρανό, να μαραίνεται για το 70ντάχρονο παλλικάρι της να μην μπορεί να σταυρώσει ούτε ένα μεροκάματο. Ώσπου μια μέρα ο Παναγιώτης, ένας γείτονας καλοκαιρινός, δηλαδή μη γνωρίζοντας τον πρότερον βίον του Ανάργυρου, θέλησε να χτίσει μια ζαρντινιέρα στο εξοχικό του 2Χ3 μέτρα, του είπαν στη γειτονιά ότι είναι ένας που κάνει μερεμέτια, άρα κατέληξε στον Ανάργυρο που τον πήγε να του δείξει τι ήθελε να χτίσει.-Λοιπόν μάστορα,τι λες θα το καταφέρεις; Συνωφρυομένος ο Ανάργυρος κοιτάζει το …χώμα πάνω στο οποίο θα χτίσει τη 2Χ3 ζαρντινιέρα. -Αυτό τηράω! -Τι λες, θα σου πάρει μια δυο μέρες; ξαναρωτάει ο Παναγιώτης. -Αυτό τηράω! -Λοιπόν, να σου φέρω σήμερα τα υλικά να το πιάσεις πρωί πρωί; Ο Ανάργυρος κάνει βηματάκια γύρω γύρω από το χώμα, πάνω στο οποίο θα χτιστεί η 2Χ3 ζαρντινιέρα. Στέκεται ανέκφραστος. -Αυτό τηράω!Ήρθαν τα υλικά, ήρθε και ο Ανάργυρος πρωί πρωί στις 7 με φτυάρι και μυστρί, έφτυσε καμιά πεντακοσαριά φορές τα χέρια του και πήρε φόρα να φτιάξει πρώτα τη λάσπη, από δω την είχε από κει την είχε την έφτιαξε κατά τις 10! Ο Παναγιώτης έβλεπε ότι είναι αργός αλλά σκέφτηκε μόνος του είναι η λάσπη θέλει ώρα για να φτιαχτεί, θα είναι γρήγορος στα τούβλα. Πιάνει το πρώτο τούβλο ο Ανάργυρος, το βάζει στο χώμα αφού βέβαια έβαλε πρώτα λάσπη εννοείται και πάει τρία μέτρα μακριά (!) και το κοίταζε κλείνοντας το δεξί του μάτι. Ο Παναγιώτης από κοντά. -Μάστορα θέλω ωραία δουλειά, έτσι; -Αυτό τηράω! Δεύτερο τούβλο, πάλι τρία μέτρα μακριά, πάλι κλείσιμο δεξιού ματιού, απορεί ο Παναγιώτης. -Γιατί ρε μάστορα το κάνεις αυτό; κάθε τούβλο θα πηγαίνεις τρία μέτρα μακριά, δεν θα τελιώσουμε ούτε σε μια βδομάδα. -Είχαν συμφωνήσει να τον πληρώνει μεροκάματα, άντε δύο το πολύ. Χαμπάρι ο Ανάργυρος. -Αυτό τηράω! -Δηλαδή,τι; θα κάνεις μια βδομάδα; Σκεφτικός ο Ανάργυρος. -Αυτό τηράω! Τι την ήθελε και ο Παναγιώτης τη 2Χ3 ζαρντινιέρα πάνω στο χώμα, δεν του έλεγε καλύτερα να το οργώσει; θα το έκανε στο πι και φί. Να μην τα πολυλογώ, έξι μέρες ο Ανάργυρος είχε κάνει μόνο τη μία πλευρά τη 2, όχι την Χ3. Οργισμένος ο Παναγιώτης, τον σταματάει. -Μάστορα δεν θέλω να ξανάρθεις, είσαι πολύ αργός κι εγώ βιάζομαι. Λυπημένος ο Ανάργυρος. -Αυτό τηράω! -Συγνώμη Ανάργυρε αλλά κι εγώ πληρώνω μεροκάματα. Και τότε ο Ανάργυρος κλείνει τον τον Ελευθερουδάκη με την ιστορική φράση.-Αυτό τηράω!

 

 

Τύπος Νο 4: Μηδέν εις το πηλίκον.

 

Στις γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα, συνήθως στις πρώτες, όλο και κάποιο κουδούνι του σπιτιού σου θα χτυπήσει για να μπει ο οδηγός του απορριμματοφόρου και να σου ζητήσει το δώρο του για τις άγιες μέρες. Αυτό γίνεται τις πρωινές ώρες, βράδυ ποτέ. Τα βράδυα γίνονται άλλα. Ήταν περίπου 10 το βράδυ, είχα βγάλει την μπλούζα μου και ετοιμαζόμουν να κλείσω το ιατρείο όταν ένα παρατεταμένο χτύπημα της πόρτας σαν κάποιος να χτυπάει την πόρτα του λεωφορείου για να ανοίξει ο οδηγός εκτός στάσης, με έκανε να ανοίξω. Βλέπω μπροστά μου μια μεγάλη στην ηλικία γυναίκα ντυμένη όλη στα μαύρα με μια αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της και με μια μεγάλη νάϋλον σακούλα στα χέρια να με κοιτάζει λες και ήμουν εξωγήινος.

-Οδοντιατρείο είναι εδώ; με ρωτάει με χίλια καντάρια αναστεναγμών.

-Όχι, εδώ είναι η πόρτα, το οδοντιατρείο είναι πιο μέσα, της απαντάω ψύχραιμα.

-Ο γιατρός είναι δω;

-Να πάω να δω, της λέω.

Μπαίνω πιο μέσα και βγαίνω αμέσως.

-Εδώ είναι, περάστε, της λέω σοβαρός.

Μπαίνει πιο μέσα και βλέπει πάλι εμένα.

-Καλησπέρα γιατρέ, μου λέει λες και βλέπει άλλον απ’ αυτόν που της άνοιξε την πόρτα. Η συνέχεια; Κρατηθείτε…

-Κλείσατε;

-Έκλεισα…

-Ωραία, να πάω μέχρι το σπίτι να σας φέρω κάτι να δείτε;

Το ωραία πού πήγαινε;

-Πηγαίνετε…

-Πάω κι έρχομαι!

Περίμενα και ήμουν σίγουρος ότι η ιστορία ήταν έτοιμη να δεχτεί έναν ακόμη τόμο εξωπραγματικού φαινομένου. Πράγματι σε δέκα λεπτά επανέρχεται η με τα μαύρα ρούχα μεγάλη στην ηλικία γυναίκα με άλλη σακούλα τώρα στα χέρια, όχι αυτή που είχε πριν. Τώρα είναι πιο ήρεμη ως προς τον οδοντίατρο που τον βρηκε επιτέλους αλλά αγριεμμένη όπως φάνηκε, για την αποθήκευση στο σπίτι της   του κρυμμένου θησαυρού!

-Αυτά είναι! μου λέει με θυμό και την ακουμπάει στο γραφείο.

Νιώθω πως μέσα περιείχε κάτι βαρύ, κάνω έτσι και βλέπω πως η σακούλα είχε μέσα κάτι σαν παλιά τσαγιέρα με καπάκι, ηλικίας άνω των εκατό ετών. Βγάζω το καπάκι και αδειάζω το περιεχόμενο στο γραφείο, όλη η ακίνητη και η κινητή προσθετική της οδοντιατρικής μπροστά μου! Παλιές κορόνες, γέφυρες, μηχανάκια, μασέλες, της Παναγιάς τα μάτια! Σκέφθηκα τους παλιατζήδες που περνούν τις γειτονιές και μέσω μαγνητοφώνου διαλαλούν πως όλα τα καθαρίζουν, στρώματα, κρεβάτια, παλιά καολοριφέρ, παλιές κουζίνες, παλιά ψυγεία, καθαρίζουν υπόγεια και ταράτσες.

-Τι είναι αυτά, της λέω έκπληκτος αλλά η ψυχή μου είχε ανέβει ως τον πλανήτη Άρη.

-Δόντια!

-Αυτά είναι όλα παλιά της λέω, τι να τα κάνω;

-Γι αυτό τα’φερα, κάνει κανένα ή να τα πετάξουμε;

Τα ξεχωρίζω και διαπιστώνω πως όλα αυτά δεν είναι για ένα στόμα αλλά σε διαφορετικά ως προς το μέγεθος, κάποια μάλιστα κάτι μασέλες και μηχανάκια ήταν για στόμα ανθρώπου των Ιμαλαϊων.

-Αυτά τίνος είναι, ρωτάω.

-Αυτά είναι του Θανάση, μου λέει με ένα ύφος αποτροπιασμού.

-Ποιος είναι ο Θανάσης;

-Ο άντρας μου.

-Πού είναι τώρα;

-Στο σπίτι.

-Τι κάνει;

-Βλέπει τηλεόραση.

-Τι βλέπει;

-Ένα τούρκικο.

Εδώ είμαστε, είπα.Τα μαζεύω, τα ξαναβάζω στην τσαγιέρα και της λέω με κάθε επιστημονική τεκμηρίωση.

-Πρέπει πρώτα να μου φέρεις τον Θανάση, να ξεκινήσω από τα μεγάλα νούμερα.

Και εγένετο την επομένη, φως! Κατέφθασε την επομένη ο Θανάσης. Πάνω από εβδομήντα χρονών, στραβοκάνης, δηλαδή πόδια λες και φορούσε κείνες τις αρπάγες που βάζουν οι ηλεκτρολόγοι της ΔΕΗ για να ανέβουν στις κολόνες, φαλάκρα δέκα νούμερο, μύτη ψημένος λουκουμάς έτοιμος για σερβίρισμα η κανέλα του έλειπε, χέρια Τζίμη του Τίγρη που έκοβε τράπουλες στα δύο και στα τέσσερα. Κάθησε απέναντι μου στο γραφείο. Και αρχίζω να μιλάω εγώ περιγράφοντας τι είδα το προηγούμενο βράδυ στη τσαγιέρα, απάντηση καμία, ξαναμιλάω εγώ, του εξηγώ ότι όλα αυτά ίσως τα δοκιμάσω στον καθένα της οικογένειας χωριστά αλλά μάλλον όλα είναι για πέταμα, απάντηση πάλι καμία, προτροπή να μου πει τι έχει συμβεί στον ίδιο για να δω τι μπορώ να κάνω. Πάλι απάντηση καμία. Φωνή μηδέν, μόνο κλείσιμο του αριστερού ματιού, δείγμα ότι συμφωνούσε μ’ αυτά που έλεγα.

-Τι έχεις να πεις, τον ρωτάω.

-Μηδέν εις το πηλίκον!

Ερμηνεία δική μου, αφού όλα είναι για πέταμα, τι να συζητήσουμε; μηδέν εις το πηλίκον! Καταγωγή από Θεσσαλία μεριά, συνταξιούχος του ΟΤΕ, άρα καλά κατάλαβα από τα πόδια ότι κάποια σχέση θα είχε με τους δημόσιους οργανισμούς κοινής ωφέλειας όπως τους έλεγαν πομπωδώς τότε, πέντε λέξεις ίσα ίσα για να μου δώσει να καταλάβω ποιος είναι και από πού κρατάει η σκούφια του, τώρα δεν πάει ούτε καφενείο, όλη μέρα στο σπίτι, τηλεόραση, ειδήσεις και τούρκικα. Τολμώ να ρωτήσω.

-Ούτε καφενείο;

Απάντηση η ίδια.

-Μηδέν εις το πηλίκον!

Με συμπάθησε, άρχισε να έρχεται σχεδόν κάθε μέρα μήπως και μπορέσω να του φτιάξω καινούργιες μασέλες γιατί αυτές που είχε φτιάξει δεν τις φορούσε πέντε χρόνια, άρα κι αυτές στην τσαγιέρα. Αλλά δεν ήξερε όπως και πολλοί άλλοι δεν ξέρουν πώς αν κάποιος δεν έχει καθόλου δόντια και δεν φορά μασέλες η γλώσσα μεγαλώνει, του Θανάση είχε φτάσει να είναι μοσχαρίσια! Πώς να μπορέσω δηλαδή να του πάρω αποτυπώματα, άνοιγε το στόμα του και η γλώσσα του ήταν τέσσερα τετραγωνικά μέτρα, άνετα θα μπορούσαν να την κάνουν χαλάκι για την εξώπορτα για να σκουπίζουν τα πόδια τους οι επισκέπτες στο σπίτι τους. Η απόφαση μου είναι τελεσίδικη.

-Κύριε Θανάση, δυστυχώς λόγω της γλώσσας που έχει υπερμεγενθυθεί δεν μπορώ να σου κάνω τίποτα.

Χαμογέλασε, σαν να μου έλεγε, καλά δεν κάνω που δεν φοράω τίποτα και μου εξαπολύει για μια ακόμη φορά τη φοβερή ατάκα ως επιστέγασμα ενός ακόμη τόμου της παγκόσμιας ιστορίας.

-Μηδέν εις το πηλίκον!

 

***

 

 

 

Τύπος Νο 5: Ο Παπαρρηγόπουλος

 

Υπήρχε ένας καθηγητής στο γυμνάσιο μας που δεν ήταν συντοπίτης μας, ερχόταν έφευγε για Αθήνα με το λεωφορείο, αυτό έχει καταλυτική σημασία για την ιστορία που περιγράφω παρακάτω. Ο καθηγητής αυτός επέμενε για το μάθημα της ιστορίας να μην περιοριζόμαστε μόνο στο βιβλίο του οργανισμού αλλά να διαβάζουμε και τον Παπαρρηγόπουλο, γιατί μόνο έτσι θα μπορέσουμε να μάθουμε λεπτομέρειες και εν πάση περιπτώσει θα μορφωθούμε περισσότερο. Ο αξέχαστος Γιώργος, ταλέντο ανεπανάληπτο, κρίμα που δεν έγινε ηθοποιός, το θυμήθηκε όταν τον είχε σηκώσει στον πίνακα για να του πει μάθημα για τη μάχη στα Δερβενάκια. Τύπος! Ψηλός, ευθυτενής, πηγούνι σε έπαρση, δεξί πόδι να παίζει σαν να έδειχνε ότι αυτά είναι εύκολα μη με κουράζεις, ετοιμόλογος όσο κανείς άλλος, λόγο με στόμφο, αγέλαστος εξωτερικά, ξεκαρδισμένος εσωτερικά, έμοιαζε του ηθοποιού Μπέζου και στη φάτσα και στο ύφος. Καθηγητής ηλικιωμένος, κοντός προς το χοντρό, γυαλιά μυωπίας, κουστούμι χρονιάς δηλαδή μ’ αυτό έβγαζε όλη την χρονιά χρώματος ξεπλυμένο καφέ σαν πολυκαιρισμένη μουστάρδα, κατάλογος μαθητών πατσαβούρα από το άνοιξε κλείσε, χαμόγελο ή γέλιο κάτω του μηδενός, σφιχτός στη βαθμολογία, απρόσιτος.

-Πες μου τι έχεις να πεις για τη μάχη στα Δερβενάκια.

Ο Γιώργος παίρνει όπως πάντα αυτό το καταπληκτικό ύφος δασκάλου απαγγέλοντος τον πανηγυρικό σε επετειακή τελετή.

-Ό,τι να πει κανείς γι αυτή τη μάχη κύριε καθηγητά είναι λίγο!

Γέλια από κάτω.

-Δηλαδή; επιμένει ο καθηγητής.

Ο Γιώργος κοιτάζει ψηλά το ταβάνι της αίθουσας.

-Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά…

Ο καθηγητής κατεβάζει το κεφάλι του και ακουμπάει το πηγούνι του στο γραφείο.

-Τι είν’ αυτό;

-Αυτό το λέει η Βέμπο για το ’40 αλλά σίγουρα το εμπνεύστηκε από την φοβερή μάχη στα Δερβενάκια όπου ο ελλην…

-Πες μου τι ξέρεις για τα Δερβενάκια και άφησε ήσυχη τη Βέμπο, τον κόβει ο καθηγητής.

Ο Γιώργος δεν κωλώνει, είναι αποφασισμένος να σκίσει.

-Φοβερή μάχη κύριε καθηγητά!

-Δηλαδή;

-Βουνό από δω, βουνό από κει και στη μέση χαράδρα.

Ο καθηγητής τον κοίταζε.

-Λοιπόν;

-Στρατός από δω, στρατός από κει.

Μιλάμε για πολύ διάβασμα. Ο καθηγητής όμως δεν τα τρώει αυτά.

-Πες μου τι ξέρεις για τη μάχη στα Δερβενάκια και άσ’ τα αυτά, δεν χρειάζονται, εννοούνται.

-Μετά την έναρξη της μάχης τα αίματα έρρεαν ποτάμι προς τα κάτω, παντού, στις πέτρες, στα χώματα, στα κληματόφυλλα, στ…

Πού θα έρρεαν τα αίματα, προς τα πάνω;

-Τι είν’ αυτά, πες μου για τη μάχη.

-Χαράδρα κύριε καθηγητά, χαράδρα βαθειά, χαράδρα αδυσώπητη, χαράδρα των αιμάτων αλλοθρήσκων, των αιμάτων Τούρκων, Τούρκων Τουρκαλβανών.

-Πότε έγινε η μάχη;

-Τότε!

-Πότε;

Τότε που η ελληνική φυλή αποφάσισε να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό.

-Πες μου χρονολογία…

-Αν δεν με απατά η μνήμη μου το 1821!

Μνήμη που την έχουν μερικοί…

-Τότε άρχισε η επανάσταση, η μάχη πότε έγινε;

Ο Γιώργος το σκέφτεται.

-Πρέπει να έγινε μετά την έναρξη της επανάστασης.

Τον πέθανε στην ακρίβεια.

-Μήπως ξέρεις ποιοι ήταν αρχηγοί του ελληνικού στρατού και ποιοι του τουρκικού;

Αυτή η ερώτηση ήταν εύκολη για τον Γιώργο.

-Ασφαλώς! Αρχηγοί του ελληνικού στρατού ήταν Έλληνες στρατηγοί και του τουρκικού, Τούρκοι!

Αυτή η απάντηση κι αν δεν απέδιδε την ακρίβεια, με μόνο αυτή την απάντηση έπαιρνε ντοκτορά στην ιστορία.

Ο καθηγητής κατσουφιάζει.

-Σε ρωτάω, ποιοι ήταν αρχηγοί του ελληνικού στρατού.

-Πολλοί!

-Ποιοι;

-Ο Θοδωρής ο Κολοκοτρώνης.

Το ξέρει αυτό όχι από τη μελέτη του μαθήματος αλλα έχει δει το άγαλμα στα Δερβενάκια από εκδρομή που είχαμε πάει με το σχολείο.

-Άλλος;

-Πολλοί!

-Όπως;

Ο Γιώργος δεν χρονοτριβεί καθόλου.

-Ο Νίκος ο Βασιλείου και ο Αποστόλης ο Μπίκας!

Κόντευε να πέσει το κτήριο από τα γέλια. Ο Νίκος ο Βασιλείου και ο Αποστόλης ο Μπίκας ήταν οι δύο …μανάβηδες της κεντρικής πλατείας! Τους οποίους βέβαια ο καθηγητής δεν ήξερε αφού όπως προείπα δεν ήταν συντοπίτης μας.

-Ποιοι ήταν αυτοί; πού τα διάβασες αυτά;

Ο Γιώργος παίρνει ύφος Σαρτζετάκη.

-Μα, στον Παπαρρηγόπουλο φυσικά!

Ο καθηγητής πέφτει σε περίσκεψη, τι να πει τώρα, αυτός ήταν που μας προέτρεπε συνέχεια να διαβάζουμε Παπαρρηγόπουλο, πως θα δικαιωθεί για την προτροπή του; Σκέφτεται λίγο και λέει το ανεπανάληπτο.

-Έχεις δίκιο, ήταν κι αυτοί!

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 6. Η επιστήμη

Εμφάνιση υπαρχηγού όχι πολύ σπουδαίου ανθυπομαφιόζου. Μετρίου αναστήματος, κουστούμι μαύρο, γραβατούλα, καπαρτίνα, χεράκια κοντά, σβέρκος κουρεμένος, παπούτσια καθαρά, μανικετόκουμπα δεύτερη διαλογή, πουκάμισο κατάλευκο, φρύδι κανονικό παρά την έπαρση που αναδυόταν από παντού ως δεντρολίβανο. Θα μπορούσε να τον λέει κανείς κύριο Λάκη ή ακόμη και σκέτο Πλούταρχο, δεν ήταν άλλωστε παραπάνω από τριάντα χρονών. Στην οικογένεια του όμως από πάππου προς πάππο είχαν ονόματα από την αρχαία ελληνική ιστορία κι έτσι ο Κύριος Πλούταρχος απαιτούσε παρακαλώ να τον αποκαλούν και να τον προσδιορίζουν με κεφαλαίο Κάπα, ήθελε όπως έλεγε να τηρείται η παράδοση.

-Σιγά την παράδοση, δεν είσαστε και οι Βουρβώνοι, είπα όταν το άκουσα.

Μόλις άκουσε για τους Βουρβώνους, άστραψε και βρόντηξε.

-Ε, όχι, αγαπητέ μου. Αν δεν τηρείται η παράδοση, πώς θα προκόψει το έθνος;

Όπα! Τούτος σκέφθηκα πρέπει να είναι τύπος. Ο Κύριος Πλούταρχος! Δικηγόρος με πτυχίο, μάρκας “μπετόν αρμέ”, άνευ ημερομηνίας λήξεως, αυτό σήμαινε πως όλο του το είναι είχε χτισθεί με υλικά που είχε προμηθευτεί από την οδό Σόλωνος όπου υπάρχει το πολυκατάστημα Νομική. Από χιούμορ όμως μηδέν, θα΄λεγα κάτω του μηδενός, δικηγόρος είσαι, γιατρός, μεγαλοεργολάβος, πολιτικός, ηλεκτροσυγκολλητής, ό,τι κι αν είσαι άμα έχεις μυαλό ψυγείο, δεν έχεις χιούμορ. Και ο Κύριος Πλούταρχος είχε μυαλό ψυγείο μετά καταψύξεως και μάλιστα στο πάνω ράφι αλλά ως κατέχων δίπλωμα πανεπιστημίου είχε για μέγιστο αγαθό της κοινωνίας, της ανθρωπότητας και του σύμπαντος, την επιστήμη. Άντε λοιπόν εσύ μετά να ξεχωρίσεις τα σώβρακα από τη γραβάτα δηλαδή να θέλω εγώ τρεις μήνες, για να του κάνω τρία σφραγίσματα! Πρώτα πρώτα αναγγελία από τη σύζυγο-γραμματέα περί της κοσμοσωτηρίου για μένα γνωριμίας με τον Κύριο Πλούταρχο.

-Παρακαλώ, είναι στις δυνατότητες σας να ορίσετε προκαθορισμένο ραντεβού μετά του Κυρίου Πλουτάρχου για την επόμενη Τρίτη τόσο του μηνός του ενεστώτα χρόνου, προκειμένου να τον εξετάσετε περί της στοματικής του υγείας και αν το κρίνετε φρόνιμο να του κάνετε και κανένα σφράγισμα;

Το φρόνιμο μ’ άρεσε. Και του ενεστώτα χρόνου. Εδώ είμαστε, είπα.   Η σύζυγος. Που από την πρώτη επίσκεψη διαπίστωσα πως το νιονιό της ήταν απέραστο από κτέο πολλά χρόνια. Πρώτη επίσκεψη, εξέταση, διάγνωση και αναγραφή της ασθένειας στο βιβλιάριο.

-Πρέπει αγαπητέ μου να λαμβάνουμε μίαν πρώτη αντίληψη περί του χώρου και του θεράποντος, μου είπε και θρονιάστηκε στην πολυθρόνα.

Δεύτερη επίσκεψη, απαίτηση για τις βιολογικές και ανθρωπολογικές επιπτώσεις της αναισθησίας.

-Μου φαίνεται ότι φοβόσαστε πολύ, είπα.

-Αντιθέτως. Αλλά δεν θα πρέπει να ενημερωνόμαστε για την αλλαγή που θα υποστεί ανυπερθέτως το εγκεφαλικό μου σύστημα;

Βρε τί έπαθα, σκέφθηκα.

-Θα πρέπει, συμφώνησα.

Τρίτη επίσκεψη, το σφράγισμα. Υπόδειγμα ασθενούς, άνοιξε το στόμα του και δεν το έκλεινε παρά τις προτροπές μου να ξεπλένει. Χέρια, πόδια, μύτη, αυτιά, λαιμός, σβέρκος, σπλήνα, γαστρικά υγρά, δωδεκαδάκτυλο, αμορτισέρ, μπρος πίσω λάστιχα, χειρόφρενο, όλα ακίνητα σαν τα συμμαχικά μνήματα στο Παλαιό Φάληρο, μόνο το στόμα παρέμενε ανοιχτό. Η συνοδός σύζυγος αλλά και γραμματεύς του στον αριστερό του ώμο τον κοίταζε με δέος όπως κοιτάμε τον επιτάφιο.

-Καθίστε εσείς στο γραφείο, μην κουράζεστε όρθια, της είπα κάποια στιγμή.

-Όχι, ευχαριστώ. Η θέση μου είναι εδώ, μπορεί να θελήσει ο Κύριος Πλούταρχος να ξεπλύνει και θα πρέπει να του ετοιμάσω το ποτήριον.

Άντε πάγαινε σκέφθηκα, να του ετοιμάσει το ποτήριον, εγώ δηλαδή δεν ήξερα να του ετοιμάσω το ποτήριον;

Μετά το τέλος του σφραγίσματος συζήτηση, για τι άλλο, μα, για την επιστήμη βέβαια, για το αμέτρητο πλήθος των ολοκληρωτικών αναλφαβήτων όπως μου τόνισε.

-Είναι και η σύζυγος νομικός; τον ρώτησα.

Πώς δεν με έφτυσε.

-Ε, όχι βέβαια. Η Καλλιόπη έχει περατώσει μόνο απλάς γυμνασιακάς σπουδάς.

-Καλλιόπη είσαστε εσείς; στρέφομαι και την ρωτάω.

-Πάκυ, μου απαντάει συνεσταλμένα.

Ο Κύριος Πλούταρχος μόλις άκουσε το Πάκυ την κοιτάζει με ένα βλέμμα που σκότωνε λαγό στα τριακόσια μέτρα.

-Αρκετά το Μπάκυ, Καλλιόπη. Αυτά στο σόι σας!

Προσπαθώ να εξομαλύνω την κατάσταση.

-Κύριε Πλούταρχε πιστεύω ότι μιλάτε συνέχεια για επιστήμη επειδή θέλετε να πικάρετε τη γυναίκα σας που δεν σπούδασε, του λέω για να γελάσουμε λίγο.

-Τί λέτε αγαπητέ μου; Η Καλλιόπη πήρε επιστήμονα, ξέρετε τι σημαίνει αυτό για τα μήκη και τα πλάτη του σογιού της;

Δεν ήξερα τα μήκη και τα πλάτη του σογιού της αλλά φαντάστηκα το σόι της κυρίας στο χωριό που μόλις είδανε πτυχίο τον κόψανε πως πρέπει να πάρει γυναίκα με προίκα, έτσι γίνεται στα χωριά, η πλούσια που διαθέτει προίκα αλλά άνευ πανεπιστημιακής μόρφωσης και άνευ πτυχίου πρέπει, οφείλει, επιβάλλεται, να πάρει επιστήμονα!

 

Εν πάσει περιπτώσει μετά από τρεις μήνες, είπα ότι τελειώσαμε. Αμ δεν τελειώσαμε, τρεις μέρες μετά το πέρας των διαλέξεων περί επιστήμης που παρακολούθησα, τηλεφώνημα απότομο και αγχώδες από τη σύζυγο γραμματέα.

-Παρακαλώ, πρέπει οπωσδήποτε επειγόντως και κατ’ εξαίρεση να δεχθείτε τον Κύριο Πλούταρχο, τώρα!

-Τί συμβαίνει, ρώτησα όλος αγωνία.

-Μου είπε να σας μεταφέρω ότι έχει την ακαταμάχητη αίσθηση ότι κάποιο τρόφιμο ενσωματώθηκε εις το σφράγισμα.

-Ενσωματώθηκε; Δεν καταλαβαίνω.

-Θα σας γελάσω, έλειπε στο χωριό, τώρα μόλις εισήλθε εις την οικίαν.

Ήταν όμως κι αυτή, άκου τώρα μόλις εισήλθε εις την οικίαν. Σε μισή ώρα, ούτε καλημέρα, ούτε βγάλσιμο καπαρτίνας, ούτε σύζυγος επ’ ώμου αλλά απέναντι του με πενήντα τόνους αγωνίας στο βλέμμα της.

-Τι πάθατε Κύριε Πλούταρχε;

-Είχα πάει στο χωριό σε κηδεία εξαδέλφου, Θεός σχωρέσ’τον.

-Θεός σχωρέσ’τον, με το σφάγισμα τι πάθατε;

-Από ατύχημα πέθανε, τον πάτησε το τρακτέρ.

-Ήταν νέος;

Τι να’ κανα, προσαρμόστηκα στις απαντήσεις του.

-Έχει διαταραχθεί η άρθρωσις μου και έχω την αίσθηση ότι η μία σιαγόνα μου είναι εκτός τόπου και χρόνου.

Δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω αν η αίσθηση είναι ακαταμάχητη όπως είπε η σύζυγος ή είναι απλώς αίσθηση.

-Είναι μια αίσθηση ακαταμάχητη όπως μου περιέγραψε η σύζυγος ή απλώς μία αίσθηση; τον ρώτησα.

Με κοίταξε με συγκατάνευση.

-Θα έλεγα ακαταμάχητη.

-Ε, καλά, κάπου θα βρίσκει το σφράγισμα, όταν ένα σφράγισμα είναι μεταλλικό, είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να κλείσουμε το στόμα και πρέπει να το τροχίσουμε λίγο.

-Μα, ούτε τριάντα χρονών δεν ήταν.

-Ποιο, το τρόφιμο που σας ενσωματώθηκε;

-Όχι, ο εξάδελφος.

-Ααααα…

-Ευτυχώς που δεν πήρα και την Καλλιόπη μαζί μου, θα ελυπείτο.

Κοίταξα την Καλλιόπη, είχε κατεβάσει το βλέμμα της.

-Δικός σας εξάδελφος ήταν; τον ρώτησα.

Πάλι πώς δεν με έδειρε μόλις άκουσε την ερώτηση.

Τι λέτε κύριε, δικός της, εμείς δεν ιππεύουμε τρακτέρ!

Μ’ ένα απλό τρόχισμα αποκαταστάθηκε το πρόβλημα. Ένα πρόβλημα που όπως με επιστημονικότητα μου το περιέγραψε περί ενσωμάτωσης τροφίμου στο σφράγισμα και ακαταμάχητης αίσθησης και κολοκύθια με τη ρίγανη, τον ταλαιπώρησε για τρεις μέρες, διορθώθηκε αμέσως. Ηθικό δίδαγμα προς όλους και όλες που έχουν κάνει απλάς γυμνασιακάς ή λυκειακάς με τα σημερινά δεδομένα, σπουδάς, άμα δύο επιστήμονες που μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα συναντιούνται, η ανθρωπότητα προοδεύει, όχι παίζουμε! Ανοίγει, κλείνει τρεις φορές με πάταγο τα δόντια, βάζει νερό στο στόμα του και το φτύνει με ηδονή σαν τα μικρά φαλαινάκια που τα μαθαίνει η μαμά τους πώς να ξεφυσάνε, ρίχνει το βλέμμα του προς τη σύζυγο που τον κοιτάζει σαν τον Χριστό.

-Είμαι εντάξει, αποκαταστάθηκε πλήρως και ολοσχερώς η κυκλοφορία μου.

Είναι καταχαρούμενος, είναι ολοφάνερο πως η πεποίθηση του ότι όλα μπορεί να τα κατορθώσει η επιστήμη επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά, πόσο μάλλον όταν αυτό έγινε μπροστά σε μία απλή γυναίκα με απλάς γυμνασιακάς σπουδάς! Σηκώνεται, ανεβάζει το κεφάλι του λες και θέλει να κοινωνήσει από υψηλότερο του σε μπόι ιερέα, προφανώς για να φτάσει σε ύψος τη σύζυγο αφού ουσιαστικά προς αυτήν θέλει να εξαπολύσει για μια ακόμη φορά τους μύδρους του, την κοιτάζει με σαγόνια σφιγμένα σαν τον Μουσολίνι και της λέει με ύφος απαγγελίας του κατά Ιωάννην ευαγγελίου από τον άμβωνα.

-Επιστήμη, ε;

**

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 7: Ατάκα κι επί τόπου

 

Μαλλί τζίβα, μουστάκι μάγκικο εποχής Μπαϊρακτάρη, μπόι ένα και μηδέν. Πάντα μέσα στη μουτζούρα και στη βρόμα, αυτά τα νύχια του ήταν σίγουρα το καλύτερο έκθεμα αν ποτέ ανθρακωρύχοι θ’ αποφάσιζαν να κάνουν έκθεση για να δείχνουν στους απογόνους τους την διαδρομή του κάρβουνου ανά τους αιώνες. Επιγραφή τεράστια πάνω στην πάντα άπλυτη τζαμένια πόρτα του μαγαζιού. ΜΕΤΑΛΛΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ Τηλέφωνο γραφείου τόσο, έκθεσης τόσο. εργοστασίου τόσο. Ούτε γραφείο υπήρχε, ούτε έκθεση, ούτε εργοστάσιο. Για γραφείο είχε έναν πάγκο όπου είχε ακουμπισμένο πάνω το τηλέφωνο, για έκθεση το ανύπαρκτο πεζοδρόμιο του μαγαζιού ούτε πενήντα πόντους και για εργοστάσιο την κοινόχρηστη μαζί με άλλους πέντε βιοτέχνες αυλή, άλλος καλάθια, άλλος φυτά και χώματα, άλλος εικόνες. Και παντού διάσπαρτα τα έπιπλα του Μπάμπη, καρέκλες, τραπεζάκια, σκαμπό, μεταλλικές σταχτοθήκες, πάγκοι, μεταλλικές βάσεις για γλάστρες κ.ά. Ο Μπάμπης! Πρόθυμος, συζητήσιμος, εργατικός. Αλλά λόγια, πολλά λόγια, δεν προλάβαινες να πεις λέξη είχε έτοιμη την ατάκα, συζήτηση επί παντός επιστητού, δεν ήξερε γράμματα αλλά το στόμα του πήγαινε ροδάνι. Πάντα στο πεζοδρόμιο στην έκθεση, δυο καρέκλες για να μην παρκάρουν όπως έλεγε τα τσογλάνια και για να μένει η είσοδος ανοιχτή και να μπαίνουν μέσα οι πελάτες.

-Εγώ χωριάτες θέλω, καμιά καφετέρια, καμιά ντίσκο, κάνα μπαρ, τσάκα τσάκα δουλειές, μου έλεγε.

Μια μέρα μπήκε ο κύριος Τάκης.

-Φτιάχνεις καρέκλες μάστορα, τον ρώτησε.

Ο Μπάμπης τον κόβει, δεν φαίνεται για χωριάτης.

-Όχι, μόνο λουκουμάδες, του απαντάει.

Ο κύριος Τάκης γέλασε.

-Έχεις και χιούμορ, παρεξηγήθηκες;

Ο Μπάμπης την έχει έτοιμη την απάντηση.

-Εγώ δεν παρεξηγούμαι με τίποτα αλλά δεν μπορώ ν’ ακούω αηδίες, καρέκλες φτιάχνουμε μάστορα, τυρόπιτες πουλάμε;

-Κοίτα, θέλω καμιά διακοσαριά καρέκλες για τον Δήμο τάδε.

Ο Δήμος νησί του Αργοσαρωνικού, να μην λέμε ονόματα τώρα.Τον Μπάμπη τον δάγκωσε κροκόδειλος.

-Δήμος; Μακριά. Δεν πληρώνετε σεις.

Ο κύριος Τάκης ξαναγέλασε.

-Σιγά ρε μεγάλε, ξέρεις κανέναν που να μη θέλει να τα έχει καλά με το δημόσιο, όλοι σαν τρελοί κάνετε για να πάρετε σίγουρα λεφτά, εσύ θα μου κάνεις τώρα τον δύσκολο;

Ο Μπάμπης τον αγριοκύτταξε, σκέφθηκε τα βερεσέδια που του έχουν βάλει κατά καιρούς διάφοροι περαστικοί που παράγγελναν κάτι, δίνανε και καμιά ψιλή προκαταβολή αλλά όλο το πακέτο που είχαν παραγγείλει δεν το έπαιρναν ποτέ. Εν τέλει την πήρε την παραγγελία γιατί είχε πια χωνέψει τόσα χρόνια στη βιοπάλη και στο ντοκτορά που είχε πάρει με θέμα άμα είσαι άφραγκος δεν φτουράς, πως αλλιώς περπατάς άμα τα’χεις κι αλλιώς άμα δεν τα’χεις.

-Μόνο που πρέπει να τις φέρεις εσύ, εμείς δεν έχομε μέσο, του είπε ευγενικά ο κύριος Τάκης.

Ο Μπάμπης ρούφηξε τον καπνό ως τις πατούσες του, ήταν και κοντός έφτασε ο άτιμος στο πι και φι.

-Καλά, θα τις βάλω σ’ έναν φάκελο και θα τις στείλω, του απάντησε.

-Δεν είναι μακριά, μία ώρα με το φέρι μποτ είναι.

-Καλά, ας τις φτιάξω πρώτα και βλέπουμε.

-Τις βιαζόμαστε, πρέπει να κάνουμε τα εγκαίνια στο πολιτιστικό κέντρο.

-Καμιά προκαταβολή θα πέσει;

-Αφού ξέρεις τώρα, αυτά τα πράγματα γίνονται με την παράδοση.

Ο κύριος Τάκης του φαίνεται σοβαρός, έπρεπε όμως και να δείξει ότι δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του.

-Κοίτα μην τυχόν τις φέρω και δεν πληρωθώ, θα τις πετάξω όλες στη θάλασσα, του λέει κλείνοντας την κουβέντα.

Τις πήγε με το φέρι μποτ, μετά πλήρωσε μηχανή για να τις πάει ως τον Δήμο, του είπανε να τις βάλει σε μια μεγάλη αίθουσα, εδώ θα γίνει το πολιτιστικό μας κέντρο, του είπαν, του έδωσαν κι ένα χαρτί. Παρελήφθησαν διακόσια μεταλλικά καθίσματα από κύριο τάδε. Και έφυγε. Και περίμενε. Σε δέκα, δέκα πέντε μέρες έλα να πληρωθείς, του είπε ο κύριος Τάκης που τις παρέλαβε. Όσο περίμενε όλο και ξαναυπολόγιζε τι έχει να πληρώσει με τα λεφτά που θα έπαιρνε από το δημόσιο, οι λογαριασμοί έκαναν βουνό πάνω στον πάγκο αυτόν που έλεγε γραφείο. Σε δέκα πέντε μέρες πήρε τηλέφωνο.

-Τι έγινε, βγήκαν τα λεφτά; ρωτάει μια γυναικεία φωνή που βγήκε στο τηλέφωνο.

-Όχι ακόμη, δεν συνεδρίασε το συμβούλιο κύριε.

-Και πότε θα γίνει το συμβούλιο, ξαναρωτάει ο Μπάμπης.

-Μάλλον στο τέλος του μήνα, του απαντάει η γυναικεία φωνή.

Του Μπάμπη κόπηκαν τα ήπατα, ο μήνας είχε 3.

-Δηλαδή, σ’ έναν μήνα θα ξέρω;

-Όχι, όταν γίνει το συμβούλιο κύριε.

Κερί και λιβάνι μανούλι είπε μέσα του, μικρούλα του φάνηκε.

Μέτραγε τις μέρες μία μία όπως ο φαντάρος που περιμένει ν’ απολυθεί. Στις 3 του άλλου μήνα τηλεφωνεί, τώρα βγαίνει μια αντρική φωνή βραχνιασμένη άρα απρόθυμη κατά τις μελέτες του Μπάμπη περί ψυχανάλυσης.

-Τι έγινε με το συμβούλιο, βγήκανε τα λεφτά;

Είναι σίγουρος ότι θα του πει όχι, δεν του άρεσε η φωνή.

-Όχι κύριε, δεν συζητήθηκε το θέμα.

Α, ρε, δεν κάνω λάθος εγώ, μουρμούριζε και συμφωνούσε με τον εαυτόν του ότι τα ξέρει όλα. Έφερνε βόλτες στο μαγαζί σαν μοτοσυκλέτα σε γύρο του θανάτου, δεν θα σε βρω ρε μάγκα, θα σε στείλω κατ’ ευθείαν στη μάνα σου να σε ντύσει λείψανο μονολογούσε συνέχεια. Αλλά με τους μονολογισμούς δεν γεμίζει το ταμείο. Πού να κοιμηθεί το βράδυ, δεν ήταν μόνο ότι πιάστηκε κορόιδιο, ήταν τα ρημάδια τα λεφτά αυτά καθαυτά, κάθε μισή ώρα σηκωνόταν από το κρεβάτι και κάπνιζε, έτσι και σου γυρίσει η φόδρα της τύχης άσ’τα να πάνε μουρμούραγε, άλλο ντοκτορά αυτό. Ο κύριος Τάκης του είχε γίνει βραχνάς, δεν το σήκωνε να πιαστεί κορόϊδο, τέτοια λαδιά στο σβέρκο του; Δεν θα σε βρω ρε κερατά, θα σε κάνω των σκυλιώνε. Κάτι τέτοια έλεγε και ικανοποιούσε το αντρικίλι του μεν, την τσέπη του όμως νόου που λένε και οι Αμερικάνοι, δε. Που σαν γένους θηλυκού κι αυτή όπως και η γυναίκα δεν ικανοποιείται με τίποτα άμα την αφήσεις ελεύθερη σε δρόμο που έχει γυναικεία ρούχα, εσώρουχα και παπούτσια, η τσέπη του όμως λόγω κυρίου Τάκη παρέμενε στεγνή και ανέγγιχτη μεν, οπότε ούτε ρούχα, ούτε εσώρουχα, ούτε παπούτσια, δε.

 

Νύχτα, όπως οι σταυροφόροι μετά το 1000 μετά Χριστό, ξεπρόβαλε καμπουριαστά καθ’ ότι μάγκας από το σπίτι του στην Κυψέλη με το ροχαλητό της γειτονιάς ν’ αναδύεται παντού σαν αχνιστό σπανακόρυζο και τσουπ στο καράβι. Νόμιζε πως τα μαλλιά του παρά την αρχομένη φαλάκρα μεγάλωσαν σαν του Αβεσαλώμ, η απελπισία ντύθηκε ρώμη, η αποφασιστικότητα πανοπλία, ο στόμας του αστροπολέκι, μόνο η τσέπη του ήταν όλες τις μέρες αγνή παρθένα ονειρευόμενη ρήξη του υμένα της από το έμβασμα του κυρίου Τάκη. Μια γαλήνη απέραντη για όλους εκτός από τον Μπάμπη που πέταγε και ξαναπέταγε τις γόπες στη θάλασσα από τα τσιγάρα που κάπνιζε και όλο και του ’φευγαν λέξεις ασυνάρτητες φυσώντας τον καπνό πάνω στα πετρωμένα σωσίβια και που ήταν ικανός να τα καταπιεί από τα νεύρα του. Τι ήθελα εγώ κι έμπλεξα με το πέλαγος και το δημόσιο, έλεγε και ξανάλεγε κι έριχνε κι ένα φτύμα στο ύδατα, σαν αυτό που ρίχνουν όσοι θέλουν να κολλήσουν το γραμματόσημο και δεν ακουμπάνε τη γλώσσα τους στο φάκελο μην τυχόν και κολλήσουνε τύφο. Το μόνο που κατά κάποιο τρόπο τον ηρεμούσε ήταν η ικανοποίηση ότι δικαιώθηκε ως προς τη διαίσθηση του, έτσι είναι όλοι αυτοί οι εγωιστές που δεν δέχονται ότι μπορεί να έκαναν λάθος ή να συμβαίνει κάτι που δεν περνάει απ’ το μυαλό τους. Ο καπνός από τα απανωτά τσιγάρα κατέβαινε στο στομάχι του σαν μπουνιά, όταν βγήκε από το καράβι του φάνηκε σαν να περπατούσε με την κοιλιά από τα νεύρα και το σφίξιμο που είχε. Μπαίνει φουριόζος στο δημαρχείο.

-Τον κύριο Τάκη, λέει χωρίς να πει καλημέρα.

-Δεν είναι εδώ σήμερα ο κύριος Τάκης, του απαντάει μία στο λογιστήριο.

Ο Μπάμπης έτοιμος να σκοτώσει άνθρωπο.

-Πού είναι γλυκειά μου, είμαι αυτός που έφερα τις καρέκλες και ήρθα να πληρωθώ, την ρωτάει και ο λαιμός του έχει γίνει φυσαρμόνικα από το στρίψιμο για να δείχνει μάγκας. Η μία κατάλαβε με ποιον έχει να κάνει.

-Έχει κατέβει στην Αθήνα για σας.

Ε, όχι ρε Ύψιστε! Ανάβει τσιγάρο και το καπνίζει σε χρόνο κάτω του μηδενός μπροστά στην κοπελίτσα που τον κοιτάζει έντρομη παρακαλώντας μέσα της να εμφανιστεί κανένας άντρας συνάδελφος μην τυχόν και τούτος εδώ ο άγριος στούμπος, τη δολοφονήσει. Βγαίνει στον Πειραιά και τραβάει ντουγρού βρίζοντας, στη Νομαρχία.

-Τον κύριο Νομάρχη, λέει στον αστυνομικό στην είσοδο.

-Ο κύριος;

Ο Μπάμπης κατέβηκε άλλους δέκα πόντους απ’ ό,τι είχε απομείνει απ’ το μηδέν μπόι του.

-Τι κύριος ρε παλικάρι, φουκαράς είμαι και θέλω να πληρωθώ.

Είπε στον αστυνομικό την ιστορία του, αυτός τον λυπήθηκε και τον ανεβάζει στον Νομάρχη. Του είπε τον καημό του και στο τέλος δεν άντεξε να μην του πει, είμαι και δικός σας, αυτό μην το ξεχάσεις κύριε Νομάρχα. Το δικός σας σήμαινε είμαι πασόκ. Ο Νομάρχης, πασόκ κι αυτός, του υποσχέθηκε να πάει την άλλη βδομάδα πρώτα απ’ αυτόν, να τηλεφωνήσει ο ίδιος στο Δήμο και μετά να πάει στο νησί να πάρει τα λεφτά. Την άλλη βδομάδα ντύνεται λίγο καλύτερα και πάει πρώτα στη Νομαρχία, η ιδιαιτέρα όμως του Νομάρχη   ήταν όλο ξυνό.

-Αποκλείεται να σας έδωσε ραντεβού γι αυτήν την εβδομάδα ο κύριος Νομάρχης, ήξερε ότι θα λείπει όλη την εβδομάδα στο εξωτερικό, έφυγε από την Κυριακή και θα γυρίσει την Κυριακή.

Άλλους δέκα πόντους πιο κάτω ο Μπάμπης. Πάλι στο καράβι. Μόλις αυτό ξεκίνησε και το αεράκι του ’δωσε δυο τρείς μπάτσους στο πρόσωπο, θέριεψε, σήμερα θα κλάψουνε μάνες. Βγήκε απ’ το καράβι περπατώντας σαν βαγονέτο πάνω σε ράγες, πάει στο δημαρχείο και μπαίνει φουριόζος στο λογιστήριο.

-Αν δε με πληρώσετε σήμερα θα τα κάνω όλα λαμπόγυαλα, λέει σε μια αδύνατη με γυαλιά, άλλη τώρα όχι αυτή που είχε δει την άλλη φορά.

Αυτή τον κοιτάζει παράξενα.

-Γιατί πράγμα να σας πληρώσουμε κύριε;

-Για τις καρέκλες που σας έφερα για το πολιτιστικό σας κέντρο, της απαντάει ο Μπάμπης έτοιμος να την καταπιεί.

-Εμείς κύριε δεν έχουμε πολιτιστικό κέντρο, δεν έγινε ακόμη.

Ο Μπάμπης ένωσε σαν να παθαίνει λουμπάγκο στο μυαλό.

-Τι λες γλυκειά μου, δεν ήρθα δω πρωί πρωί να τινάξω τα σεντόνια, να πληρωθώ θέλω, δουλειά κάναμε δεν κάναμε λειτουργία, εγώ ο ίδιος τις έβαλα μέσα σ’ αυτήν την αίθουσα, της λέει και της δείχνει την αίθουσα που ο ίδιος τις είχε κουβαλήσει με τα χέρια του.

Η αδύνατη ατάραχη, μπορεί να της λείπει λίπος αλλά δείχνει έμπειρη.

-Αυτή η αίθουσα κύριε είναι ωδείο, περάστε να δείτε και μόνος σας.

Κάνει έτσι ο Μπάμπης και μπαίνει στην αίθουσα, κάτι πιάνα, κάτι κιθάρες, κάτι αράχνες να έχουν βγει καλοκαιρινό περίπατο με την παρέα τους, τρεις τέσσερις καρέκλες παλιές και δύο σκαμπό. Πεθαμένος ο Μπάμπης.

-Ο κύριος Τάκης πού είναι;

-Ο κύριος Τάκης πήγε με απόσπαση στα Κύθηρα.

 

-Κόντευα να σκάσω, πώς την πάτησα εγώ έτσι σαν αγράμματος;

-Και τι έγινε τελικά ρε Μπάμπη, τον ρωτάω.

-Πέρασαν έξι μήνες, δεν μπορούσα να ησυχάσω, ένιωθα ξεφτίλας. Μια μέρα μου τη δίνει, παίρνω ένα τσεκούρι, το κρύβω σε μια σακούλα και πάω στη δημαρχία, μπαίνω μέσα και ποιον λες βλέπω μπροστά μου; Αυτόν τον γελοίο τον Τάκη. Του λέω ρε μάγκα κρατάω όπλο, αυτός τίποτα, τον τουρίστα, έλα άνθρωπε μου, πού είσαι τόσο καιρό, έλα να δεις πολιτιστικό κέντρο που μας έκανες. Και με παίρνει και με πάει στην αίθουσα που είχα δει τα πιάνα και τις αράχνες και βλέπω μάγκα μου μια αιθουσάρα με κουρτίνες, με χαλιά, τι να σου πω;

-Οι καρέκλες σου;

-Μέσα κι αυτές. Όταν είχα πάει και δεν είχα δει τίποτα, εκείνο το χάπατο ήτανε καινούργια στο Δήμο και δεν ήξερε τίποτα, τις καρέκλες τις είχανε πάει παραδίπλα σ’ ένα παλιό κτίριο, πρόχειρα.

-Τα λεφτά τα πήρες κείνη τη μέρα ή ξαναπήγες, τον ρώτησα.

-Ατάκα και επί τόπου! Δεν με ξέρεις εμένα, μου απαντάει ο Ράμπο ο εξολοθρευτής.

Δεν άντεξα.

-Τι να ξέρω μωρέ, έξι μήνες έκανες και λες ατάκα κι επί τόπου;

Ο Μπάμπης μαζεύτηκε αλλά με ύφος περιφρονητικό για μένα.

-Έλα τώρα, αφού ξέρεις πώς γίνονται αυτά τα πράγματα με το δημόσιο…

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 8: Νεγκρεπόντε!

Νεγκρεπόντε ήταν η ονομασία της Χαλκίδας την περίοδο της Φραγκοκρατίας και που όλοι την γλυκοκοίταζαν επειδή εκεί υπήρχαν χαλκουργεία και σιδηρουργεία, απαραίτητα για την κατασκευή ασπίδων, ξιφών και όλων των άλλων απαραίτητων για τις μάχες, όπλων. Η Χαλκίδα όμως δεν είναι μόνο αυτή καθαυτή η πόλη αλλά επειδή είναι η πρωτεύουσα και η πύλη της Εύβοιας, όταν λέμε Νεγκρεπόντε εννοούμε και τις πόλεις και τα χωριά αυτού του μεγάλου όγκου που άλλοι το λένε νησί κι άλλοι στεριά επειδή με τη γέφυρα που άμα δεν είναι χαλασμένη, ανοιγοκλείνει και μοιάζει και με στεριά. Η Πιπίτσα δεν το θεωρούσε ούτε νησί, ούτε στεριά, το θεωρούσε το κέντρο του κόσμου! Ήταν γι αυτήν το αστραφτερό μαργαριτάρι, τα αφάν γκατέ μαντολάτα και παστέλια της Σύρου, το ένα βαρέλι μαγιονέζα, το δεκαπεντάκιλο αρνί στο φούρνο με πατάτες, η απροσμέτρητη ευτυχία. Κι αυτό όχι μόνο γιατί στην Αιδηψό έκανε τις διακοπές της αλλά γιατί απ’ το Αλιβέρι ερχόταν συχνά πυκνά ο Νεγκρεπόντε! Όταν μιλούσε γι αυτόν έπαιρνε ύφος δημοδιδασκάλου εκφωνούντα επετειακό λόγο σε εθνική εορτή και επειδή τόνιζε το “ο”, ήταν σαν να υποδυόταν την Ιουλιέτα που κατά την Πιπίτσα όπως και κατά τον Σαίξπηρ, σπάραζε από έρωτα για τον Ρωμαίο, όταν ο Ρωμαίος έστηνε τη σκαλωσιά ενός ξάδερφου του γυψαδόρου κάτω από το παράθυρο της και της τραγούδαγε Τώνη Μαρούδα και Τόλη Βοσκόπουλο. Ρούφαγε τον χοντρό σαν κάβο λαιμό της, σήκωνε τους ώμους της που έφερναν προς Όλυμπο και Κίσσαβο όταν μάλλωναν όπως λέει και το δημώδες κι έλεγε με πάθος αμέτρητο ως σύμπαν, αβυσσαλέο ως στοά ανθρακωρυχείου, ζουμερό ως στιφάδο.

-Νεγκρεπόόόντε!

Και ποιος άραγε ήταν αυτός που ερχόταν συχνά πυκνά στο σπίτι της Πιπίτσας; Ήταν κανένας ιππότης ή μήπως ένας απλός πότης; Ήταν κάποιος σύγχρονος σταυροφόρος ή ένας απλός επαρχιώτης αχθοφόρος; Όλα ήταν! Πάνω απ’ όλα ήταν κάποιος που είχε το Αξάν! Σύμφωνα με το πλήρες εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Πάπυρου Λαρούς λέξη ελληνική που να ακούει στο όνομα Αξάν, δεν υπάρχει, η μόνη λέξη που μπορούμε να πούμε πως μπορεί να έχει κάποια σχέση με το Αξάν, είναι η λέξη αξάνιστος που σημαίνει αυτός που ζει περιορισμένα, ο ντροπαλός, ο επιφυλακτικός, αυτός που δεν μπορεί να επεκταθεί σε κάτι περισσότερο. Τι είναι λοιπόν το Αξάν; Το Αξάν είναι αυτό που δεν έχει ο αξάνιστος που όμως εμπεριέχει μέσα του το Αξάν! Μεγαλωμένη σε μεγάλο σπίτι με τα γαλλικά της, τα πιάνα της, τα ορεβουάρ και τα μιζαμπλί, έλεγε ότι ήξερε γαλλικά αλλά τη μόνη λέξη που ήξερε από γαλλικά ήταν το αγγλικό ορεβουάρ, καμωνόταν ότι ήξερε και αγγλικά αλλά κι εδώ πάλι τη μόνη λέξη που ήξερε από αγγλικά, ήταν το γαλλικό μιζαμπλί. Γενικά κατά την Πιπίτσα κανείς δεν είχε το Αξάν εκτός από τρεις. Από μια μελαχρινή κούκλα μοναχοκόρη μιας γειτόνισας της που έγινε ηθοποιός πολύ γνωστή από τις καλύτερες που έχουμε, από έναν δήθεν συγγενή της από το Αλιβέρι που από στιγμή σε στιγμή θα της έκανε, έτσι πίστευε και ήλπιζε η δύστυχη, πρόταση γάμου και από τον Καραμανλή. Τον παλιό Καραμανλή βέβαια, όχι τον Κωστάκη. -Σου αρέσει πολύ ο Καραμανλής Πιπίτσα, ε; ρωτούσαμε εμείς επίτηδες για να ακούσουμε την απάντηση της. Όταν άκουγε αυτή την ερώτηση, το πρόσωπο της που ήταν τεράστιο ως μπροστινή όψη χωριάτικου φούρνου, όχι μόνο φωτιζόταν αλλά και μεγάλωνε λες και ήταν σαμπρέλα προπολεμικής μπάλας ποδοσφαίρου όταν της βάζανε αέρα, η μύτη της που έφερνε σε μεγάλο βαθμό προς του Γέρου του Μωριά ξεφυσούσε και έλεγε με πάταγο. -Έχει το Αξάν!

Η Πιπίτσα! Η αιτία και η αφορμή να γράψω αυτό το βιβλίο.

Ανύπαντρη πριν τη γνωρίσω, ανύπαντρη όσα χρόνια την ήξερα, ανύπαντρη πέθανε. Ειλικρινά όταν τη θυμάμαι συγκινούμαι γιατί πάνω απ’ όλα ήταν καλός άνθρωπος. Εμείς οι τέσσερις φοιτητές τότε που τη ζούσαμε καθημερινά, τη θεωρούσαμε γυναίκα – θαύμα. Μάλιστα λέγαμε πως θα μπορούσε να θεωρηθεί το Όγδοο Θαύμα της ανθρωπότητας αν τα προηγούμετα Επτά δεν αναφέρονταν κυρίως σε βαριά κτίσματα, πυραμίδα του Χέοπος, κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, Κολοσσός της Ρόδου, κλπ, αν και εδώ που τα λέμε σαν όγκος, βάρος και διαστάσεις η Πιπίτσα που θα’πρεπε να ήταν πάνω από εκατό είκοσι, εκατόν τριάντα κιλά, θα μπορούσε άνετα να καταταγεί και σ’ αυτές τις κατηγορίες που ήταν τα Επτά Θαύματα. Είπα πως είχε βάρος, θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να την πει χοντρή; Δεν ήταν ακριβώς έτσι γιατί ήταν ψηλή γυναίκα και δεν ταίριαζε η λέξη χοντρή, καλύτερα θα ταίριαζε αν την παρομοίαζε με κάτι που θα το είχε δει σε κάποια εικόνα, σε κάποια ταινία ή σε κάποιον πίνακα.

Για μένα η Πιπίτσα σαν εμφάνιση περισσότερο έμοιαζε μ’ εκείνες τις εμφανίσεις των ιπποτών, ειδικά εκείνων που είχαν λάβει μέρος στις Σταυροφορίες όπως τουλάχιστον εγώ τις έχω δει σε πίνακες ή ταινίες. Λόγω του ύψους που είχε έμοιαζε με κάποιον ψηλό ιππότη που μπροστά στο στήθος φορούσε τη σιδερένια ή μπρούτζινη πανοπλία. Στην προκειμένη περίπτωση της Πιπίτσας χειμώνα καλοκαίρι πανοπλία ήταν η ίδια ποδιά χρώματος τσιρλί προς κουραδί και από μέσα ο μακρύς χιτώνας, κάτι σαν μάξι βαριά φούστα, εδώ για την περίπτωση της ένα ολόσωμο απροσδιορίστου υφάσματος, χρονολογίας, χρώματος, καθαριότητας, χοντρό ρούχο μεγέθους αγρού που δεν θυμάμαι ποτέ να το άλλαζε. Όλο αυτό το παράστημα λοιπόν του ιππότη με τα πάνβαρα ρούχα και φυσικά την περικεφαλαία, ήταν αυτό που εμένα τουλάχιστον με κάνει να περιγράφω την Πιπίτσα έτσι για να καταλάβετε πως ήταν η εμφάνιση της. Κάτι δηλαδή σαν τον Ιβανόη ή τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο ή για να το πάω πιο κοντά στην ελληνική πραγματικότητα, κάτι σαν τον Κωνσταντίνο τον Παλαιολόγο. Θα’λεγα μάλιστα πως με τον τελευταίο, τον Παλαιολόγο δηλαδή, έμοιαζε και για τις μοιραίες συμπτώσεις που είχαν και οι δυο τους αφού ο Παλαιολόγος όπως όλοι ξέρουμε πέθανε από μια Κερκόπορτα και η Πιπίτσα πήγε από κάτι ανάλογο, το ζάχαρο.

 

Το θέμα μας όμως είναι το Αξάν. Όπως έχω ήδη αναφέρει, μόνο τρεις είχαν κατά την Πιπίτσα το Αξάν, η όμορφη κόρη της γειτόνισας της που έγινε ηθοποιός, ο συγγενής από το Αλιβέρι και ο Καραμανλής. Με τον Καραμανλή δεν το συζητάω, δεν είχαν σχέσεις, με τον κορίτσαρο δίπλα στο σπίτι της τα τυπικά, καλημέρα, καλησπέρα, τι κάνει η μαμά, τι μένει λοιπόν; Ο συγγενής από το Αλιβέρι. Τι ήταν αυτός; Ποιος ήταν αυτός; Τι καπνό φουμάριζε αυτός; Τι είχε τέλος πάντων αυτός και είχε το Αξάν ενώ όλοι οι άλλοι άντρες της υφηλίου κι εμείς βέβαια που την γυροφέρναμε κάθε μέρα δεν το είχαμε;

-Είναι ένας Νεγκρεπόντε! Έχει το Αξάν! ούρλιαζε η Πιπίτσα όταν μίλαγε γι αυτόν ή ήθελε να μας τον περιγράψει.

Τον είχαμε γνωρίσει, ένας τύπος ίδια περίπου ηλικία με την Πιπίτσα, όχι ψηλός, χοντρός, αυτόν θα μπορούσες να τον πεις χοντρό αφού ήταν κοντός, δεν ήταν ιππότης δηλαδή. Ερχόταν συχνά στο σπίτι, έλεγε πως ερχόταν από το Αλιβέρι για δουλειές στην Αθήνα, με χοντρά χέρια και κάτι δάχτυλα σαν χάντρες κομπολογιού χοντρές σαν βύσαλα. Να φανταστείτε τα δάχτυλα του σαν τον κοματιαστό χοντρό ανθρωπάκο που έχουν σαν σήμα τα καταστήματα που πουλάνε λάστιχα αυτοκινήτων. Και το όνομα αυτού Λέανδρος. Λέανδρος ήταν το όνομα του για τον ίδιο, κύριος Λέανδρος για μας, Λεάντρο για την Κατίνα και Νεγκρεπόντε ή Λαντρέ για την Πιπίτσα. Μας είχε κάποτε εξηγήσει πως το αρχικό Λάμδα ήταν για το Λέανδρος και το αντρέ από το άντρας που εκείνη το πρόφερε γαλλικά, έπρεπε να το προφέρει γαλλικά, όχι γιατί προσφερόταν σαν όνομα, Λέανδρος, Λέαντρος, Λεαντρέ, Λαντρέ αλλά γιατί σαν Νεγκρεπόντε που ήταν, είχε το Αξάν.

Κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι πρώτα της έκανε μια βαθειά υπόκλιση, όσο το επέτρεπε βέβαια η σαπιοκοιλιά του και μετά φιλούσε το όχι και πάντα πλυμένο και καθαρό χέρι της Πιπίτσας αφού η καημένη όλη μέρα ήταν στην κουζίνα κι όλο και κάτι θα έκανε ή χόρτα θα καθάριζε ή κιμά θα έπλαθε ή βραστά κάστανα με τις κατσαρόλες θα έτρωγε. Πολλές φορές και με τα φλούδια. Απαραίτητη σημείωση: Το άπλυτο χέρι ήταν όταν ο Λαντρέ ερχόταν απροειδοποίητα γιατί όταν ήξερε ότι θα ’ρθει, ε, τότε γινόταν κάτι σαν την επιθεώρηση του σαββάτου που μας έκαναν στο στρατό. Φασίνα του κερατά η Κατίνα τις σκάλες της πολυκατοικίας από το ισόγειο ως τον δεύτερο όροφο λες και θα μπορούσε να ανέβει ή να κατέβει ποτέ από τις σκάλες αυτό το ακατέργαστο κρέας. Αστραπιαία εξαφάνιση από την κουζίνα όλων των κατσαρολικών που ήταν πάντα εκτειθειμένα εκεί, για την Πιπίτσα η κατοικία της ήταν η κουζίνα, στο σαλόνι αλλά και στο χολ ακόμη σπάνια δεχόταν κανέναν. Πρωί πρωί λούσιμο από την Κατίνα, πλύσιμο χεριών ως τους αγκώνες με πράσινο σαπούνι μάρκας Αλεπουδέλη, πασπάλισμα και ράντισμα όλων των προσόψεων και των ημιυπαίθριων της θεόρατης Πιπίτσας με κολόνια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και αναμονή με τις ώρες στην κουζίνα με ύφος “κρεμασινί”, από το κρεμασμένος κρεμασμένη κρεμασμένο βγαίνει αυτό, του στιλ παρακολουθούμε την παρέλαση περιμένοντας να περάσουν τα βαρέα άρματα. Και σπαστό χαμόγελο παρμένο από το λαϊκό άσμα “μ’ αγωνία και λαχτάρα να σε νοιάζομαι, μ’ αγωνία και λαχτάρα να σε μοιράζομαι”!

Υπόκλιση και χειροφίλημα λοιπόν ήταν το Αξάν. Αμ δεν ήταν μόνο αυτό όπως πολύ γρήγορα καταλάβαμε. Ήταν το τσουβάλι τα κάστανα που της έφερνε κάθε φορά, τα τρία, πάντα τρία, βάζα μέλι, τις τρεις μπορεί δύο καμιά φορά καρτέλες αυγά και φυσικά πάντα κι ένα μπουκάλι ουίσκι. Μια φορά ο Νεγκρεπόντε της είχε φέρει και δυο ζωντανές κότες. Και έγινε η σφαγή του Δράμαλη! Γιατί κάποιος έπρεπε να τις σφάξει, εμείς δεν σφάζαμε, η Κατίνα ούτε που το συζήταγε, να τις φάω ναι έλεγε αλλά όχι και να τις σφάξω τις δύστυχες, η Πιπίτσα ούτε κατά διάνοια. Η συνέχεια ήταν συναρπαστική, η απόφαση και η διαταγή της Πιπίτσας ήταν να τις πάει η Κατίνα απέναντι στον χασάπη που θα τις έσφαζε, θα τις καθάριζε, θα τις κομάτιαζε και θα τις έφερνε έτοιμες για την κατσαρόλα. Αλλά η Κατίνα μπορεί να ήταν γεροδεμένη και χειροδύναμη, μπορεί να έκανε χίλιες δουλειές και να μπορούσε να πλύνει, να στύψει, να απλώσει και να σιδερώσει ρούχα για έναν λόχο αλλά κότες να τις πιάσει από τα πόδια και να τις πάει απέναντι στον χασάπη δεν το είχε ξανακάνει, δεν το ήξερε και δεν το μπορούσε.

Έτσι, αναγκαστικά έγινε κάτι ανάλογο με την καταστροφή της Σμύρνης, έτσι όπως ανάγλυφα το έγραψε ο Καλδάρας και το έψαλε ο Νταλάρας. Με το που μπήκε στο ασανσέρ στο δεύτερο, κάτι να απελευθερώσει το χέρι της για να πατήσει το μπουτόν για το ισόγειο, κάτι κουνήματα της μιας κότας, της φεύγει από το χέρι. Φτάνει το ασανσέρ στο ισόγειο, σπρώχνει με τον ώμο της την πόρτα, ανοίγει αυτή με φόρα και η μία κότα η ελεύθερη από το χέρι της Κατίνας φεύγει και πέφτει πάνω στον κυρ Βασίλη το θυρωρό που καθόταν στο γραφειάκι του θυρωρείου και διάβαζε αμέριμνος την εφημερίδα του. Ο κυρ Βασίλης ήρεμος άνθρωπος γενικά, ήρεμος μ’ όλο τον κόσμο αλλά αν του πάταγες τον κάλο γινόταν ουρακοτάγκος. Φώναζε, έβριζε και καμιά φορά βλαστήμαγε ως γνήσιος εκπρόσωπος όλων των επαρχιωτών που τη βλαστήμια την έχουν για να δείξουν τον αντρισμό τους. Του ’ρχεται η κότα πάνω του, βλέπει την Κατίνα με την άλλη κότα στο χέρι.

-Πού πας μωρή τις κότες;

-Κυρ Βασίλη, βοήθα!

Ο κυρ Βασίλης τινάζει το σακάκι του, του φεύγουν τα γυαλιά.

-Τι να βοηθήσω μωρή τρελάρα;

Κείνη τη στιγμή, τι σου είναι ο διάολος καμιά φορά, ανοίγει η πόρτα της εισόδου που ήταν ακριβώς δίπλα στο θυρωρείο και μπαίνει, βρήκαν τη μέρα και την ώρα κι αυτοί, κλιμάκιο του Ερυθρού Σταυρού για τον Έρανο. Τους βλέπει ο κυρ Βασίλης και παθαίνει εγκεφαλικό.

-Καλημέρα σας, λέει η επικεφαλής ερυθροσταυρίτισα, μια ηλικιωμένη.

-Ρε, άντε στο διάλο και συ και η καλημέρα σου.

Ένας κυρ Βασίλης σε έξαλλη κατάσταση κλειδώνει την πόρτα της εισόδου μην τυχόν μπει κανείς και φύγει η κότα, το κλιμάκιο, η ηλικιωμένη, μια κοπελίτσα προφανώς μαθήτρια κι ένα προσκοπάκι, στριγμώνονται στη γωνία. Μέσα σε ακατονόμαστες βλαστήμιες που τις έλεγε μέσα από τα δόντια του, ο κυρ Βασίλης στρώνεται στο κυνήγι να πιάσει την κότα αλλά αν δεν ξέρεις να πιάσεις κότα δεν μπορείς να την πιάσεις με τίποτα, από δω την έχει από κεί την έχει, τίποτα, η Κατίνα όμως με την άλλη κότα στο χέρι τον επιβράβευε για τις προσπάθειες του.

-Μπράβο κυρ Βασίλη, εγώ το είπα ότι μόνο εσύ μπορείς να την πιάσεις.

-Σκάσε μωρή με την κωλόκοτα σου.

Ένας κυρ Βασίλης αξιοθρήνητος να φέρνει γύρω την κότα αλλά να μην μπορεί με τίποτα να την πιάσει. Και τότε επεμβαίνει η ηλικιωμένη του εράνου και λέει.

-Κύριε δεν πιάνονται με τα χέρια οι κότες, χρειάζεται ένα σύρμα.

Ο κυρ Βασίλης κόντεψε να την πνίξει, αρπάζει την εφημερίδα και της επιτίθεται.

-Να σου δώσω μία να σε αφαλοκόψω.

Με την εφημερίδα θα την αφαλόκοβε, η Κατίνα όμως έπιασε την επισήμανση του Ερυθρού Σταυρού.

-Τι σύρμα θέλετε μαντάμ;

-Ένα κάπως χοντρό, λέει η γυναίκα.

-Πάω να σας φέρω, λέει και αφήνει και την άλλη κότα και μπαίνει στο ασανσέρ.

-Έλα δω μωρή, που πας;

Του κυρ Βασίλη του είχαν φύγει οι αρτηρίες από μέσα του και είχαν κατασκηνώσει στο πρόσωπο, τα χέρια του έτρεμαν, κάνει ένα μικρό σάλτο να πιάσει τη μία κότα, πάει και το προσκοπάκι δίπλα του να βοηθήσει, η μαθήτρια φοβισμένη κάθεται στη γωνία ισογείου και εξωτερικής πόρτας της πολυκατοικίας, η ηλικιωμένη όμως ατάραχη.

-Και πού ξέρεις εσύ μωρή πώς πιάνονται οι κότες;

Δεν ήξερε τι έλεγε, ήταν ώρα τώρα για τέτοιες ερωτήσεις;

-Είμαι από χωριό και ξέρω, του απαντάει η ερυθροσταυρίτισα σοβαρή ως Τζοκόντα, όχι αυτή που έχουν πάνω τα κουτιά με τα σοκολατάκια αλλά την πραγματική, αυτή που έχουνε στο Λούβρο που απ’ όπου κι αν την κυττάξεις σε βλέπει η ρουφιάνα.

Ο κυρ Βασίλης θίχτηκε και νευρίασε όχι μόνο γιατί και κείνος ήταν από χωριό αλλά γιατί το βλέμμα της ερυθροσταυρίτισσας δεν έβγαινε όπως και της Τζοκόντας από πάνω του.

-Κι εγώ από χωριό είμαι.

Πάνω κεί στην τρέλα ολωνών, καταφθάνει το ασανσέρ και βγαίνει θριαμβευτικά η Κατίνα κρατώντας στα χέρια μια σακούλα βγάζοντας απ’ αυτή ένα χοντρό σύρμα κατσαρόλας!

-Όχι αυτό, δεν κάνει, λέει αμέσως η ερυθροσταυρίτισσα.

Τζίφος. Σε μηδέν χρόνο ακούγονται χτυπήματα στο τζάμι της εισόδου της πολυκατοικίας. Ο χασάπης. Που είχε ειδοποιηθεί τηλεφωνικά από την Πιπίτσα γιατί η Κατίνα όταν ανέβηκε να πάρει το σύρμα, της είπε εν τάχει τα καθέκαστα. Ο κυρ Βασίλης κάθεται σ’ ένα από τα δύο σκαλάκια της εισόδου. Βλέπει τον χασάπη, δίνει τα κλειδιά στο προσκοπάκι και του λέει.

-Άνοιξε του.

Μπαίνει ο χασάπης κρατώντας στο χέρι μια σιδερένια βέργα με γύρισμα στην άκρη, κάνει δυο κινήσεις και πιάνει στο άψε σβήσε και τις δυο κότες από τα πόδια τους. Η του εράνου ρίχνει ένα ξυνό βλέμμα στον κυρ Βασίλη, η μαθητριούλα ανέπνευσε, το προσκοπάκι γέλασε, η Κατίνα ενθουσιάστηκε. Και ο κυρ Βασίλης είπε το αμίμητο.

-Όλο στην κατσαρόλα έχετε το μυαλό σας, πανάθεμα σας.

 

Η Πιπίτσα λοιπόν βλέποντας όλα αυτά τα καλούδια που της έφερνε ο Λαντρέ είχε πάει προ πολλού το μυαλό της στο αυτονόητο, γιατί να μην πάει; Ότι δηλαδή ο συγγενής τάχα μου, έτσι έλεγε σε μας ότι ήταν συγγενής της από το Αλιβέρι, κάποια στιγμή θα της κάνει την πρόταση γάμου, ίδια ηλικία, περιουσία αυτός, περιουσία εκείνη, ίδιο χόντρος κυρίως στο σβέρκο, πού θα πάει, θα της την κάνει την πρόταση. Αλλά αυτός τίποτα, ερχόταν, έφερνε ό,τι έφερνε, έτρωγε, κοιμόταν στο σαλόνι ένα δυο βράδυα, κατέβαινε στην Αθήνα για δουλειές κι έφευγε. Κάπου κάπου ακούγαμε κάτι υποννοούμενα από την Κατίνα.

-Από χοντρό τι περιμένεις, οι χοντροί είναι ντροπαλοί.

Η Πιπίτσα όμως τον υπερασπιζόταν αλλά με μελαγχολία.

-Έχει το αξάν Καίτη μου, ο άνθρωπος σέβεται.

Καίτη τη έλεγε όταν ήταν στα κάτω της. Δεν καταλαβαίναμε αλλά το μυαλό μας είχε πάει και σ’ αυτό, ότι δηλαδή τον καλόβλεπε. Αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι δεν ήταν συγγενής της αλλά το έλεγε για να μην την παρεξηγήσουμε επειδή όσο να’ναι ήταν μεγαλοκοπέλα ελεύθερη και τον δεχόταν στο σπίτι της. Της κάναμε λοιπόν με δήθεν χαζό ύφος απ’ έξω απ’ έξω πονηρούτσικες ερωτήσεις.

-Κυρία Πηνελόπη, ο κύριος Λέανδρος είναι ευκατάστατος;

Κυρία Πηνελόπη την προσφωνούσαμε όταν ήταν να ρωτήσουμε κάτι σοβαρό.

-Πολύ, απαντούσε κοφτά.

-Τυχερή αυτή που θα τον πάρει, λέγαμε δήθεν αδιάφορα.

Όταν κάναμε αυτή τη διαπίστωση, η Πιπίτσα κατέβαζε το πάνω της χείλος που ήταν σαν φιλέτο στήθος από κοτόπουλο μπορεί και χοιρινού και το δάγκωνε με τα δόντα της.

-Από την Χαλκίδα βλέπετε, Νεγκρεπόντε!

Έλεγε το “Νεγκρεπόντε” και φούσκωνε από ευτυχία. Η Κατίνα όμως τον χαβά της.

-Εγώ δεν τους μπορώ τους επιφυλακτικούς.

-Γιατί το λες αυτό Κατίνα, της λέγαμε εμείς.

-Τίποτα,τίποτα!

-Γιατί το λες, κάτι θα ξέρεις, επιμέναμε εμείς.

-Προχώρα αδερφέ μου, ποιος σ’ εμποδίζει, επέμενε η Κατίνα.

Τα λέγαμε εμείς αυτά στην Πιπίτσα.

-Ε, δεν ξέρετε τώρα η Κατίνα, βλέπει έναν άντρα ωραίο, κύριο, πλούσιο και αναρωτιέται γιατί δεν παντρεύεται, μας απαντούσε μισολυπημένα.

-Εντάξει, όχι και ωραίος ο κύριος Λέναδρος, έχει τα κιλά του όσο να’ναι.

Συμφωνούσε αλλά δεν παρέλειπε να επαναλαμβάνει.

-Όλοι έχουμε τα κιλά μας αλλά αυτός έχει το αξάν.

Εμείς το είχαμε πλέον αναγάγει το θέμα σε μέγα, ο ένας έκοβε και ο άλλος έραβε. Όλα αυτά βέβαια μπροστά στην Πιπίτσα που άλλοτε μ’ αυτά που άκουγε από μας βυθιζόταν ακόμη και πιο βαθειά από κει που ταξίδεψε πριν από έναν αιώνα ο Ιούλιος Βερν με τη φαντασία του κι άλλοτε ενθουσιαζόταν κι ανέβαινε εκεί που ανέβηκε και ο Χίλλαρυ καλοκαιριάτικο αλλά ανεβαίνοντας του βγήκε χειμωνιάτικο.

-Να δεις που ο Νεγκρεπόντε έρχεται στην Αθήνα για το Χρηματιστήριο, έλεγε ο ένας.

Αλοιφή από ευτυχία η Πιπίτσα.

-Σιγά μωρέ, τίποτα κρέατα θα παραγγέλνει ο χοντρός για τον χειμώνα, συμπλήρωνε ο άλλος.

Αρχαία τραγωδία η Πιπίτσα. Μια μέρα ο Σταμάτης που απ’ αυτόν ο Κώστας κι εγώ είχαμε γνωρίσει Πιπίτσα και Κατίνα και που λόγω παλαιότητας γνωριμίας με την Πιπίτσα είχε πιο πολύ θάρρος, της λέει παρουσία και της Κατίνας.

-Δεν μου λες Πιπίτσα αν αυτός ο χοντρός σου έκανε πρόταση γάμου, θα δεχόσουνα;

-Ου,ου,ου,ου! πετάγεται η Κατίνα.

-Μα, αυτός είναι συγγενής της Πιπίτσας, λέω εγώ ο ξερόλας.

-Τέτοιοι συγγενείς παντρεύονται αλλά πού, πετάγεται πάλι η Κατίνα.

Η Πιπίτσα σιγή, δεν απαντάει σε κανέναν, μόνο ακούει και συνεχίζει να πλάθει τον κιμά, ήταν το μόνο φαγητό της που δεν τρώγαμε εγώ και ο Κώστας όταν πρότεινε και σε μας που δεν είμαστε του σπιτιού να φάμε μαζί τους γιατί είμαστε βλέπεις αυτόπτες μάρτυρες της παρασκευής του. Πιπίτσα δεν απαντάς, ύποπτο αυτό, επιμένει ο Σταμάτης.

-Τί να τον κάνει τον χοντρό ρε Σταμάτη η Πιπίτσα, αυτός είναι χωριάτης, η Πιπίτσα είναι αριστοκράτισα, επεμβαίνει ο Κώστας.

Αυτό ήταν κουμπί για την Πιπίτσα, κοιτάζει πλαγίως τον Κώστα έτσι όπως κοιτάζουν κάτι πονηροί ηλικιωμένοι συνταξιούχοι όταν πάει κάποιος να τους πάρει τη σειρά στην τράπεζα ή την εφορία.

-Μην το λες Κωστάκη, αυτός είναι ένας Νεγκρεπόντε, έχει το αξάν.

-Τον αξάνιστο έχει, αξάνιστος είναι, λέει η Κατίνα με θυμό.

Καταλάβαμε ότι μεταξύ Κατίνας και Πιπίτσας υπήρχε κόντρα για τον Λαντρέ. Δεν ήταν αυτό αλλά πριν μερικές μέρες είχαν γίνει πράματα και θάματα στο Αλιβέρι, εμείς όμως δεν τα ξέραμε αυτά αλλά ήταν ευκαιρία να προχωρήσουμε για να βρούμε τη λύση του μυστηρίου.

-Αυτά δεν μας τα’πατε, λέει ο Σταμάτης που όπως προείπα είχε και περισσότερο από μας θάρρος.

Η Κατίνα περνάει σε πιο μεγάλη επίθεση.

-Πόσο καιρό έχει να φέρει κάστανα; ε, πόσο; Πόσο καιρό έχει να φέρει μέλι, ε; πόσο; Δυο κότες έφερε και μας βγήκε το λάδι να τις πιάσουμε. Ο αξάνιστος!

Μετά απ’ αυτή την ομοβροντία αποκαλύψεων της Κατίνας, η Πιπίτσα λύγισε. Φόρεσε η δύστυχη το πρόσωπο της Μάρθας Βούρτση αλλά τα δυο της χείλη δεν ήταν σαν αυτηνής, της Βούρτση εννοώ, αλλά όπως ήταν και τεράστια έμοιαζαν σαν προπέλα επιβατηγού εκτελούντος το δρομολόγιο Πέραμα-Παλούκια ή σαν του Νίκου Τζόγια όταν απάγγελνε με στόμφο στην Επίδαυρο, σούρωσαν, όσο κι αν προσπάθησε να τα ανοίξει για να πει κάτι, αυτά τα άτιμα δεν άνοιγαν. Εμείς σοβαροί απ’ έξω αλλά μέσα μας ήδη αρχίσαμε να απολαμβάνουμε ταινία του Σαρλώ στα μεγαλεία του, περιμέναμε με αγωνία να ανοίξει επιτέλους η πύλη των λεόντων στις Μυκήνες. Κάποια στιγμή ο πανάγαθος Θεός πρόσεξε φαίνεται πως ήθελε να μιλήσει και πατώντας το τηλεκοντρόλ άνοιξε το στόμα της βαρυπενθούσας Πιπίτσας.

-Εγώ δεν φταίω. Εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι κυρία. Αν αυτός θέλει να πάρει το φρόκαλο από το χωριό του, ας το πάρει.

Ώπα! Εδώ έχουν γίνει γεγονότα, σκεφθήκαμε, η Κατίνα απελευθερωμένη από την όχι σθεναρή αντίσταση της Πιπίτσας, μας τα αποκάλυψε όλα, πράγματι το κακό είχε συντελεστεί πριν από δυο βδομάδες, ο Λαντρέ είχε δώσει υπόσχεση γάμου σε μια από το χωριό του.

-Εγώ θα τα πω, τα παιδιά είναι δικά μας. Καμία συγγένεια δεν υπάρχει, η Πιπίτσα είναι κυρία, αυτός ερχόταν εδώ, έτρωγε κακό χρόνο να’χει, σκουλήκιαζε και έφευγε. Σιγά τα βρωμοκάστανα που έφερνε και σιγά το μέλι που δεν ήταν και από θυμάρι, άμα ήθελε γάμο ας το έλεγε αλλά πού να το πει, όλη τη νύχτα ροχάλιζε, ένας που ροχαλίζει δεν μπορεί να γίνει γαμπρός, άσε που τα παπούτσια του βρωμάγανε…

Η Πιπίτσα όση ώρα έλεγε αυτά η Κατίνα την κοίταζε, μισοχαμογελούσε αλλά κι αυτό το μισό χαμόγελο δεν ήταν για τραγούδι αλλά για μοιρολόι σε νεκρό αδερφό. Όταν είπε την τελευταία φράση για τα παπούτσια, άναψε το πράσινο φως για να μπορέσει η παγκόσμια λογοτεχνία να ολοκληρώσει έναν ακόμη τόμο του Πάπυρος Λαρούς.

-Τι περίμενες Καίτη μου από έναν αξάνιστο;

-Γιατί Πιπίτσα το λες, είναι ένας Νεγκρεπόντε, μην το ξεχνάς, της είπε ο Σταμάτης.

Η Πιπίτσα έκανε το λαιμό της σαλίγγαρο για την εκμάθηση νέων οδηγών, όσο την έπαιρνε βέβαια και βγάζει την ιστορική κραυγή.

-Καλά τους κάνανε! (εννοούσε τους Φράγκους που κατέλαβαν την Χαλκίδα). Θέλανε να είναι και Νεγκρεπόντε. Δεν κοιτάζουνε τα χάλια τους που μόνο κουτσομούρα έχουνε για ψάρι!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 9: Για διάβασε Λέων, για διάβασε Σκορπιός

 

Καφεζαχαροπλαστείο γωνία “Η Ωραία Ρούμελη”. Δικό του μαγαζί, ιδιόκτητο, χωρίς υπαλλήλους και χωρίς κουρτίνες. Ο Αντρέας! Φάτσα πονηρή επαρχιώτικη με μουστακάκι εποχής ποτοαπαγόρευσης, ύψος όσο του κληρονόμησε το γενεαλογικό του δέντρο, σκαρπίνι ξεπλυμένο μαύρο με την αριστερή σόλα πάντα ξεκολλημένη λειτουργούσα ως παρμπρίζ όταν έπεφτε πάνω του βροχή, παντελόνι που λόγω πολυκαιρίας έφερνε προς βρακοζώνα και μια μπλούζα που κάποτε πρέπει να ήταν άσπρη αλλά από ένα σημείο και μετά ήταν πιο βρόμικη κι απ’ το κατακάθι του μούστου, μ’ αυτήν ερχόταν απ’ το σπίτι του, μ’ αυτήν έφευγε. Ήταν κάποτε παντρεμένος, έλεγε ότι στην αρχή την αγάπαγε την Αντρέαινα, τώρα έχει μείνει μόνος με τον κακό του τον καιρό, η γυναίκα του είδε και απόειδε από την απλυσιά του και κόλλησε από κοντά σ’ ένα ανθρωπάκι που είχε ένα μαγαζί με είδη υγιεινής κάπου στο Ρουφ που τη σπίτωσε και της τα ’δινε. Φταίει όμως κι εκείνη αλλά για να το πω ιστορικότερα και αυθεντικότερα, το σόι της. Το χωριό της ήταν κοντά στο χωριό του Αντρέα κατά Φθιώτιδα μεριά, όπως η ίδια μας το είχε εξομολογηθεί για να μας εξηγήσει μια μέρα γιατί αποφάσισε να φύγει από τον νυν και να γίνει πρώην, κάτι θείοι της, της είχανε πιπιλίσει το μυαλό για τον Αντρέα, το καλό παιδί, το εργατικό, που έκανε προκοπή στην Αθήνα, παντρέψου τον μωρή παλαβιάρα, ε, τι να κάνει κι αυτό το δύστυχο στο χωριό, να κάθεται όλη μέρα για να περνάει την κλωστή στις βελόνες κάθε γραίας στραβούλιακης ή να τινάζει τις βελέντζες στις αδύναμες καθ’ ότι χειροδύναμη και μπρατσαρού; Τον πήρε και παρ’ όλο ότι ήταν από χωριό, ήταν καθαρή, σαν γυαλιστερή φορμάικα ήταν το κορμί της, έπεσε όμως στο βρομιάρη, στην αρχή τον ανέχτηκε, όταν έκανε μπάνιο ο άχρηστος μια φορά τον χρόνο λίγο πριν την Ανάσταση, του ’βαζε και λίγη αλισίβα μήπως και ξεβρομίσει. Από ένα σημείο και μετά, τίποτα.

-Πλύσου, του ’λεγε.

-Δεν πλένομαι.

-Πλύσου.

-Δεν πλένομαι, έχω λεφτά και μένω άπλυτος.

Έτσι είσαι; Πήρε τα πουκάμισα, τα φουστάνια και τα εσώρουχα της κι έφυγε για ένα καλύτερο αύριο, σκασίλα του ο Αντρέας, όχι θα του πει η αχλάδα πώς να συντηρεί το αντριλίκι του. Και δεν έδινε και διαζύγιο, σ’ αυτό το θέμα ήταν αστροπελέκι.

-Να δώσω εγώ διαζύγιο σε γυναίκα; ποτέ, έλεγε και καμάρωνε.

Έμενε σε μια άθλια κατάκλειστη γκαρσονιέρα λίγο πιο πάνω από το μαγαζί όπου ήλιος δεν μπήκε ποτέ αφού νύχτα πήγαινε, νύχτα έφευγε, ξυριζόταν στο μαγαζί όπως ξυριζόταν αφού πάντα υπήρχαν και κάτι τούφες άκοπες και κάθε δεύτερη Πέμπτη έβαζε και πλυμένο πουκάμισο που το έφερνε η σύζυγος μαζί με πέντε ζευγάρια καθαρές κατά τη γνώμη της κάλτσες, που τις άλλαζε κάθε τρεις μέρες το κάθε ζευγάρι. Η σύζυγος, ένα παλιόμουτρο, μαζί με τα άπλυτα έπαιρνε ό,τι ήθελε και φυσικά λεφτά γιατί μπορεί να μην ήταν νυν αλλά για τα λεφτά ήταν νυν και αεί.

-Λεφτά να πάρει, διαζύγιο δεν θα πάρει ποτέ, ξανάλεγε ο Αντρέας.

Παμπόνηρος καθ’ότι από Ρούμελη αλλά τη λεβεντιά της Ρούμελης όταν έκανε λογαριασμό στον πελάτη την είχε να μην πω πού αφού όλο και κάτι έβαζε παραπάνω ιδιαίτερα στους βιαστικούς. Η αδυναμία του τα βερεσέδια γιατί από κει έβγαινε το κέρδος αφού όταν ήταν να πληρώσει κάποιος έβαζε από κάτω στη σούμα και την …ημερομηνία και την πρόσθετε! Πού να κάτσει ο άλλος να κάνει καβγά, δεν έφτανε που χρώσταγε θα έκανε και τον καμπόσο; Και λογαριασμούς έκανε πάντα στο τέλος του μήνα γιατί άλλο να βάζει στη σούμα 28,29,30 κι άλλο 1,2,3.

-Κυρ Αντρέα εγώ θέλω να σε πληρώνω στην αρχή του μήνα γιατί θέλω να ξέρω τι μου γίνεται, του έλεγε με νάζι η χοντρή κυρία Φιλιώ.

Ο Αντρέας δεν ήθελε την αρχή του μήνα γιατί όπως προείτα πρόσθετε και την ημερομηνία.

-Ιγώ σσσσστην αρχή του μήνα δεν κάνω λογαριασμούς γιατί κι εγώ θέλω να ξέρω τι μου γίνεται, πόσσα έδωσα, πόσσα πήρα, δεν φτάνει που ψωνίζετε τζάμπα, τι είμαι εγώ, Κουτσόβολος; της απαντούσε ο Αντρέας αδιαφορώντας για το νάζι.

Το σίγμα πάντα συριχτό, ένεκα καταγωγής. Γάτος με πέταλα λοιπόν ο Αντρέας.

 

Από ένα σημείο και μετά φάνηκε ότι κάτι άλλαξε στη ζωή του Αντρέα. Κάτι που φαινόταν ότι τον απασχολούσε πολύ, είχε χάσει το κέφι του, έδειχνε ότι είχε αγωνία, σερβίριζε και ήταν πάντα στην τσίτα. Δεν αργήσαμε πολύ να μάθουμε τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει τόσο ανήσυχο και σοβαρό, ήταν ένας ηλικιωμένος σοβαρός κοντόχοντρος με αλυσίδα στο γιλέκο κύριος που ερχόταν σχεδόν κάθε βράδυ, έπαιρνε παράμερα τον Αντρέα και του μιλούσε χαμηλόφωνα και όταν έφευγε, ο Αντρέας του γέμιζε σακούλες με πράγματα και με χίλιες προφυλάξεις μην τυχόν και τον δει κανείς, του έδινε και λεφτά. Ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι κάτι περίμενε απ’ αυτόν. Από την πρώτη μέρα που είχε εμφανιστεί αυτός ο κύριος, εμείς οι φοιτητές που συχνάζαμε στο καφενείο, προσέξαμε κάτι που μας έκανε εντύπωση. Ο Αντρέας άρχισε να μας ζητάει να του διαβάζουμε τα ζώδια, κάτι που δεν το είχε ξανακάνει. Τώρα ήθελε κάθε μέρα τα ζώδια, δεν ήθελε τίποτε άλλο από την εφημερίδα αφού βέβαια ο ίδιος δεν ήξερε να διαβάζει.

-Για διάβασε Λέων, μου λέει μια μέρα.

Του διάβασα τι έλεγε ο Λέων. Φαίνεται ότι δεν τον ικανοποίησε η απάντηση μου.

-Για διάβασε Σκορπιός, λέει στον Παναγιώτη.

Παναγιώτης ήταν ο αγαπημένος μου φίλος τότε φοιτητής της Νομικής και αργότερα εισαγγελέας κατά της διαφθοράς και υπουργός του Σύριζα Παναγιώτης Νικολούδης με τον οποίο είμαστε κολλητοί.

Τον κοιτάξαμε με απορία.

-Τι θα πει αυτό, του λέμε.

-Ποιο αυτούνο, μας απαντάει.

-Τι σημαίνει διάβασε Λέων, διάβασε Σκορπιός; Ή Λέων είσαι ή Σκορπιός, δεν ξέρεις πότε γεννήθηκες, τον ρωτάμε μ’ένα στόμα και οι δύο.

Ο Αντρέας γέλασε υποτιμητικά για μας τους μορφωμένους.

-Τι θα πει πότε γεννήθηκα, γεννήθηκα, δεν γεννήθηκα; αγέννητος είμαι; τι σχέση έχει αυτό;

Και συνεχίζει να γελάει για τη φοβερή άγνοια μας.

-Πώς δεν έχει σχέση ρε Αντρέα, τα ζώδια είναι ανάλογα με το πότε γεννηθήκαμε, προσπαθούμε να του εξηγήσουμε.

-Ποιος τις είπε αυτές τις σαχλαμάρες, διάβασε σσσυ, ξέρω γω!

Το νέο κυκλοφόρησε αμέσως. Ο Αντρέας δεν ήξερε και δεν πίστευε ότι τα ζώδια έχουν σχέση με την ημερομηνία γέννησης του καθενός, πίστευε ότι ο καθένας διάλεγε ένα ζώδιο και αυτό ήταν, αν αυτό του πήγαινε ανάλογα με τις επιθυμίες του καλώς, αλλιώς αύριο πάλι. Κατά τον Αντρέα όσοι διάβαζαν τα ζώδια έπρεπε να ρισκάρουν ποιο θα διάβαζαν ή θα τους έβγαινε όπως ήθελαν ή όχι. Το καφεζαχαροπλαστείο έγινε άνω κάτω. Εμείς το συνδυάσαμε με τον ηλικιωμένο κύριο που του έδινε λεφτά, φαίνεται ότι κάτι περίμενε απ’ αυτόν και είχε αγωνία γι αυτό και έψαχνε στα ζώδια την τύχη του και την εξέλιξη της όποιας υπόθεσης είχε μ’ αυτόν. Αρχίσαμε λοιπόν εγώ και ο Παναγιώτης με τη σειρά ο ένας να του διαβάζει τα ευχάριστα και κολλητά ο άλλος τα δυσάρεστα, κοντεύαμε να τον τρελάνουμε τον φουκαρά τον Αντρέα.

-Αντρέα έχει σήμερα ένα απίθανο ο Αιγόκερος, είσαι;

-Για διάβασε και σσσυ να δούμε τι στο διάλο θα γίνει.

Διάβαζα εγώ.

-Λοιπόν, Αιγόκερος, ευχάριστα γεγονότα σας αμείβουν για την τόλμη σας και βοηθούν να πραγματοποιήσετε απίθανα όνειρα, χρήμα, φήμη.

Ο Αντρέας έτριβε τα χέρια του.

-Για να δούμε! Για να δούμε! έλεγε κι έλαμπε ολόκληρος.

Πεταγόταν ο Παναγιώτης.

-Κάτσε, κάτσε, για άκου τι λέει ο Ζυγός.

-Τι λέει κι αυτούνος, είπε ο Αντρέας και έσφιξε τις μασέλες από ηδονή.

Δεν του έφταναν τα ευχάριστα, ήθελε ακόμη πιο ευχάριστα.

-Ζυγός, άσκεφτη πρωτοβουλία και επιπόλαιες ενέργειες δημιουργούν προβλήματα, μην εμπιστεύεστε αγνώστους γιατί υπάρχει πιθανότητα να σας παραπλανούν. Οι κακοτυχίες φέρνουν ένα αίσθημα στέρησης και οι ξαφνικές σκοτούρες σας κλονίζουν.

Έχανε το χρώμα του.

-Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά. Αμ δεν θα τα πάμε καθόλου καλά μάνα μου σσσου λέω, απογοητεύτηκε ο Αντρέας.

-Αυτό δεν είναι τίποτα, ο Ταύρος να δεις τι λέει, του λέει ο Παναγιώτης.

Ο Αντρέας νευρίασε.

-Τι να πει ο Ταύρος μωρέ; κέρατα έχει, τι να πει;

Το μυστικό μας το αποκάλυψε ο φίλος του ο Βασιλάκης, ο ηλικιωμένος σοβαρός κύριος του είχε εμφανιστεί σαν απόστρατος αξιωματικός και του υποσχέθηκε ότι θα του βγάλει άδεια Προ-Πο. Ο δύστυχος Αντρέας φανταζόταν ότι αν έβαζε και Προ-Πο στο μαγαζί θα γινόταν χαλασμός κόσμου από δουλειά αφού στη γειτονιά δεν είχε άλλο, το λαχείο μια φορά το κερδίζεις λέει ο λαός. Εμείς σε συνδυασμό με το ότι ο κύριος αυτός συνέχιζε να ερχόταν αλλά ο Αντρέας δεν μας ανακοίνωνε τίποτα, του διαβάζαμε μόνο τα δυσάρεστα μήπως και τον ξυπνήσουμε να πάψει να δίνει λεφτά σ’ αυτόν.

-Αντρέα ξέρεις τι γράφουν σήμερα οι Δίδυμοι, του λέει ο Παναγιώτης.

-Τι στο διάολο μαζί πάνε αυτούνοι;

-Αφού είναι Δίδυμοι μαζί πάνε, λοιπόν άκου, οι, κέρατα έχει, τι να πει; Ο Ταύρος λέει, οι εκκρεμότητες προκαλούν εκνευρισμό, τα πράγματα γίνονται σκοτεινά αν αυτά δεν φανερώνονται αμέσως.

Ό,τι μας κατέβαινε του διαβάζαμε αφού ο Αντρέας δεν ήξερε γράμματα.

-Σσσσσκοτεινά δε θα πει τίποτα, κατράμι είναι. Και τι κατράμι, μαύρο κατράμι!

Κατά τον Αντρέα φαίνεται πως υπήρχε και άσπρο κατράμι, του ’φευγαν οι μασέλες, η δε ξεκολλημένη σόλα στο αριστερό παπούτσι κείνες τις στιγμές απογοήτευσης και θυμού, χόρευε φλαμέγκο σε χοροεσπερίδα κωφαλάλων.

 

Ένα πρωί κατέφθασε η ασφάλεια για να πει εκείνο που ονομάζεται τετελεσμένο γεγονός, μ’ άλλα λόγια έγινε αυτό που λέει ο λαός ότι δηλαδή πάνω από το κεφάλι του κάθε ανθρώπου πλανιέται πάντα κάποια τύχη, άσπρη ή μαύρη και για τον Αντρέα ήταν μαύρη, μαύρο κατράμι. Απάτη! Ο τύπος συνελήφθη και μεις πήγαμε όλοι στον ανακριτή για κατάθεση, τι περίμενε ο δύστυχος Αντρέας από έναν απατεώνα. Ο Αντρέας κατάσκασε, ποιον, αυτόν να κοροϊδέψουν, το θεώρησε ντροπή για όλους τους Ρουμελιώτες καθ’ ότι καταγόταν από τη Ρούμελη, μια Ρούμελη όμως που την είχε γραμμένη όταν πρόσθετε την ημερομηνία στα βερεσέδια. Δεν τον πείραξε όμως για τα λεφτά που έχασε αλλά το ότι την άδεια την πήρε ένας από τους θαμώνες του μαγαζιού που παρακολουθούσε κάθε βράδυ τα πάρε δώσε του με τον άγνωστο σε μας απατεώνα και επειδή μάλλον ήξερε για τις δραστηριότητες του αγνώστου, ερχόταν κάθε βράδυ για να παρακολουθεί τις κινήσεις του, κάστρο χωρίς ρουφιάνο δεν παίρνεται όπως λέει κι ο λαός. Μετά απ’ αυτό του είπαμε.

-Αντρέα να σου διαβάσουμε κανένα ζώδιο;

Ο Αντρέας πονηρό ζουλάπι όπως ήταν μας κοίταξε δήθεν αδιάφορος αλλά φαινόταν από χίλια μίλια μακριά ότι ήταν φαρμακωμένος με το χουνέρι που έπαθε. Και όσο μπορούσε πιο ψύχραιμος για να μας δείξει ότι μπορεί να την πάτησε αλλά δεν φταίει ο ίδιος αφού ο άλλος ήταν απατεώνας, λεει το αμίμητο.

-Βρι τώρα ούτε ζώδγιο θέλω, ούτε ρόδγιο, είπε

 

***

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 10: Το οινομαγειρείο

 

Καθηγητής χημικός. Γένος βαρύ πεπόνι. Παπούτσι μονόσολο, τσέπες κοφτές με τα τσιγάρα χωμένα σ’ αυτές, περπάτημα ψιλοκαμπούρικο ένεκα τον βάραιναν σκέψεις βαριές περί επιστήμης, φάτσα σήμα κατατεθέν ακατέργαστης ξυλείας προερχόμενης από υλοτομία Χολομώντα Χαλκιδικής, μόνο αυτά τα μυωπικά του γυαλιά να έβλεπες πώς τα φορούσε με μια κλίση από πάνω δεξιά προς τα κάτω αριστερά παρ’ όλο ότι τα μάτια του ήταν σε ευθεία γραμμή, μια ευθεία που σ’ έκανε να πεις κάνε στάση οδηγέ να δούμε τα αξιοθέατα. Περπατησιά ακανόνιστη, χοροπηδηχτή ένα βήμα εδώ, ένα άλλο εκεί, σαν να είχε καταπιεί σεισμό τύπου Λευκάδας ή Κεφαλοννιάς, Ιονίων Νήσων πάντως. Τα χαρτιά του; Φίρδην μίγδην, άνοιγε αυτό το πορτοκαλί απαίσιο ντοσιέ που κρατούσε πάντα και που θα έπρεπε να το είχε κρατήσει ενθύμιο από την κιβωτό του Νώε κι έβρισκες μέσα από τσαλακωμένα χαρτιά έως της ιεροδούλου το κιγκλίδωμα, σκόρπια, ανάκατα, μουτζουρωμένα, σαν άοσμη σκορδαλιά έμοιαζαν. Με δυο λόγια, της παλαβής. Ο Σάββας! Δίδασκε, ας το πούμε έτσι, σε μια τεχνική σχολή όπου και τον γνώρισα. Όταν τον πλησίαζε κάποιος και άνοιγε κουβέντα μαζί του γρήγορα καταλάβαινε ότι μπροστά του ανοιγόταν ένας ευρύς ορίζοντας γνώσεων τρομάρα του, περί της χημείας αλλά και περί της ελληνικής παιδείας γενικότερα. Δεν σήκωνε κουβέντα για τη χημεία, ήταν ικανός να σκοτώσει άνθρωπο αν τολμούσε να του πει κανείς ότι η χημεία δεν ήταν η κορωνίδα των επιστημών, δεν κρατιότανε κάθε μέρα να μιλάει για τη χημεία.

-Χημεία σημαίνει τα πάντα, ό,τι βλέπουμε, ό,τι τρώμε, ό,τι πίνουμε, ό,τι παράγουμε, ό,τι ακουμπάμε, ό,τι κατασκευάζουμε, ό,τι ονειρευόμαστε πως θα γίνει στο μέλλον, είναι χημεία, έλεγε με στόμφο.

Η φάση η μεγάλη έγινε όταν άρχισαν οι εξετάσεις του Ιουνίου. Ο Σάββας ήταν μανιώδης καπνιστής, κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και με τον υποδιευθυντή της σχολής σκεφθήκαμε να το εκμεταλλευτούμε αυτό. Όταν λοιπόν έφτιαχνε ο υποδιευθυντής το πρόγραμμα τον έβαλε επιτηρητή σ’ ένα τμήμα που ξέραμε ότι ο καθηγητής που είχε το συγκεκριμένο μάθημα ήταν αυστηρός και έβαζε πάντα δύσκολες και στριφνές ερωτήσεις, οπότε οι σπουδαστές θα δυσκολεύονταν σίγουρα και θα αργούσαν να τελειώσουν. Πράγματι αυτό έγινε, ο καθηγητής του συγκεκριμένου μαθήματος είχε βάλει πολλά θέματα και οι σπουδαστές θα έκαναν πάνω από μία ώρα για να τελειώσουν, μπορεί και δύο. Δύο όμως ώρες μέσα στην τάξη για τον Σάββα ήταν καταδίκη σε κάτεργα αφού σε μια απλή ώρα διδασκαλίας σε δικό του μάθημα έβγαινε δυο τρεις φορές έξω, δήθεν για να φταρνιστεί αλλά στην ουσία για να τραβάει τρεις τέσσερις ρουφηξιές από τσιγάρο που το άναβε και το ακουμπούσε στο περβάζι ενός παραθύρου, μόνο το τάβλι του ’λειπε να ρίχνει για ντόρτια, πώς λοιπόν θα μπορούσε να κάτσει δυο ώρες χωρίς να μπορεί να καπνίσει; Όταν έμαθε τον ορισμό αυτόν πήγε στον καθηγητή του μαθήματος και τον ρώτησε.

-Είναι εύκολα τα θέματα; θα τελειώσουν γρήγορα;

Εκείνος κουτοχωριάτης εκατό τα εκατό μην τυχόν και του πέσει κάνα δράμι ξύγκι, θέλοντας προφανώς να δείξει ότι έχει σπουδαστές σαϊνια, του απάντησε αμέσως.

-Πολύ εύκολα, πάνω από δέκα λεπτά δεν πιστεύω ότι θα κάνουν.

Η απάντηση του τον ικανοποίησε. Ήρθε λοιπόν η μέρα και η ώρα της εξέτασης, μπαίνουν στην τάξη μαζί με τον καθηγητή του μαθήματος που εκφωνεί τα θέματα, απαντάει σε μια δύο ερωτήσεις όσων είχαν απορίες και φεύγει πηγαίνοντας σε άλλο τμήμα για να απαντήσει πάλι σε τυχόν απορίες, μετά κατεβαίνει στο γραφείο των καθηγητών, όπου συναντά τον υποδιευθυντή.

-Πόση ώρα πιστεύεις ότι θα κάνουν να τελειώσουν, του λέει εκείνος.

-Μπορεί και τρεις ώρες, του απαντάει ο καθηγητής σοβαρός, θέλοντας τώρα να δείξει άλλο πρόσωπο.

Μετά, μαζεύει τα χαρτιά του και λέει στον υποδιευθυντή.

-Πάω μέχρι την Ομόνοια, θα γυρίσω σε μια ώρα.

Σε δέκα λεπτά ανεβαίνει ο υποδιευθυντής για να κάνει επιθεώρηση στις τάξεις προκειμένου να δει αν οι εξετάσεις των τμημάτων βαίνουν καλώς, όταν φτάνει στην τάξη που επιτηρητής ήταν ο Σάββας, τον βλέπει έξω από την τάξη να κοιτάζει δεξιά αριστερά, τον πλησιάζει.

-Γιατί είσαι έξω, επιτηρητής δεν είσαι;

Ο Σάββας δεν μιλιόταν.

-Δεν είμαι έξω, πού είναι αυτός, είπε ότι σε δέκα λεπτά θα τελειώσουν και όλοι λένε ότι τα θέματα είναι δύσκολα και θ’ αργήσουν.

Ο υποδιευθυντής του απαντάει με κάπως αυστηρό ύφος.

-Έτσι λένε πάντα τα παιδιά αλλά τελικά όλοι τελειώνουν γρήγορα, δεν …

-Πόσο γρήγορα;

-Πάω κάτω να τον ρωτήσω και θα γυρίσω να σου πω, εσύ όμως μπες μέσα μην κατέβει κανένας διευθυντής και σε δει έξω, μπορεί να έχομε και επιθεωρητή σήμερα.

Ο καθηγητής του μαθήματος βέβαια είχε ήδη φύγει για Ομόνοια. Ο Σάββας δείχνει να συμμορφώνεται, κάνοντας ένα βήμα προς την τάξη αλλά μυριζόταν το παλούκι που του έβαλαν, ήταν όμως και η δουλειά του αυτή και καταλάβαινε παρά τη ψαρόκολλα που’ χε στην κεφάλα του πως χωρίς εργασία πέφτεις στην απόξω. Αλλά ήταν και σκληρός, μάλλον λόγω πήξης της ψαρόκολλας.

-Μην αργήσεις!

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και μπαίνει στο γραφείο των καθηγητών ένας μαθητής απ’ αυτούς που θα έπρεπε να ήταν στην τάξη που ήταν επιτηρητής ο Σάββας και να έγραφε.

-Σας ζητάει ο επιτηρητής, λέει στον υποδιευθυντή.

Ο αθεόφοβος έστειλε εξεταζόμενο μαθητή να φωνάξει τον υποδιευθυντή που θα μπορούσε όση ώρα θα έκανε να γυρίσει να έχει βγάλει τα βιβλία και να έχει δει τις απαντήσεις των θεμάτων.

-Έρχομαι αμέσως, του απαντάει ο υποδιευθυντής.

Ο σπουδαστής φεύγει τρέχοντας.

-Γιατί να πάω, υποχρέωση να μένει στην τάξη δεν έχει ο επιτηρητής, έτσι δεν είναι; με ρωτάει.

-Έτσι είναι, του απαντάω.

Δεν πέρασαν άλλα πέντε λεπτά και σκάει μούρη στο γραφείο των καθηγητών ο ίδιος! Μας κοιτάζει και τους δύο άγρια, δεν λέει λέξη και φεύγει, εγώ ανησύχησα, η τάξη είχε μείνει άδεια από επιτήρηση.

-Να πάω πάνω να δω τι γίνεται, λέω στον υποδιευθυντή.

-Κάτσε λίγο να δούμε τι πάει να σκαρώσει αυτός.

Τον άκουσα και περίμενα λίγο. Είχα όμως αγωνία όχι μην τυχόν εμφανιστεί κανένας διευθυντής, απόγευμα σπάνια ερχόταν αλλά για τους σπουδαστές και για τη σχολή, δεν μπορείς να δείχνεις ξέφραγο αμπέλι μόνο και μόνο γιατί κάποιος από τους καθηγητές είναι περίεργος και δεν μπορεί να μείνει χωρίς τσιγάρο ενώ βρίσκεται σε υπηρεσία.

 

Κάνω λοιπόν την κίνηση να βγω από το γραφείο και πέφτω πάνω στον Σάββα που βαστώντας μια σακούλα από το σουβλατζίδικο της γειτονιάς, εισβάλει τροπαιούχος και θριαμβευτής ως άλλος Ζαγοράκης με το κύπελλο του ευρωπαϊκού. Κρεμμυδίλα και τζατζικίλα έγιναν αμέσως φωτοστέφανα ολωνών μας.

-Όχι θα γίνω εγώ το κορόϊδο της υπόθεσης, λέει και προχωράει σ’ ένα γραφείο όπου ανοίγει τη σακούλα και ξαπλώνει πάνω στο γραφείο μια αρμαθιά σουβλάκια, μια σακούλα πατάτες και μία μπύρα.

Εγώ και ο υποδιευθυντής μένουμε άναυδοι.

-Τι κάνεις εκεί, του λέει ο υποδιευθυντής.

Μιλιά αυτός. Αρχίζει να κατεβάζει στον οισοφάγο του τα σουβλάκια και πίνει του καλού καιρού την μπύρα του. Δεν λέω τίποτα και ανεβαίνω στην τάξη όπου μέσα επικρατούσε το έλα να δεις, μόλις με είδαν τα παιδιά ησύχασαν, συνέχιζαν να γράφουν και σιγά σιγά ένας ένας έφευγε παραδίνοντας την κόλα που έγραψαν, σε μένα. Όταν έφυγε και ο τελευταίος, κατεβαίνω στο γραφείο, ο υποδιεθυντής να είναι σκασμένος στα γέλια βλέποντας το Σάββα να οργώνει τα σουβλάκια. Παίρνω μια λευκή κόλλα και σημειώνω.

 

Προς τον κ. υποδιευθυντή.

Οφείλω να αναφέρω ότι μισή ώρα περίπου μετά την έναρξη της εξέτασης, ο εντεταλμένος καθηγητής από σας για την επιτήρηση της τάξης, εγκατέλειψε την αίθουσα χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν και χωρίς ουδείς να γνωρίζει πού βρίσκεται τώρα.

 

Το υπογράφω και το παραδίδω σοβαρός ως έντιμος χαφιές στον υποδιευθυντή, αυτός το διάβασε, έκανε ένα μορφασμό απροσδιορίστου διαπίστωσης και το έβαλε στην κωλοτσέπη του, ο Σάββας δίπλα του, μόνος, δεν μιλάει σε κανέναν, μόνο τρώει, πίνει και καπνίζει. Κάποια στιγμή τελειώνει το φαγοπότι του, συνεχίζει να μας κάνει το βαρύ πεπόνι και χωρίς να καθαρίσει το γραφείο και να μαζέψει όλα αυτά που άφησε, μας κάνει και μια άσεμνη χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού του χεριού και φεύγει. Μόλις βεβαιωθήκαμε ότι απομακρύνθηκε από το κτήριο, αρχίζουμε ένα νευρικό γέλιο που κράτησε δέκα λεπτά, μετά λες και είμαστε συνεννοημένοι φέρνουμε από τη γραμματεία μια γραφομηχανή και σε έντυπο της σχολής γράφουμε το παρακάτω κείμενο.

 

Προς τον

κ. Σάββα Τάδε, Καθηγητή Χημικό, Ενταύθα

Κύριε

Με αναφορά που περιήλθε στο γραφείο μου, μου καταγγέλθηκε ότι χθες τόσο του μηνός και περί ώρα επτά και τριάντα απογευματινή, εντεταλμένος από το πρόγραμμα της σχολής ως επιτηρητής στην αίθουσα τάδε, του τμήματος τάδε, για το μάθημα τάδε, εγκαταλείψατε άνευ λόγου και αιτίας την αίθουσα και μάλιστα πριν παρέλθει ούτε μισή ώρα από την έναρξη της διαδικασίας.Στη συνέχεια με περισσό θράσος και ανεπίτρεπτο ήθος για λειτουργό της παιδείας μεταβήκατε στο γραφείο των καθηγητών όπου κουβαλώντας μια σακούλα τρόφιμα προφανώς από συνοικιακό ψητοπωλείο της πλάκας, τρόφιμα που ανέδιδαν δυσοσμία για χώρους ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος, φάγατε, ήπιατε, καπνίσατε, χωρίς στο τέλος ούτε καν να συμμαζέψετε ό,τι βρομιά κάνατε, λες και θα σας έπεφτε η υπόληψη και το επιστημονικό σας αν διαθέτετε, κύρος. Επειδή από τα εκτεθέντα παραπάνω είναι φανερό ότι μετατρέψατε έναν εκπαιδευτικό χώρο εις οινομαγειρείο, σας ενημερώνω ότι για την τύχη της καριέρα σας είναι πλέον υπύθυνη η αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Παιδείας προς την οποία και κοινοποιώ πάραυτα την παρούσα.

Ο Διευθυντής

Φαρδιά πλατιά από κάτω η υπογραφή από σφραγίδα του διευθυντή, εν αγνοία του φυσικά!

Ο Σάββας εντωμεταξύ είχε ήδη πάρει το ασανσέρ, φτάνει έξω από την πόρτα του διευθυντή και χωρίς να τη χτυπήσει εισβάλλει στο γραφείο του. Ε! που πας έτσι, του λέει αυτός. Μπροστά του έχει κάτι φακέλους και τους τακτοποιεί, μεγάλους φακέλους όχι σαν αυτόν που κρατάει ο Σάββας. Ο διευθυντής φυσικά είναι αμέτοχος στην ιστορία και δεν γνωρίζει τι είχε συμβεί, διαβάζει όμως την επιστολή και καταλαβαίνει αμέσως πως εδώ έχει γίνει χοντρή πλάκα σε βάρος του Σάββα. Παίρνει σοβαρό ύφος και του λέει. Εμένα δεν με νοιάζει ποιος άλλος μπορεί να φταίει, εγώ ξέρω ότι πράγματι είχες μετατρέψει τη σχολή σε οινομαγειρείο και χωρίς μάλιστα μετά να καθαρίσεις. Τις πληροφορίες αυτές τις παίρνει φυσικά από την επιστολή. Ο Σάββας κοντεύει να σκάσει, πρέπει να αποδείξει ότι άλλοι φταίνε, ιδιαίτερα ο κουτοχωριάτης καθηγητής που τον πλάνεψε ότι τάχα μου τα θέματα ήταν εύκολα αλλά έχει και φόβο μήπως ο διευθυντής έχει ήδη σχηματίσει γνώμη. Και τώρα τι θα γίνει; Δεν μπορεί να μην το ρωτήσει αυτό. Ό,τι λέει η επιστολή, του απαντάει με φυσικότητα αυτός. Τον φώτισε τώρα. Δηλαδή; Ό,τι αποφασίσει το υπουργείο. Αλλα τι νόημα έχει Σάββα, τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα, αν δεν συμφωνείς μ’ αυτά κάνε ένσταση. Και δεν μου λες; Γιατί γράφεις αν διαθέτω επιστημονικό κύρος, δεν έχω; Έλα ρε Σάββα, αν είχες επιστημονικό κύρος δεν θα έπαιρνες πράγματα από ένα ψητοπωλείο της πλάκας. Και αυτή η φράση παρμένη από την επιστολή. Άλλη διάσταση λοιπόν παίρνει τώρα η υπόθεση, το σουβλατζίδικο διαθέτει ποιότητα ή δεν διαθέτει; ποιος θα λύσει αυτόν το φοβερό γρίφο; Μην το λες αυτό, χρόνια ψωνίζω απ’ αυτόν, είναι καθαρός. Άντε πάλι, από αλλού ξεκίνησαν στο αν είναι καθαρός ο σουβλατζής κατέληξαν. Ο διευθυντής πλέον το απολάμβανε. Αυτό το λες εσύ, η σχολή όμως βρόμισε, αν μου φέρεις ένα χαρτί ότι αυτός τηρεί τους κανόνες υγιεινής, ψησίματος και αμπαλλαρίσματος των προϊόντων του, ίσως στείλω διευκρινιστική επιστολή στο υπουργείο. Μια αχτίδα ελπίδας για το Σάββα, αν το υπουργείο μάθει ότι το ψητοπωλείο τηρεί τους κανόνες υγιεινής θα δει ευνοϊκά το θέμα του!   Δηλαδή, τι ακριβώς θέλεις να σου φέρω; Ένα χαρτί που να λέει ότι το ψητοπωλείο λειτουργεί με τους κανόνες της υγιεινής. Ήταν όμως και ο διευθυντής, διάολος, παίρνει χαρτί και στυλό ο Σάββας και κάθεται σ’ ένα μικρό γραφείο. Λέγε, γράφω…Γράψε. Τι τουαλέτες έχει και αν και πόσα απορρυπαντικά και απολυμαντικά αγοράζει για τον καθαρισμό τους, τι ποσότητες σε χαρτιά υγείας διαθέτει και από πού τα αγοράζει, προσκομίζοντας έστω ένα τιμολόγιο για δείγμα. Κάτι δεν αρέσει στο Σάββα, εντάξει φοβισμένος αλλά αυτά που ζητάει ο διευθυντής ξεπερνούν κάθε όριο. Πλάκα μου κάνεις; θα φέρω τιμολόγιο για τα χαρτιά υγείας; Ο διευθυντής παίρνει ένα ύφος ξινό. Έχεις δει εσύ όταν πηγαίνεις εκεί ότι έχει χαρτιά υγείας στην τουαλέτα; Δεν έτυχε…Ο διευθυντής παίρνει ύφος Αρσέν Λουπέν. Εκεί είναι το κουμπί Σάββα! Εκεί! Αν είχες πάει και είχε, μου αρκούσε η δήλωση σου αλλά αφού δεν έχεις πάει ποτέ, τι να κάνω, πιστεύεις εσύ ότι έχει αγοράσει έστω και ένα χαρτί υγείας για το μαγαζί; Αλλά τι συζητάμε τώρα, έστω, πήγαινε τώρα εκεί και μπες στην τουαλέτα του να δεις αν έχει χαρτί, αν έχει έστω ένα για δείγμα φέρ’ το μου και στέλνω αμέσως στο υπουργείο φαξ και ανακαλώ την επιστολή. Δεν είχε το Θεό του κι αυτός, το ρίσκαρε όμως έτσι για να ολοκληρωθεί η πλάκα. Να σου φέρω ένα χαρτί υγείας; Ναι, έστω ένα χαρτί υγείας. Πλάκα μου κάνεις; τι να το κάνεις το χαρτί υγείας; Να το επισυνάψω Σάββα…Να το επισυνάψω! Να επισυνάψεις ένα ρολό πάνω σ’ αυτό που θα στείλεις στο υπουργείο; Πλάκα μου κάνεις; Ε, ναι, πώς θα πειστεί το υπουργείο Σάββα ότι το ψητοπωλείο που πήγες δεν είναι της πλάκας; Και θα πειστεί με το ρολό; Εντάξει, μη μου φέρεις ένα ρολό, κόψε τουλάχιστον τέσσερα πέντε φύλλα. Ο Σάββας τα’χει πάρει στο κρανίο αλλά είναι από κάτω, ο διευθυντής είναι άκαμπτος. Πλάκα μου κάνεις;

Κείνη τη στιγμή χτυπάει η πόρτα, ο υποδιευθυντής.

-Αυτός και ο άλλος που είναι συμμορία φταίνε, λέει αμέσως ο Σάββας που βρίσκεται σε κατάσταση αξιοθρήνητη.

-Τι συμβαίνει, λέει χαλαρά ο υποδιευθυντής.

Ο διευθυντής εξηγεί στον υποδιευθυντή τα της επιστολής, ο οποίος …πέφτει βέβαια από τα σύννεφα πώς μπορούν να συμβούν αυτά τα αίσχη στη σχολή. Ο Σάββας έχει στριμωχτεί σε μια γωνιά και είναι έτοιμος να γδάρει τον υποδιευθυντή, ο διευθυντής ξαναπαίρνει το σοβαρό του ύφος.

-Δεν επιτρέπω με άλλα λόγια να γίνει η σχολή μου οινομαγειρείο, καταλάβατε; καταλήγει απευθυνόμενος και στους δύο.

-Και τώρα τι θα γίνει, ρωτάει φυσικότατα ο υποδιευθυντής.

Ο διευθυντής πολύ πιο σοβαρός τώρα αλλά με μαλακό ύφος του απαντάει.

-Του ζητάω να πάει στο ψητοπωλείο και να μου φέρει χαρτιά ότι τηρεί τους κανόνες υγιεινής, πολλά ζητάω; Ας μου φέρει έστω και ένα τιμολόγιο αγορά χαρτιών υγείας να δούμε αν έχει χαρτιά υγείας στην τουαλέτα ή να πάει τώρα να δει αν έχει χαρτί υγείας στην τουαλέτα και να μου φέρει ένα, έστω ρε αδερφέ ας κόψει τέσσερα, πέντε φύλλα, επιτέλους κύριοι πολλά ζητάω; Αν ένα απ’ αυτά το κάνει θα στείλω φαξ στο υπουργείο όπου θα έχω επισυνάψει και το χαρτί υγείας να το δουν ευνοϊκά το θέμα, ξέρεις το υπουργείο σ’ αυτά τα θέματα είναι άτεγκτο, πολλά ζητάω;

Ο υποδιευθυντής είναι ένα βήμα πριν να ξεραθεί από το γέλιο, μέσα του βέβαια. Ο Σάββας κοιτάζει τον υποδιευθυντή σα μάνα εξ ουρανού, αν ο υποδιευθυντής πει το σουβλατζίδικο έχει χαρτιά υγείας στην τουαλέτα, σώθηκε. Πράγματι η απάντηση του υποδιευθυντή ήταν λύτρωση.

-Έχει χαρτιά, το βεβαιώνω εγώ, κάθε μεσημέρι εκεί πάω για την ανάγκη μου.

Η πιο μεγάλη στιγμή για την καριέρα του Σάββα είναι τώρα, η σταδιοδρομία του κρέμεται από το αν ο υποδιευθυντής πηγαίνει για την ανάγκη του στο ψητοπωλείο, θα δεχθεί άραγε ο διευθυντής την ομολογία κεραυνό του υποδιευθυντή του; Ο διευθυντής κάθεται στο γραφείο του, παίρνει μια κόλα χαρτί και κοιτάζοντας το Σάββα με ύφος σχεδόν πατρικό, λέει.

-Τότε αλλάζει το ζήτημα, στέλνω τώρα αμέσως το φαξ.

Ο Σάββας ηρέμησε. Μαζί με τον υποδιευθυντή φεύγουν αφήνοντας τον διευθυντή να ολοκληρώσει την αναφορά του, πήραν το ασανσέρ και κατέβηκαν ήρεμοι και οι δύο στο γραφείο των καθηγητών. Κατά την κάθοδο και αφού βέβαια άναψε τσιγάρο, του λέει. Σ’ ευχαριστώ ρε φίλε. Και συνεχίζει θυμωμένα.

-Και γω την τύφλα μου, τόσες φορές έχω πάει εκεί και μια φορά στην τουαλέτα δεν πήγα ο βλάκας.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 11: Ο μη έχων κουτάλα, μηδέ εσθιέτω

 

Μια μάνα αδύνατη σκέτο ξύλο, έτσι και την έβλεπε κάποιος έλεγε όπου να’ναι αγιάζει. Αλλά λαϊκή σοφία ατελείωτη, άμα κλαίνε οι γυναίκες μην τις φοβάσαι, άμα γελάνε να σκιάζεσαι, έλεγε και ξανάλεγε στο μοναχογιό της Αριστείδη που γύρναγε στο σπίτι πάντα με μια χυλόπιττα ζωγραφιά στη μούρη του. Χήρα όχι από τέζα αντρός αλλά από εγκατάλειψη συζυγικής στέγης όταν ο μικρός Αριστείδης δεν ήταν ούτε πέντε χρονών την παράτησε ο προκομμένος για μια λαϊκή αοιδό σ’ ένα πανηγύρι ανήμερα της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στην Αγιά Σωτήρα στη Μάνδρα Ατικής. Έτσι η φουκαριάρα η μάνα του προσπάθησε με χίλια βάσανα και εκατοντάδες μεροκάματα να μεγαλώσει αυτό το όσο ψήλωνε παλιόπαιδο που δεν υπολόγιζε ούτε Θεό, ούτε Άγιο. Ο μικρός Αριστείδης μεγαλώνοντας έγινε Αρίστος Καβγατζόγλου όπως μόνος του έλεγε ότι ήταν το επίθετο του, μάλλον για να δίνει αμέσως τα συγχαρίκια σε όποιον σκεφτόταν να τα βάλει μαζί του. Δέκα οκτώ χρονών και ήτανε πρωταθλητής του καβγά, δεν υπήρχε πιτσιρίκα στη γειτονιά που επειδή δεν του καθόταν να μην την κάνει μαύρη στο ξύλο. Δεν υπήρχε αγόρι που είτε υπερασπιζόταν κοπελίτσα που έδερνε ή τολμούσε να του πει μια λέξη και να μην κατέληγε στο πρώτων βοηθειών. Τα μάθαινε αυτά η μάνα του και σάπιζε.

-Πώς έγινες αγόρι μου τόσο σκληρός, ο πατέρας σου δεν ήταν έτσι, του’ λεγε η κακομοίρα και περίμενε από το νταμάρι γιο της να τον καταλάβει.

-Συ δε λες ότι η γυναίκα άμα κλαίει μη τη φοβάσαι;

-Γυναίκες ήταν αυτές; Νιάναρα ήτανε που τους έκανες χειρονομίες και τις έδερνες, πώς να μη κλαίνε, εγώ παιδί μου στα λέω αυτά για τις γυναίκες όταν μεγαλώσεις.

Η μάνα του από τον καημό και τη δουλειά αρρώστησε βαριά, έπεσε στο κρεβάτι, ο Αρίστος τα χρειάστηκε, πήγαινε κοντά της και τη ρώταγε μήπως θέλει κάτι να της κάνει, να γίνεις καλό παιδί του’λεγε η άμοιρη αλλά πόναγε κάθε μέρα και πιο πολύ, ώσπου ένα απόγευμα έσβησε. Και τότε ο Αρίστος βγήκε στην πιάτσα. Κάθε βδομάδα κι άλλη δουλειά, δουλειές του ποδαριού που ήταν όμως όλες του χεριού, ειδικότητα του οι πολιτικές συγκεντρώσεις για ξύλο. Τους θέλουν κάτι τέτοιους οι διοργανωτές των συγκεντρώσεων όλων των παρατάξεων, σου λένε όλο και κάποιος αντίθετος θα φανερωθεί στη συγκέντρωση, να μην έχουμε καμιά δεκαριά δικούς μας να βγάζουν τα κουκούτσια από τα σταφύλια; Και υπάρχουν πολλοί άνεργοι ή και παλληκαράδες που είναι πρόθυμοι για να πετάνε τα κουκούτσια με μπουνιές, με καρεκλιές, ακόμη ακόμη και με νοσοκομειακά να ακονίζουν την κόρνα τους. Ο Αρίστος λοιπόν ήταν περιζήτητος, καθ’ ότι μάγκας ασήκωτος, σκληρός. Όποιος τον ήθελε τον έβρισκε στον καφενέ του Σταύρου, άλλος μάγκας κι αυτός αλλά μάγκας ήρεμος, λογικός, αυθεντία περί την κοινωνία, κάπου χαμηλά Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Μεταξουργείο.

Σ’αυτό τον καφενέ λοιπόν τον βρήκε ένα πρωί ένας ξυδάτος με μούσι, ονόματι όπως του συστήθηκε Άρης Πετρίδης από τον εκλογικό συνδυασμό Αναγέννηση του Δήμου Ταύρου. Του είπε ότι ο συνδυασμός αυτός είναι πρωτοφανέρωτος και φοβούνται προβοκάτσια από τους άλλους παλιούς συνδυασμούς, η αμοιβή του για ησυχία όπως γράφουν έξω από τις κλινικές δέκα πέντε χιλιάρικα. Ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών, τέλειωσε και στρατιωτικό, τεθωρακισμένα πού αλλού θα πήγαινε.

-Τη θέλω τη δουλειά αλλά τα λεφτά μπροστά, είπε στον ξυδάτο.

-Ασφαλώς κύριε Καβγατζόγλου! Ορίστε!

Και του σκάει κατάμουτρα δέκα πέντε ολοκαίνουργιες χήνες. Όταν έφυγε ο ξυδάτος έδειξε τα κολλαριστά στον Σταύρο που έτρεξε αμέσως στο φαρμακείο για αλγκόν γιατί ο πονοκέφαλος ήρθε συστημένος εξπρές στη φαλάκρα του. Η συγκέντρωση κύλησε τόσο ήσυχα που προς στιγμή ο Αρίστος σκέφθηκε να ψάξει να βρει τον ξυδάτο και να του δώσει τα λεφτά πίσω, ήταν όλοι κι όλοι σαράντα νοματαίοι, μα πήγαν κι αυτοί σκεφτόταν δεξιοί να βάλουν για δημαρχία στον Ταύρο, εκεί βγαίνει κουμουνιστής είκοσι χρόνια τώρα. Λίγο πριν αναχωρήσει για τον καφενέ του Σταύρου πιάνει με το μάτι του ένα μανούλι ψηλό, λεπτό, φυντανάκι, μαλλί χρώμα βατόμουρο, φουστίτσα μηδέν εντελώς ελεύθερη για ανύψωση. Αλανιάρικο του φάνηκε αλλά καμία σχέση με τις πιτσιρίκες που έδερνε μικρός που ήταν όλο μύξα και τσουράπια ανόμοια μεταξύ τους. Την πλησιάζει δειλά, πού είναι ο Αρίστος που όταν έβλεπε μικρή τη χούφτωνε αμέσως από πίσω και μέχρι να πέσει το πρώτο σκαμπίλι αυτός άρμεγε ηδονή, μετά το στρατιωτικό και το θάνατο της μάνας του όμως είχε μαλακώσει απ’ αυτά, κοίταζε μόνο πώς θα επιζήσει καθ’ ότι ορφανός και μόνος.

-Το ονοματάκι σας μαμζέλ;

Απάντηση στο φτερό.

-Ρηνιώ, εσένα;

-Αριστείδης.

-Ο δίκαιος που έλεγαν και οι αρχαίοι;

Δεν είχε χαμπάρι τι έλεγαν οι αρχαίοι, αυτός ήξερε ότι είχε στην τσέπη ένα ολόκληρο χιλιάρικο και που θα το ξόδευε όλο απόψε για πάρτι της, τα άλλα τα είχε στο σπίτι.

-Πάμε κάπου να σας κεράσω ένα παγωτό; της λέει συνεσταλμένα.

Ποιος, αυτός ο μάγκας ο σκληρός, ο δάρτης ο τρομερός, ο ατρόμητος, είχε γίνει αλοιφή για εκζέματα. Η μικρή τον κόβει από πάνω από κάτω, όμορφο παιδί ο Αρίστος με τα σέα του, τα μέα του, τα μπράτσα του, ήθελε πολύ η βιζιτατζού από την Ακομινάτου να πει το ναι; Ο Αρίστος όμως μπορεί να έδερνε πιτσιρίκες που τους έπιανε τον ποπό αλλά από γυναίκες ώριμες ήταν ακόμη σπουδαστής σε εκκλησιαστική σχολή και μάλιστα με υποτροφία. Τράβηξαν για το Θησείο, μετά στο σπίτι που έμενε, έτσι κι αλλιώς μόνος του έμενε, το γλέντησαν ως το πρωί με το Ρηνιώ όλη τη νύχτα μέσα σε ατέλειωτα χαχανητά από γέλια, να του λέει ότι πρώτη φορά στη ζωή της νιώθει έτσι. Η μία και μοναδική συμβουλή της μάνας του ήταν πως τις γυναίκες που κλαίνε να μη τις φοβάται, να φοβάται αυτές που γελάνε, πού και πώς όμως να τη θυμηθεί αυτή τη συμβουλή ο Αρίστος αφού όλη τη νύχτα είχε πέσει με τα μούτρα στο ταψί με το γαλατομπούρεκο και που το άτιμο όσο και να έτρωγε, δεν τελείωνε; Το μεσημέρι που ξύπνησε είδε ότι και το ταψί δηλαδή το Ρηνιώ και τα υπόλοιπα χιλιάρικα από την προκαταβολή της συγκέντρωσης είχαν κάνει φτερά. Το πρώτο πράγμα βλέπεις που της έδειξε ο βλάκας μόλις μπήκαν στο σπίτι ήταν τα χιλιάρικα, ήθελε να κάνει τον πλούσιο, τότε θυμήθηκε τα ατέλειωτα χαχανητά όλη τη νύχτα και τη συμβουλή της μάνας του. Λύσσαξε, έτσι και την έβρισκε ποτέ μπροστά του θα την πήγαινε με τα πόδια στην Αλαμάνα να δει τον Αθανάσιο Διάκο για να της πει ο ίδιος ο ήρωας αυτοπροσώπως παρ’ ό,τι άγαλμα ακούνητο και μουγγό τι του έκαναν οι Τούρκοι ώστε οι Έλληνες να τον κάνουν άγαλμα.

 

Από τα πρώτα πράγματα που έμαθα στη νέα μου γειτονιά στον Κεραμεικό που έφτιαξα μια σχολή στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ήταν για τον Αρίστο, ένας θρύλος μένει πάντα θρύλος. Και τι δεν είχα ακούσει γι αυτόν αφού για κάθε θρύλο ένα κατόρθωμα το λένε οι επόμενοι σαν να έκανε δέκα, φυσικά δεν είχα αγωνία για να μου κάνει την τιμή να με επισκεφτεί αλλά η μοίρα των ανθρώπων δεν καθορίζεται από τις επιθυμίες μας αλλά απ’ ό,τι γράφει το κισμέτ. Κάτι μέσα μου έλεγε πως θα ’πρεπε να γνωρίσω αυτόν τον τύπο. Παρ’ όλο όμως που ρωτούσα διάφορους γείτονες όλοι έλεγαν πως είχε χρόνια να φανεί τριγύρω. Ώσπου μια μέρα ο Σταύρος του καφενέ που λόγω ηλικίας είχε γίνει κυρ Σταύρος και που είχε μεταφέρει τον καφενέ του στην Πειραιώς, φέρνοντας το καφέ μου λέει με ορθάνοιχτα μάτια.

-Φάνηκε ο Αρίστος κυρ Θανάση!

Στο γραφείο μου βάρεσε συναγερμός, έπρεπε πάση θυσία να τον βρω, η καταγραφή των κατορθωμάτων του και ο βίος και η πολιτεία του θα έπρεπε να γίνουν βιβλίο.

-Πού κυρ Σταύρο;

-Τον είδε ο Μανώλης ο γεωπόνος ένα βράδυ στη Σαλαμίνος.

-Δεν τον ρώτησε πού μένει;

-Δεν μου είπε, μου είπε μόνο ότι τον είδε και ότι τώρα είναι νεωκόρος σε μια εκκλησία στον Κολωνό.

Μου’ πεσε το στυλό από το χέρι.

-Νεωκόρος; Βάλανε και μπράβους τώρα στις εκκλησίες;

Ο κυρ Σταύρος έφυγε με την υπόσχεση ότι θα πει στον Μανώλη πως τον ήθελα να μιλήσουμε. Πράγματι την ίδια μέρα είδα εγώ τον Μανώλη που μου είπε πως άμα ξαναδεί τον Αρίστο θα μου τον στείλει πάνω για να τον γνωρίσω, απ’ την άλλη όταν ο κυρ Σταύρος είδε ότι ενδιαφερόμουνα πραγματικά για τον Αρίστο, κάθε φορά που μου έφερνε τον καφέ όλο και κάτι μου έλεγε για τα κατορθώματα του.

-Ξέρεις, μου έλεγε, τί πράμα ήταν αυτός μικρός, εγώ τον γνώρισα μετά τα δέκα πέντε του γιατί τότε άνοιξα το μαγαζί αλλά μου είπανε πολλά που έκανε και πιο μικρός.

Δεν πέρασαν μέρες και η πόρτα του γραφείου μου χτύπησε από τον κυρ Σταύρο.

-Κυρ Θανάση, σου’φερα τον Αρίστο!

Σηκώνομαι και πάω προς την πόρτα, πίσω από τον κυρ Σταύρο ένα παλικάρι κατ’ αρχή θλιμμένο όπως μου φάνηκε, ελαφρώς αξύριστος, ψηλός αλλά όχι αυτό που λέμε γεροδεμένος, καμία σχέση με τον Αρίστο έτσι όπως μου τον είχαν περιγράψει.

-Πέρασε Αρίστο, ήθελα να σε γνωρίσω μωρέ, μου έχει πει τόσα ο Σταύρος για σένα, του είπα και του έκανα τόπο να περάσει στο γραφείο.

Δεν μίλησε αμέσως αλλά μετά από μία απόπειρα βήχα λύθηκε το στόμα του.

-Ο Θεός μοίρασε σ’ όλους τους ανθρώπους κουτάλες, σε όλους μοίρασε, δεν πρέπει να βρεθεί κανείς που να πει ότι ο Θεός τον ξέχασε γιατί κάνει αμαρτία. Όσο όμως μεγαλώνει ο άνθρωπος δεν εκτιμά την κουτάλα που του έδωσε ο Θεός και θέλει να αποκτήσει άλλη κουτάλα απ’ αυτή που του έδωσε ο Κύριος. Και αυτές τις κουτάλες εννοώ, άλλοι τις αγοράζουν από ακριβά μαγαζιά, άλλοι τις κλέβουν από άλλους και άλλοι τις καταστρέφουν με τις βλακείες τους.

Έβαλα τα γέλια, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι αγωνιούσα να συναντήσω τον Τζιμ Λόντο και τελικά να μου προκύψει Βέγγος με τις φιλοσοφίες του.

-Τι είν’αυτά Αρίστο, εγώ περίμενα να μάθω από σένα τα ανδραγαθήματα σου και συ μου το ’ριξες στη φιλοσοφία της φασολάδας, πες μου πώς περνάς τώρα, άσ’ τα αυτά περί κουτάλας, εντάξει, υπάρχουν και μερικοί που δεν έχουν να φάνε, ας πάνε στην εκκλησία που εκεί έχουν κουτάλες.

-Δεν έχουν πολλές γιατρέ. Οι παπάδες είναι ήρωες, ο κόσμος όμως δεν τους χωνεύει γιατί πιστεύει ότι κάθονται και δεν κάνουν τίποτα.

Ήταν φανερό ότι ο γίγαντας Αρίστος από ένα σημείο και μετά άλλαξε ζωή και από ημίθεος έγινε θεοσεβούμενος.

-Δεν μου λες Αρίστο, τι ήταν εκείνο που σ’ έκανε να αλλάξεις και από λεβεντόπαιδο με ένσημα στο ξύλο, στον καβγά και στον τσαμπουκά, έγινες θεοσεβούμενος;

-Η κουτάλα γιατρέ…

Άντε πάλι η κουτάλα!

-Τι σ’ έπιασε με την κουτάλα Αρίστο, δεν έχεις τώρα να φας;

-Όχι, δεν έχω. Όλα άλλαξαν όταν μου πήρε τα χιλιάρικα μία γυναίκα που δεν κατάλαβα ότι ήταν του δρόμου, με ξεγέλασε το γέλιο της, η μάνα μου το έλεγε αυτό, τις γυναίκες που γελάνε να τις φοβάσαι. Έμαθα πως έκανε πιάτσα κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο στην Ομόνοια, στην αρχή σκέφθηκα να τη σκοτώσω, μπήκα όμως πρώτα στην εκκλησία να πω στο Θεό τι σκοπό είχα. Και τότε άλλαξα, ο Κύριος μου είπε πως “ό συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις” και ότι εγώ είμαι υπεύθυνος που έχασα την κουτάλα μου και κανείς άλλος. Μου είπε, Αριστείδη ο Θεός παρ’ όλο ότι δεν συμφωνούσε μ’ αυτά που έκανες σου έδωσε κουτάλα, τώρα στην πήραν, δίκαια στην πήραν γιατί αυτή την κουτάλα την είχες αποκτήσει με αμαρτωλές πράξεις, πήγαινε τώρα αν θέλεις να υπηρετήσεις την εκκλησία μην τυχόν και συγχωρεθούν οι αμαρτίες σου. Και έτσι άλλαξα δρόμο και κατέληξα νεωκόρος για να έχω ένα κομμάτι ψωμί από άλλους αφού δικό μου δεν έχω.

-Δηλαδή εκεί που δουλεύεις τώρα δεν παίρνεις λεφτά;

-Δεν δουλεύω, υπηρετώ τον Κύριο γιατί τον αγαπώ. Η αγάπη προς τον Θεό δεν είναι ανάγκη, ούτε υποχρέωση, ούτε απαίτηση, είναι απόφαση!

Έμεινα άφωνος, όλη η φιλοσοφία περί πίστης συμπυκνωμένη σε μια μόνο φράση.

-Αρίστο με εντυπωσιάζεις, φαίνεται πως η ζωή σου δίδαξε πολλά αλλά βρε χριστιανέ ένα πιάτο φαγητό το δικαιούσαι έτσι κι αλλιώς.

Σηκώθηκε όρθιος, ήταν φανερό πως δεν ήθελε άλλη κουβέντα, στην πόρτα με χαιρέτησε και μου είπε με μια απέραντη θλίψη στο πρόσωπο του.

-Εγώ είχα κουτάλα κύριε και την έχασα αλλά εγώ φταίω που την έχασα. Και ο μη έχων κουτάλα, μηδέ εσθιέτω.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 12: Έτερο κατέρου

 

Τον πρώτο καιρό κάθε γάμου όλα είναι λαμπερά και στολισμένα, όπως ακριβώς τα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Με τα στολίδια, τα φώτα, τα λαμπιόνια, τις μπάλες, τη φάτνη. Αγάπες, λουλούδια, χαμόγελα, όνειρα, ματς μουτς, γλύκες. Μετά αρχίζουν να παλιώνουν τα στολίδια, να σβήνουν τα φώτα, να φθείρονται τα λαμπιόνια, να ξεφουσκώνουν οι μπάλες, να τσαλακώνεται η φάτνη. Και όλα αυτά σε μια ατμόσφαιρα …έτερο κατέρου! Όλος ο κόσμος ξέρει ότι η φράση έτερον εκάτερον σημαίνει άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Αυτό όμως είναι για όλο τον κόσμο, δεν είναι για την κυρία Ρούλα, για την κυρία Ρούλα το “έτερο κατέρου” όπως το έλεγε, σήμαινε τα πάντα. Ακόμη και στην πιο συνηθισμένη ερώτηση του τύπου τι κάνεις κυρία Ρούλα, σου έδινε την απάντηση που σ’ έστελνε στον άλλο κόσμο.

-Τι να κάνω, έτερο κατέρου!

Αν τώρα συνέχιζες σε μια δεύτερη επίσης πολύ συνηθισμένη ερώτηση του τύπου τι κάνουν τα παιδιά, ε, τότε σ’ αποτέλειωνε.

-Τι να κάνουν, έτερο κατέρου!

Δηλαδή σε κάθε απάντηση, δεσπόζουσα θέση είχε το έτερο κατέρου. Αλλά ακόμη και σ’ άλλες ερωτήσεις απλές και πρακτικές όπως π.χ. μπορείς να ’ρθεις την Τετάρτη στις έξι, η απάντηση περιείχε πάντα μια επίσης χοντρή δόση του απαραίτητου συστατικού των απαντήσεων της κυρίας Ρούλας.

-Μπορώ, εκτός κι αν συμβεί κάτι, άνθρωποι είμαστε, δεν είμαστε έτερο κατέρου;

Φυσικά δεν μπορούσε να ρωτήσει κανείς πώς πάνε τα παιδιά της στο σχολείο γιατί η κυρία Ρούλα ήταν καταπέλτης.

-Ο μεγάλος είναι καλός αλλά ο μικρός άσ’ τονα, αυτός είναι έτερο κατέρου!

Η κυρία Ρούλα! Ένας φανταστικός τύπος. Ερχόταν στο ιατρείο μου ο γαμπρός της, ο άντρας της αδελφής της, ένας άνθρωπος σοβαρός, λιγομίλητος, τακτικός στα ραντεβού του και εντάξει στις συναλλαγές του. Δεν είχα κανένα πρόβλημα μαζί του και δεν γνώριζα και κανέναν άλλον από την οικογένεια του, ούτε είχαμε ποτέ κουβεντιάσει αν ήταν παντρεμένος ή όχι. Μια μέρα ξαφνικά εισβάλλει στο ιατρείο μου μια γυναίκα άγνωστη σε μένα που με ύφος ανακριτή αρχίζει να με ρωτάει, αν ο τάδε πελάτης μου πληρώνει κανονικά, πότε έρχεται, πότε φεύγει και…

-Σε κάθε περίπτωση, πότε θα τελειώσει, με ρωτάει και είναι έτοιμη να μου σκίσει τη μούρη.

Θύμωσα.

-Με ποιο δικαίωμα τα ρωτάτε εσείς αυτά, ποια είστε, την ρωτάω.

-Αυτό είναι έτερο κατέρου!

Είχα μπει στο πλοίο! Ένα πλοίο που με ταξίδεψε σε κόσμους ωραίους που τώρα που τα σκέφτομαι, συγκινούμαι. Φυσικά εγώ δεν άφησα την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη να μην καταγράφω κάθε λέξη της και κάθε φράση της. Μετρίου αναστήματος, καλή στο πρόσωπο όχι και μπουτίκ βέβαια, γενικά μια γυναίκα πέντε κι εξήντα χοντρική πώληση, πόδια στραβά σαν του παλιού παίκτη της ΑΕΚ Νεστορίδη, γυαλιά μυωπίας, μαλλί σγουρό προς το αχτένιστο. Ο λόγος που είχε εισβάλλει σε μένα ήταν ότι η αδελφή της έχανε τον άντρα της. Και έβαλε την κυρία Ρούλα να τον ανακαλύψει, αυτή τον παρακολούθησε και είδε ότι ερχόταν σε μένα, άρα τα λεφτά του δεν τα έτρωγε ούτε στα ζάρια, ούτε στον ιπππόδρομο, ούτε σε γυναίκες.

-Χρυσό παιδί ο Γρηγόρης, αποφάνθηκε ο Τζέημς Μποντ, αναφωνώντας με άκρατη ευδαιμονία.

Αυτό βέβαια το είπε μετά, πριν μάθει όμως ο πήξος, ο δείξος, θα δεις τι θα του κάνω, αυτά δεν περνάνε σε μας, τα ίδια μου έκανε κι ο δικός μου, τέτοια. Όλα τα έμαθα, όλα μου τα είπε δηλαδή, γνώρισα και την αδελφή της, καμία σχέση με την κυρία Ρούλα που εξακολουθούσε να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος μου και για όλα όσα έλεγε και κυρίως για το πώς τα έλεγε.

Κάποτε γνώρισα τον άντρα της τον Αρίσταρχο, όταν τον έφερε συνοδεία στο ιατρείο μου να ρίξω μια ματιά γιατί μυρίζει ο “στόμας” του όπως μου είπε.

-Αυτός δεν είναι να τον δει άνθρωπος, μου είπε προκαταβολικά.

-Εσύ πώς τον βλέπεις, την ρώτησα.

-Ε καλά, εμείς φάγαμε το μέλι και σκουπίσαμε και το δάχτυλο.

-Πάει δηλαδή ο έρωτας;

Η κυρία Ρούλα έκανε έναν μορφασμό αποτροπιασμού που μου φανέρωνε πως ο Αρίσταρχος έπαψε πια να είναι ένα στολισμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο και έγινε ένα απλό αστόλιστο δέντρο!

-Ο έρωτας…Άμα υπήρχε έρωτας τώρα δεν θα τον έφερνα στο γιατρό έτερο κατέρου, θα τον πήγαινα στα κλαρίνα!

Έβαλα τα γέλια.

-Στα κλαρίνα, ε;

-Στα κλαρίνα, πού θα τον πήγαινα, στους εσπερινούς για αρτοκλασία;

Απίθανη η κυρία Ρούλα, ο άντρας της καλός ανθρωπάκος φαινόταν.

-Εγώ γιατρέ δεν ήθελα να’ρθω αλλά μ’ έφαγε, μου είπε με το που μου άπλωσε το χέρι για την τυπική χαιρετούρα της γνωριμίας., ένα χέρι σκληρό, αγκαθωτό σαν τρίφτης τυριού.

-Ε, να ρίξουμε μια ματιά στα δόντια, του είπα εγώ ως έπρεπε να πω.

-Εγώ γιατρέ με τα δόντια ξεκολλάω πόρτα απ’ τους μεντεσέδες.

-Ξεκόλλαγε! Τώρα δεν μπορεί να μασήσει ούτε λαπά, τον πάει αμάσητο…

Μην τυχόν η κυρία Ρούλα και δεν διορθώσει τα κακώς λεχθέντα από τον συμβίο. Κάνω ότι δεν άκουσα την παρέμβαση της.

-Εντάξει κύριε Αρίσταρχε, ένας έλεχγος δεν βλάφτει.

-Γιατί, τι είμαι, φορτηγό;

Ρίχνω τη ματιά μου στην κυρία Ρούλα που φαίνεται πυρ και μανία που ο σύζυγος δεν μιλάει με τα πρέποντα σ’ έναν επιστήμονα!

-Κάτσε και μη μιλάς, άσε τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του, του λέει αυστηρά.

Κάθεται, ρίχνω μια γρήγορη μια ματιά στο στόμα του και διαπιστώνω πως ήδη βρίσκεται στη ρεσεψιόν της μασέλας.

-Κύριε Αρίσταρχε δεν φαίνονται καλά τα δόντια σου, αποφαίνομαι.

-Το’πα εγώ! Ανοίγει τις μπύρες με τα δόντια, καλά να πάθει έτερο κατέρου.

-Πρέπει να κάνουμε μερικές εξαγωγές, ξανααποφαίνομαι.

-Βγάλ’ τα του όλα, να μάθει!

Μια κυρία Ρούλα θυμωμένη. Η σωστή λέξη δεν είναι θυμός, είναι μίσος, μου έδειχνε πως αν δεν ήμουν μπροστά ήταν ικανή να τον ρίξει στο πηγάδι. Ή στον κάδο απορριμμάτων της γειτονιάς. Όπως τα αστόλιστα πια δέντρα μετά τις γιορτές που τα σέρνομε ως τον κάδο της γειτονιάς και επειδή είναι και βαριά τα αφήνομε κατάχαμα να τα πάρει ο Δήμος με το απορριμματοφόρο. Α, ρε φουκαρά Αρίσταρχε πάνε τα στολίδια, τα φώτα, τα λαμπιόνια, οι μπάλες, η φάτνη, ούτε για τα κλαρίνα πια δεν σ’ έχει η κυρία Ρούλα έτερο κατέρου, οπότε τι σου μένει ρε γίγαντα των κάποτε ξεκολλημένων μεντεσέδων; Το απορριμματοφόρο!

-Έχει και ανεβασμένη χοληστερίνη, πού να μην πω, έτερο κατέρου.

Ο άντρας της δεν μιλάει.

-Γιατί αυτό, λέω εγώ.

-Δεν ξέρω, κάνει καταχρήσεις, λέει και τον κοιτάζει πλαγίως.

-Κάνεις καταχρήσεις κύριε Αρίσταρχε; τον ρωτάω.

Ο κυρ Αρίσταρχος απάθεια.

-Άσ’ την να λέει, αυτή ζει στον κόσμο της.

Η κυρία Ρούλα θίγεται.

-Ξέρω εγώ τι λέω.

-Πώς ξέρεις κυρία Ρούλα ότι έχει χοληστερίνη, έχει κάνει εξετάσεις; ρωτάω ενώ ο κυρ Αρίσταρχος εξακολουθεί απάθεια.

-Οι σκωταριές πάνε κι έρχονται.

-Γιατί κυρία Ρούλα, ο άνθρωπος δουλεύει, να μη φάει; Αυτό θα τον φάει έτερο κατέρου!

Πόσο θα ’θελε η κυρία Ρούλα να έστριβε το απορριμματοφόρο κείνη την ώρα στη γωνία και να ερχόταν κατά πάνω μας για να παραλάβει τον συμβίο, έτερο κατέρου! Η ατμόσφαιρα προμηνύει καβγά, προσπαθώ να τον υπερασπιστώ εγώ.

-Ας κάνει πρώτα εξετάσεις και μετά να μιλάς, της λέω αυστηρά.

Η κυρία Ρούλα σηκώνεται όρθια, είναι έτοιμη να βγει έξω στο σαλόνι, προφανώς δεν θέλει ούτε να τον βλέπει, ποιος άραγε κάθεται για να δει πότε έρχεται να παραλάβει το απορριμματοφόρο το αστόλιστο πια δέντρο;

-Έχει μούτρα και για εξετάσεις, αν πάει αυτός για εξετάσεις, ο γιατρός θα το κλείσει το ιατρείο του.

-Γιατί, επιμένω εγώ.

-Θα βουλώσουνε τα σωληνάκια!

Ψάχνω να βρω τρόπο για να εκτονωθεί η κατάσταση.

-Κύριε Αρίσταρχε μην την ακούς, αν εσύ νιώθεις καλά, μη φοβάσαι.

Ο κυρ Αρίσταρχος με κοιτάζει με το ένα τέταρτο του δεξιού ματιού του.

-Εγώ τι να φοβάμαι, άμα είναι να’ ρθει, ας έρθει.

Φιλοσοφία.

-Τελικά εσύ κυρία Ρούλα, τι φοβάσαι, την χοληστερίνη ή τις σκωταριές;

-Άσε με μένα, εγώ είμαι έτερο κατέρου.

-Δηλαδή;

-Τι δηλαδή, μήπως εγώ δεν τρώω;

-Τι τρως, συκωταριές;

Η κυρία Ρούλα πήρε το γνωστό της ύφος.

-Σιγά τα πράματα, ας είναι καλά ο Γιώτης.

-Τι τρως δηλαδή, γλυκά;

-Αμέ! Όχι θα κάτσω να σκάσω. Και τιραμισάκι και ραβανί και έτερο κατέρου και κανένα σαμαλί.

Αχ, αυτό το “σαμαλί” τι μου θύμιζε… Κι ας ήτανε και έτερο κατέρου!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 13: Η διάλεξη

 

Ο προϊστάμενος μου στο στρατό. Ένας αξιοθρήνητος τύπος. Η τσιγκουνιά του ήταν για όσκαρ, ένα όσκαρ απερισκεψίας, κακομοιριάς και ετσιθελισμού λόγω του ότι ήταν αξιωματικός και τότε είχαμε χούντα που τελικά όμως τον οδήγησε για όλα αυτά που έκανε σε απόταξη. Σαν εμφάνιση δεν είχε κάτι το αξιοπερίεργο παρά μόνο ότι μόλις τον έβλεπες δεν μπορούσες να μη σκεφτείς και να μη μουρμουρίσεις ότι αυτόν μάλλον τον άφησαν να φύγει από κάποιο στρατόπεδο ηλιθίων. Πουκάμισο άσπρο στο στήθος αλλά στους γιακάδες και το σβέρκο, ένας σβέρκος σαν μπούτι ημιπαράλυτου χοιρινού που το πήγανε για σφάξιμο πριν ψοφήσει, πιο μαύρο κι απ’ τα μπερέ των μαυροσκούφηδων, ποιος να τα πλύνει, η γυναίκα του ή η κόρη του, αυτές το μόνο που ήξεραν ήταν να περιμένουν τα απογεύματα που γύρναγε ο άντρας του σπιτιού να τους φέρει το έτοιμο φαγητό από τα μαγειρεία της μονάδας. Κάθε μέρα όταν πλησίαζε η ώρα αναχώρησης του μόνιμου προσωπικού πήγαινε στα μαγειρεία των στρατιωτών και γέμιζε την τεράστια χύτρα που είχε πάντα μαζί του μ’ ό,τι φαγητό είχε μαγειρευτεί, φυσικά την χύτρα την είχε αρπάξει με το έτσι θέλω από τα μαγειρεία. Και ο αθεόφοβος δεν έπαιρνε μία μερίδα, μιλάμε για μια χύτρα που χωρούσε δέκα μερίδες, μετά την τοποθετούσε ωραία ωραία μπροστά στα πόδια του στο λεωφορείο των αξιωματικών που τους μετέφερε στην Αθήνα, αδιαφορώντας για το τι έλεγαν όσοι κάθονταν δίπλα, μπροστά και πίσω του, φυσικά το φαγητό μύριζε και όλοι όχι μόνο δυσανασχετούσαν και μουρμούριζαν αλλά μέσα τους έβριζαν.

-Μα δεν ντρέπεται ολόκληρος αξιωματικός να κλέβει το φαγητό των φαντάρων;

Όχι, δεν ντρεπόταν. Και δεν τον ένοιαζε τι μουρμούριζαν οι άλλοι, αυτός έπρεπε να πάει φαγητό στο σπίτι, ας έκανε κι αλλιώς, είχε μια σύζυγο την είχαμε γνωρίσει, μια τσουρόγρια με νύχια βυσσινί, νεκροταφί θα’ λεγα που έτσι και τα κούναγε πέρα δώθε όταν μίλαγε νόμιζες πως παρακολουθείς περιφορά επιταφίου, Παναγία μου, ας τολμούσε να μην πάει φαγητό, η παντόφλα θα πήγαινε σύννεφο. Και μια κόρη που την έφερνε κάνα Σάββατο που είχαμε επιθεώρηση μήπως και της κάτσει κανένας αξιωματικός για γαμπρός. Η αρπαγή λοπόν του φαγητού είχε γίνει θέμα σ’ όλη τη μονάδα, αυτός όμως χαμπάρι.

Τι έχει να χάσει ο στρατός μωρέ με δυο μερίδες φαγητό;

Έτσι έλεγε πάντα κακομοίρικα σ’ όσους του το επεσήμαιναν, μόνο που δεν έπαιρνε ποτέ δύο αλλά πάντα πάνω από πέντε. Κι έτσι κάθε μέρα με την χύτρα στην ώρα του και στην παχυδερμία του. Ο μάγειρας όμως είχε λυσσάξει, όταν του έβαζε το φαγητό που φοβόταν ένεκα του ότι ήταν αξιωματικός να του αρνηθεί, παρακαλούσε από μέσα του να του κάτσει στο στομάχι, να πάθει δηλητηρίαση, να πεθάνει, να, να, να. Με τα να όμως δεν σταματούσαν οι μερίδες, χρειαζόταν κάτι πιο χειροπιαστό και δραστικό. Και βρέθηκε. Κάποιος του είπε να του βάλει μέσα στο φαγητό πέτρες. Όταν το μενού θα ήταν όσπρια θα του έβαζε μέσα καμιά δεκαριά πέτρες, στο κάτω κάτω τα φασόλια, τις φακές, κλπ, σιγά μην τα καθάριζαν, τα έριχναν μέσα στο καζάνι με τα τσουβάλια, ε, δεν μπορούσαν αυτά να είχαν μέσα λίγες πέτρες; Όπερ και εγένετο. Την επομένη ο δικός σου όλο παράπονα.

-Τι φαγητό ήταν αυτό χθες, όλο πέτρες ήτανε, είπε στους φαντάρους του ιατρείου που ήξερε ότι και αυτοί το ίδιο φαγητό είχαν φάει.

Οι φαντάροι δεν ήξεραν ακόμη για τη λύσσα του μάγειρα.

-Όχι κύριε προϊστάμενε, λουκούμι ήταν, του απάντησαν.

-Τι λουκούμι βρε, όλο πέτρες ήτανε, τους είπε.

Σταμάτησε να παίρνει όσπρια, ο μάγειρας ήλπιζε ότι θα σταματήσει μετά απ’ αυτό κι έτσι όταν τον είδε να ξανάρχεται, απογοητεύτηκε, τώρα, τι να βάλει στον μουσακά, στο κρέας, στο ψάρι; Από τη δύσκολη θέση τον έσωσε πάλι αυτός που του είχε μιλήσει για τις πέτρες.

-Βάλ’ του τσατσάρες, καθρεφτάκια, νυχοκόφτες, ό,τι βρεις, του είπε.

Ο μάγειρας δίσταζε.

-Ε, όχι μωρέ, θα φάω καμιά φυλακή.

-Πού θα το πει, άμα το πει στον διοικητή κάηκε, δεν επιτρέπεται οι αξιωματικοί να παίρνουν φαϊ από τα μαγειρεία των οπλιτών, του απάντησε.

Τον έπεισε. Την ίδια μέρα κιόλας οι οκτώ μερίδες τηγανιτού γαλέου είχε η κάθε μία μέσα και το δικό της αξεσουάρ, άλλη μερίδα είχε τσατσάρα, άλλη νυχοκόφτη, άλλη οδοντογλυφίδες δεμένες με σπάγκο, άλλη ένα κομάτι ύφασμα, άλλη δυο παραμάνες κ.ο.κ. Η καλύτερη μερίδα ήταν αυτή που είχε μέσα μια φωτογραφία του Παττακού κομμένη από εφημερίδα. Ο προϊστάμενος μου τρελάθηκε, την επόμενη μέρα όχι μόνο παράπονα αλλά και αποφάσεις.

-Δεν ξαναπαίρνω φαϊ από τα μαγειρεία, να μην πάθουμε και τίποτα, τις πέτρες τις καταλαβαίνω αλλά όχι και νυχοκόφτες.

Οι φαντάροι του ιατρείου που εντωμεταξύ το είχαν μάθει, του έκαναν πλάκα.

-Μήπως κύριε προϊστάμενε τους βάλατε σεις και το είχατε ξεχάσει;

-Άντε βρε…

Τα μαγειρεία ανάσαναν. Δεν ανάσαναν όμως οι χωριάτες που έμεναν γύρω από τη μονάδα, κάθε πρωί αντί ο αθεόφοβος να κάθεται στη δουλειά του δηλαδή στο οδοντιατρείο, έπαιρνε ένα σακίδιο κι έβγαινε στο ζήτι, χούντα είχαμε, αξιωματικός ήτανε, οι χωριάτες φοβόντουσαν, ήθελαν βλέπεις να τα είχαν καλά με την κυβέρνηση. Κρεμμύδια, πατάτες, λάδι, αυγά, χόρτα, ελιές, σαλιγκάρια, ως κι έτοιμο φαγητό του έδιναν ορισμένοι, μέρα παρά μέρα κοτόπουλο, κάπου κάπου κόκορα και μια φορά ένα κουνέλι σφαγμένο έτοιμο για μαγείρεμα. Όλοι πιστεύαμε ότι κάποτε αυτά θα τελειώσουν. Έτσι και έγινε, οι χωριάτες τον πήραν είδηση και του έλεγαν:

Δεν έχουμε τίποτα, άμα έχουμε θα τα κρατήσουμε για σας κύριε συνταγματάρχα.

Λοχαγός ήταν αλλά αυτοί όλους τους στρατιωτικούς τους έλεγαν συνταγματάρχες. Έτσι αραίωσαν οι προμήθειες και αναγκαστικά σταμάτησε ο “έρανος του ερυθρού σταυρού”! Στενοχώρια. Ένα μάτσο χάλια είχε γίνει, έχετε δει ποτέ μουσταλευριά να έχει μουχλιάσει; Τυρόπιττα μπαγιάτικη; Πρώην υπουργό που τον πάνε στη στενή με χειροπέδες για ξέπλυμα μαύρου χρήματος; Έτσι ήτανε, δεν μιλιόταν, φυσικά για δουλειά στη μονάδα δεν το συζητάω, ποτέ δεν τον είδα να κάνει κάτι, ούτε και το πηλίκιο να βγάλει, με το που ερχόταν αντί για καλημέρα έφευγε αμέσως, έπαιρνε το σακίδιο και ξαμολυνόταν για έρανο.

 

Πάνω κει στην απελπισία του έρχεται και μια διαταγή του διοικητή της μονάδας και τον αποτέλειωσε. Κάθε Σάββατο έλεγε η διαταγή, όλοι οι προϊστάμενοι τμημάτων θα έπρεπε να ετοιμάσουν μια ομιλία περίπου μιας ώρας και να κάνουν διάλεξη για το στρατεύσιμο προσωπικό δηλαδή τους φαντάρους κάπου χίλια άτομα, με θέμα ειδικού ενδιαφέροντος της ειδικότητας τους αλλά “με γενικές κοινωνικές προεκτάσεις”. Αυτό ήταν η θανατική του καταδίκη, αυτός ο άνοστος κεφτές δεν μπορούσε να μιλήσει ούτε σε θυροτηλέφωνο, θα μιλούσε σε χίλια άτομα; Κόντευε να σκάσει. Άρχισε να σκέφτεται διάφορα για να αποφύγει τη σειρά του που πλησίαζε σύμφωνα με το πρόγραμμα που βγήκε από το διοικητήριο. Να πάει στο   401; Να ζητήσει κανονική άδεια; Να φύγει από το στρατό; Βρόγχος που του έσφιγγε το λαιμό ήταν αυτή η ομιλία. Και δεν ήταν μόνο αυτή καθαυτή η ομιλία, ήταν και το θέμα, τι θέμα να διαλέξει, αυτός το μόνο που ήξερε ήταν να παίρνει φαγητό και να το πηγαίνει σπίτι, τίποτε άλλο. Όχι μόνο οι φαντάροι του ιατρείου αλλά και όλοι μας είχαμε πάθει πλάκα, πολύ το διασκεδάζαμε, κάθε μέρα του δίναμε και μια ιδέα.

-Πες μας κύριε προϊστάμενε πώς μαζεύονται τα σαλιγγάρια, του λέγαμε.

-Άντε βρε, αηδίες, τι χρειάζονται τώρα αυτές οι ομιλίες, μήπως ακούει κανείς, όλοι από κάτω κάνουν πλάκα, όλο βαβούρα είναι, μας απαντούσε και ήταν σαν να ευχόταν να τον άκουγε τώρα ο διοικητής και να πειθόταν ν’ αποσύρει τη διαταγή.

-Μην το λέτε αυτό, τα παιδιά μαθαίνουν, του έλεγα εγώ κάθε πρωί που ερχόταν και μου έπρηζε τα σκώτια γι αυτή την αναθεματισμένη διαταγή και για το θέμα που ακόμη δεν είχε βρει.

-Σιγά που μαθαίνουν.

-Η σύζυγος δεν μπορεί να βοηθήσει; του έλεγα σοβαρός σοβαρός.

-Τι να βοηθήσει αυτή, τι ξέρει αυτή, αυτή δεν ξέρει που παν τα τέσσερα, μου απαντούσε έτοιμος να κάνει εμετό.

Ναι, η σύζυγος δεν ήξερε ενώ αυτός ήξερε! Τα πράγματα είχαν αρχίσει να παίρνουν άσχημη τροπή. Κάθε μέρα η κατάθλιψη είχε γίνει ρούχο που τον είχε ντύσει, έδινε σ’ όλους την εντύπωση του μελλοθάνατου που περιμένει καρτερικά τη λαιμητόμο. Δυο βδομάδες είχαν μείνει για τη σειρά του κι εμείς όλοι λέγαμε ότι δεν θα προλάβαινε ως τότε να ζήσει, θα είχε σίγουρα πεθάνει. Εγώ κάθε μέρα του έδινα ιδέες για να κάνει τη διάλεξη που ήταν υποχρεωτική, μια μέρα του είπα να μιλήσει για την πατρίδα.

-Ποια πατρίδα, δεν πρέπει να είναι τέτοιο θέμα, ο καθένας πρέπει να βρει ένα θέμα της ειδικότητας του.

-Α, ναι; δεν το’ξερα αυτό, εγώ νόμιζα ότι ο καθένας μπορεί να μιλήσει για ό,τι θέλει, απάντησα κάνοντας τον ανήξερο.

-Αμ, τι νόμιζες, αν ήταν έτσι θα έβρισκα θέμα αλλά για τα δόντια τι να πεις;

-Πέσ’τε πόσα νεογιλά δόντια έχει ένα παιδί.

-Τι λες τώρα, αυτό θα το πω σ’ ένα λεπτό, η ομιλία πρέπει να κρατήσει μία ώρα.

Μια μέρα όμως μου έρχεται μια φοβερή ιδέα και τη λέω με σοβαρότητα.

-Μπορείτε να περιγράψετε μια δύσκολη εξαγωγή που κράτησε μία ώρα, καλό θέμα νομίζω πώς είναι αυτό, θα εξαντλήσετε τη μια ώρα που χρειάζεται, τι λέτε;

Έβαλε τα γέλια.

-Και τι θα λέω μία ώρα, έκανα την ένεση αλλά το δόντι ήταν δύσκολο και έκανα μία ώρα να το βγάλω, αυτό σε ένα λεπτό λέγεται.

Α, ρε Σακελλάριε πού είσαι να τον κάνεις ταινία! Εγώ βέβαια έπρεπε να αναλύσω και να τεκμηριώσω την ιδέα μου.

-Μην το λέτε αυτό κύριε προϊστάμενε, αφήστε με να ολοκληρώσω και θα δείτε ότι σας βρήκα θέμα για τη διάλεξη.

-Για λέγε…

-Κατ’ αρχή η ομιλία αυτή έχει τη γενική κοινωνική προέκταση που λέει η διαταγή του διοικητή.

-Ποια προέκταση;

Χαμπάρι δεν είχε πάρει ούτε απ’ αυτή ακόμη τη διαταγή.

-Αφήστε με…

-Λέγε…

-Έχει την κοινωνική προέκταση γιατί ο κόσμος όλος φοβάται τις ενέσεις, ένα το κρατούμενο.

-Και λοιπόν;

-Δεύτερο κρατούμενο που ενισχύει σαφώς το πρώτο κρατούμενο είναι ότι ο κόσμος που πάει για να του κάνουν ένεση είναι σοβαρός, έτσι δεν είναι;

-Εγώ τι θα πω;

Δεν κρατιόταν να μάθει το θέμα, τον είχε κυριεύσει η αγωνία.

-Το δεύτερο λοιπόν κρατούμενο έχει κι αυτό τη γενική κοινωνική προέκταση είναι ότι ο κόσμος θα πρέπει όταν προσέρχεται σ’ ένα επιστήμονα να είναι σοβαρός, οι άνθρωποι αυτοί σπούδασαν σε πανεπιστήμιο, θα πρέπει να τους σεβόμαστε.

-Πάρα κάτω!

Δεν παιζόταν ο άνθρωπος, βιαζόταν, ήταν σίγουρος ότι αφού κάλυψα …επαρκώς τη γενική κοινωνική προέκταση, είχα βρει και το θέμα.

-Θα πείτε λοιπόν ότι τώρα θα κάνουμε μια δύσκολη εξαγωγή κι έτσι όπως σας εξήγησα πριν, πρώτο και δεύτερο κρατούμενο, όλοι οι φαντάροι θα βγάλουν το σκασμό γιατί και φοβούνται την ένεση και σέβονται τον επιστήμονα.

-Κι άμα δεν τον βγάλουν;

-Θα πείτε σοβαρός σοβαρός έκανα την ένεση και περιμένω μισή ώρα για να πιάσει, οπότε για μισή ώρα δεν θα κάνετε τίποτα, θα είσαστε πάνω στο βήμα σιωπηρός.

-Και από κάτω θα γίνεται της κακομοίρας.

-Όχι, θα πείτε στους φαντάρους να κάνουν ησυχία, να σεβαστούν τον ασθενή, εν ανάγκη σας είπα, πέσ’ τε τους να βγάλουν τον σκασμό, αξιωματικός είσαστε, τι φοβόσαστε;

-Ωραία και το είπα, η άλλη μισή ώρα πώς θα περάσει;

Είχε αρχίσει να το πιστεύει ο ανεκδιήγητος! Αλήθεια πώς μπορεί να γίνει κάποιος βλάκας, υπάρχει συνταγή;

-Απλό είναι, μόλις θα αρχίσετε να βγάζετε το δόντι, θα χτυπήσει το τηλέφωνο, θα είναι η γυναίκα σας, άλλα είκοσι λεπτά θα περάσουν, μετά.

-Έλα τώρα, πλάκα κάνεις, δεν γίνονται αυτά.

-Γίνονται κύριε προϊστάμενε αλλά υπάρχει ένα θέμα.

-Ποιο θέμα;

-Αν δεν πιάσει η ένεση, τι θα γίνει, θα περιμένουν χίλια άτομα άλλη μισή ώρα για να πιάσει η δεύτερη ένεση, οπότε πάλι να βγάλουν το σκασμό;

-Αμ, σας τα λέω εγώ, δεν είναι εύκολα τα πράγματα.

Τι κρίμα γαμώτο για τον ελληνικό στρατό που δεν τον έπεισα να διαλέξει αυτό το θέμα, φαντάζεστε να περίμεναν σιωπηλά χίλια άτομα για να πιάσει η …δεύτερη ένεση; Για να ολοκληρωθεί η ωραία αυτή ανάμνηση λέω πως η “διάλεξη” του προϊσταμένου μου δεν έγινε τελικά. Τι κρίμα. Αν γινόταν είμαι σίγουρος ότι τελικά θα τον επέλεγε η Δημοκρατία των Ζαρζαβατικών για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού στους άνιθους, τους μαϊντανούς και τα μπρόκολα!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 14: Γιατί κρύα δεν μπορεί να τα φάει;

 

Μια φορά κι έναν καιρό κάπου κει στο κέντρο του πολιτισμένου μέρους που το έλεγαν πάντα Ευρώπη, βρέθηκε κάποιος πουντράκιας απ’ αυτούς με τους φρεσκοκουρεμένους σβέρκους που αργότερα τους βάλανε ετικέτα στο κούτελο και τους είπαν ειδικούς συμβούλους, επιτρόπους, κομισάριους, επιτετραμμένους και το κακό συναπάντημα, ένας από τους εκατοντάδες ξεγάνωτους τενεκέδες που σίγουρα δεν δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους που σκέφθηκε κάτι που οι όμοιοι του πολιτικοί, βιομήχανοι, λεφτάδες και παρατρεχάμενοι τους, το ονόμασαν μεγαλειώδες! Είπε ο πουντράκιας.

-Ρε σεις αφού ο ήλιος έχει κάνει πάνω από πέντε στρέματα στον ουρανό, γιατί οι εργάτες να κοιμούνται ακόμη;

Όλοι οι από δίπλα άσκεφτοι απόρησαν.

-Έλα ντε, γιατί;

Αυτή του η ερώτηση των άσκεφτων σήμαινε απόφαση.

-Θα γυρίζουμε το ρολόι μία ώρα μπροστά για να τους πιάνουμε στον ύπνο κι έτσι θα ξυπνάνε όλοι πιο γρήγορα για να πηγαίνουν στη δουλειά, δουλειά ρε!

-Είσαι μεγάλος, αναφώνησαν όλοι.

Κι έτσι με τσαμπουκά και με φιρμάνια σουλτάνων καθιερώθηκε παντού και στην Ελλάδα φυσικά το σαλιμπεντιντούμ, δηλαδή η αλλαγή ώρας χειμερινή μία ώρα πίσω και θερινή μία ώρα μπροστά. Και επειδή ο αρχιτεμπέλαρος το σκέφτηκε χειμωνιάτικα μπροστά στο τζάκι που καθόταν και ξεφλούδιζε ένα κάρο κάστανα που φυσικά μετά τα ’ριχνε στο σάκο με τα εντόσθια του, κάνανε πρώτα τη θερινή δηλαδή μία ώρα μπροστά. Ο κόσμος και ο κοσμάκης αλλάλιασε, τα’χασε.

-Τι είναι τούτο πάλι, ακόμη και τον ύπνο και το ξύπνιο θα μας το ορίζουν άλλοι;

Αμέ, όχι παίζουμε! Ποιος δεν ξέρει ότι ο κόσμος είναι κακός και παίρνει χαρά άμα σε δει να τρως τα μούτρα σου; Και να αμέτρητοι μπελάδες την πρώτη μέρα Κυριακή, ραντεβού μπερδεύτηκαν, γάμοι μετατέθηκαν χωρίς να ειδοποιηθούν οι νεόνυμφοι γιατί οι παπάδες πίστευαν ότι θα το καταλάβουν πως άλλαξε η ώρα, ζώα έχασαν τις συνήθειες τους, θέατρα άρχισαν νωρίτερα, οι κινηματογράφοι δεν προλάβαιναν πια δύο προβολές, υπεραστικά λεωφορεία αναστατώθηκαν, μόνο οι αδειούχοι φαντάροι καταχάρηκαν γιατί την πρώτη εκείνη Κυριακή έφυγαν μία ώρα νωρίτερα.

Οι νοικοκυρές όμως, όχι όλες, δεν ήξεραν τι ώρα έπρεπε να μαγειρέψουν για να φάνε το μεσημέρι. Πιο πολύ απ’ όλους σαλτάρισε μια νιόπαντρη αγράμματη γυναικούλα γιατί κάθε Κυριακή έτρωγε με τον άντρα της για μεσημέρι στις δώδεκα και μισή. Και επειδή τις Κυριακές έτρωγαν πάντα κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια χοντρά νούμερο τρία, για να είναι τα μακαρόνια ζεστά όπως το απαιτούσε ο άντρας της έπρεπε ένα τέταρτο πριν τις δώδεκα και μισή δηλαδή στις δώδεκα και τέταρτο, να βάλει τα μακαρόνια στην κατσαρόλα όπου έβραζε το νερό. Η αλλαγή ώρας την μπέρδεψε, ήταν όπως είπα και αγράμματη, πελάγωσε, τελατίνι έγινε, τι ώρα θα έπρεπε να βάλει τα μακαρόνια για να είναι έτοιμα στις δώδεκα και μισή;

Τελικά, αυτά είναι τα σπουδαία θέματα που θα πρέπει να λύσει η ανθρωπότητα και η παγκοσμιοποίηση και όχι οι ισοτιμίες νομισμάτων και οι τιμές του αργού πετρελαίου και διάφορες άλλες τέτοιες αηδίες. Φαντάζεστε μια παγκόσμια διάσκεψη των G 20 για το πότε πρέπει να μπαίνουν τα μακαρόνια στην κατσαρόλα έτσι ώστε άμα έρθει ο άντρας του σπιτιού να τα βρίσκει ζεστά; Εκεί σε θέλω μάστορα, να τους δω όλους αυτούς τους αξιόπτυστους σατανάδες, Αμερικάνους, Ρώσους, Εγγλέζους και Κινέζους τι θα πουν. Πιστεύετε ότι θα συμφωνήσουν αφού ο καθένας απ’ αυτούς τρώει διαφορετικά τα μακαρόνια, αφήστε δε που οι Κινέζοι δεν τρώνε μακαρόνια αλλά ρύζι.

 

Με το απλοϊκό της λοιπόν ανύπαρκτο μυαλό σκέφτηκε πως αφού η ώρα πήγε μία ώρα μπροστά, θα έπρεπε να βάλει τα μακαρόνια στην κατσαρόλα στις έντεκα και τέταρτο. Δηλαδή έντεκα και τέταρτο θα έβαζε τα μακαρόνια, εντεκάμιση θα ήταν έτοιμα. Άρα κατά τη δική της εκτίμηση αφού η ώρα πήγε μία ώρα μπροστά θα ήταν έτοιμα στις δωδεκάμιση! Για να είναι όμως βέβαιη πήγε στο σπίτι της απέναντι μεσήλικης επίσης αγράμματης γυναίκας και την ρώτησε εκφράζοντας ταυτόχρονα και την αγωνία της.

-Κυρία Μαρία τι μας έκαναν τώρα οι κακούργοι με την ώρα;

Η κυρία Μαρία ήταν κι εκείνη μπερδεμένη αλλά δεν είχε απ’ ότι φάνηκε αγωνία γιατί θα ρωτούσε τον άντρα της, αγράμματος όμως κι εκείνος, που θα την κατατόπιζε.

-Τι να σου πω Στέλλα, μας μπερδέψανε, τι έπαθες, τη ρώτησε.

-Να, εμείς τρώμε στις δωδεκάμιση και ένα τέταρτο πιο μπροστά βάζω τα μακαρόνια για να είναι ζεστά, ο Τάσος μου έχει πει ότι τα θέλει ζεστά, τώρα τι ώρα να τα βάλω, μπερδεύτηκα, να τα βάλω έντεκα και τέταρτο;

Τάσος ήταν ο άντρας της Στέλλας, αγρότης.

-Δεν ξέρω, τι να σου πω, θα ρωτήσω τον μπάρμπα Πέτρο και θα σου πω.

Πέτρος ήταν ο άντρας της Μαρίας. Που ήρθε στο σπίτι κατά τις δώδεκα παρά και τον ρώτησε αμέσως.

-Πέτρο τι γίνεται με την ώρα που μας την αλλάξανε;

Ο Πέτρος αυστηρός όπως ήταν την κοίταξε λοξά.

-Τι συμβαίνει;

-Να μωρέ με ρώτησε η Στέλλα, έχει μπερδευτεί με την ώρα και δεν ξέρει τι ώρα να βάλει τα μακαρόνια για να τα φάει ο Τάσος ζεστά.

Ο Πέτρος ήξερε βέβαια το νιόπαντρο ζευγάρι απέναντι αλλά τον ίδιο σαν αγρότης που ήταν κι αυτός άρα φτωχός, αυτές οι ερωτήσεις τον νευρίαζαν γιατί η ουσία για κείνον δεν ήταν η αλλαγή της ώρας και ούτε αν ήταν ζεστό ή κρύο το φαϊ αλλά αν υπήρχε φαϊ και της απαντάει ακόμη πιο αυστηρά από πριν ξεφτιλίζοντας με μια φράση τον κηφήνα που εφεύρε τη νέα ώρα.

-Γιατί κρύα δεν μπορεί να τα φάει;

Δηλαδή με μια και μόνο απάντηση-ερώτηση γύρισε το θέμα κατά εκατό ογδόντα μοίρες, τι θα πει άλλαξε η ώρα, τι με νοιάζει εμένα αν στην Ευρώπη, στην Αμερική ή στην Αφρική κάνουν ό,τι τους γουστάρει, το αν είναι κρύα ή ζεστά τα μακαρόνια είναι το ζήτημα ή αν υπάρχει φαϊ; Αλλά η φουκαριάρα η κυρία Μαρία που σκεφτόταν ότι η Στέλλα ήταν νιόπαντρη και θα έπρεπε να συμμορφωθεί με την επιθυμία του άντρα της που ήθελε να τρώει τα μακαρόνια ζεστά και αφού ο άντρας της με την απάντηση του την ενημέρωσε …επακριβώς πώς θα πρέπει να υπολογίζεται η θερινή ώρα, πήγε στο σπίτι της Στέλλας και της εξήγησε αυτό που της είπε ο άντρας της, δηλαδή το πώς πρέπει να υπολογίζει τον χρόνο όταν αλλάζει η ώρα.

-Άκου Στέλλα τι μου είπε ο μπάρμπα Πέτρος. Βάλε εσύ τα μακαρόνια στην κατσαρόλα να γίνονται και έχε το νου σου ν’ ακούσεις το τρακτέρ. Μόλις δεις από το μπαλκόνι τον Τάσο να έρχεται, ρίξ’τα μέσα για να γίνουν, μέχρι ο Τάσος να βάλει το τρακτέρ στην αυλή, μέχρι να κατεβάσει τα πράγματα, μέχρι να πλυθεί, θα έχουν γίνει και θα είναι ζεστά.

Περιχαρής η Στέλλα την χιλιοευχαρίστησε.

-Αυτό θα κάνω κυρία Μαρία, πώς και δεν το σκέφτηκα η κακούργα!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 15: Ο Λαβουαζιέ

 

Ο Σταμάτης! Ο τύπος που με τις φοβερές ατάκες του ήταν η ατραξιόν της τάξης μας. Όλοι ασφαλώς θυμόμαστε τις επικές εκείνες ταινίες του Χόλιγουντ όπου ο θριαμβευτής βασιλιάς ή στρατηγός έμπαινε στο μεγάλο διάδρομο των ανακτόρων και περπατώντας με βήμα σταθερό, ακολουθιόταν από μια κουστωδία υπασπιστών και στρατιωτών. Κάπως έτσι να φανταστείτε τον Σταμάτη να περπατάει στους διαδρόμους της οδοντιατρικής σχολής και πίσω του καμιά εικοσαριά συμφοιτητές του. Άνθρωπος γεννημένος για μεγάλες πλάκες, άνθρωπος που απ’ το απόλυτο τίποτα έφτιαχνε την καλύτερη πλάκα, είναι ένας από τους ωραιότερους και απολαυστικότερους τύπους που γνώρισα στη ζωή μου. Μεγαλωμένος στις λαϊκές συνοικίες του ένδοξου Πόρτο Λεόνε από το Βενετσιάνικο ρολόι που δέσποζε στην είσοδο του, του Πειραιά δηλαδή, είχε στο ύφος του εκείνο το μάγκικο στιλ και που σε συνδυασμό με τη σκόπιμα αργή εξιστόριση των γεγονότων και το μονίμως πλάγιο χαμόγελο του όπου διακρινόταν σαφώς κι ένας πρώτος προγόμφιος αριστερά της άνω γνάθου που του έλειπε, έφερνε σε κατάσταση έκρηξης όλους όσους τον άκουγαν. Πάντα ετοιμόλογος και καυστικός, επικρατούσε σε παρέα, σε εκδρομή, σε χορό, στα εργαστήρια, στις κλινικές, στα διαλείμματα, παντού. Άπειρες οι απίστευτης πλάκας στιγμές που ζήσαμε όλοι εμείς οι συμφοιτητές και φίλοι του, αμέτρητα τα περιστατικά που μας έκανε όλους να κατουρηθούμε από τα γέλια, ακόμη και τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια, τίποτα δεν έχει χάσει από τη φρεσκάδα και την ομορφιά τους. Ο Σταμάτης λοιπόν κινδύνευε να χάσει το πρώτο έτος εξ αιτίας της Οργανικής Χημείας με καθηγητή τον Λεωνίδα Ζέρβα, έδωσε, ξανάδωσε, τίποτα, δεν το έπαιρνε και εύκολα αυτό το μάθημα, έκανε φροντιστήριο, τίποτα, είχε απελπιστεί. Στην ίδια μοίρα μ’ αυτόν ήταν και ο Γιώργος, φίλος, συμφοιτητής μας. Ώσπου μια μέρα κάποιος τους μιλάει για ένα φοβερό μέντιουμ.

-Είναι φοβερή, ήταν μέντιουμ του Βασιλιά Παύλου, τους λέει.

Η κυρία Σοφία ήταν το φοβερό μέντιουμ, αποφασίζουν και οι δύο να πάνε να τους πει τα θέματα της Οργανικής Χημείας, παίρνουν χαρτιά και μολύβια και πάνε επίσκεψη.

-Εσύ είσαι ο Σταμάτης και συ είσαι ο Γιώργος, τους λέει.

Τρελάθηκαν, σε κανέναν δεν είχαν πει τα ονόματα τους.

-Τι είν’ αυτή ρε, γυρίζει και λέει ο Σταμάτης στον Γιώργο.

-Τι θέλετε από μένα, τους ρωτάει η κυρία Σοφία.

-Κυρία Σοφία είμαστε φοιτητές της οδοντιατρικής σχολής και θέλουμε να μας πεις τα θέματα που θα βάλει ο Ζέρβας ο καθηγητής.

Είναι να τρελαίνεσαι τι απαιτήσεις έχει ο κόσμος! Η κυρία Σοφία όμως δεν κολώνει, Βασιλιάς Παύλος είναι αυτός.

-Για να σας πω τα θέματα θέλω όταν κοιμηθώ να μου πείτε ένα πνεύμα, κάποιον δηλαδή που να έχει πεθάνει και να ξέρει τα θέματα για να τον ρωτήσω να μου τα πει.

Τα ’χασαν, δεν περίμεναν τέτοια εξέλιξη, ποιον να της πουν;

-Καλέστε τον πατέρα του Ζέρβα, σίγουρα θα έχει πεθάνει, καθηγητής θα ήταν κι αυτός, έτσι πάνε στην Ελλάδα οι καθηγητές, κληρονομικά, λέει ο Σταμάτης.

Η κυρία Σοφία έχει ήδη υπνωτισθεί και μουρμουρίζει, ο Σταμάτης και ο Γιώργος έτοιμοι με τα χαρτιά για να γράψουν τα θέματα.

-Τον βλέπω, λέει η κυρία Σοφία.

-Τι βλέπετε, ρωτάνε και οι δύο.

-Γένια! Πολλά γένια, απαντάει η κυρά Σοφία.

-Ελάτε κυρία Σοφία, αφήστε τις περιγραφές και ρωτήστε τον τα θέματα.

-Γράψτε!

-Ακούμε…

-Τα μισά θέματα θα είναι από τη μέση και μπρος και τα άλλα μισά από τη μέση και πίσω.

Τους φώτισε. Δυσανασχετεί ο Σταμάτης.

-Πιο αναλυτικά σας παρακαλούμε, πρώτο θέμα, δεύτερο, τρίτο.

-Δεν είναι ειδικός μου λέει, είναι φυσικός.

-Φτου σου γαμώτο, συγνώμη κυρία Σοφία.

Τώρα τι γίνεται;

-Ελάτε, πείτε μου έναν σχετικό με το θέμα.

Υπνωτισμένη η κυρία Σοφία επιμένει να κάνει διάλογο με τους ξυπνητούς.

-Ποιον να πούμε, ρε, ρωτάει ο Γιώργος.

-Πού να ξέρω, ρε, απαντάει ο Σταμάτης.

Η κυρία Σοφία δείχνει να δυσανασχετεί. Ο Σταμάτης τα παίζει όλα για όλα.

-Κάλεσε τον …Λαβουαζιέ!

-Ποιος είναι αυτός, έχει πεθάνει; ρωτάει η κυρία Σοφία.

-Αυτός ήταν Γάλλος χημικός πριν από καμιά διακοσαριά χρόνια, κανονικά θα πρέπει να έχει πεθάνει, για καλέστε τον.

Η κυρία Σοφία είναι ασάλευτη. Ο Σταμάτης και ο Γιώργος έχουν ανεβάσει τα γράδα της αδρεναλίνης τους στα ύψη γιατί ξέρεις τι είναι να βρει ανάμεσα σε τόσους Ευρωπαίους επιστήμονες αυτόν που θα τους πει επιτέλους τα θέματα και μάλιστα έτσι όπως τα ήθελαν, δηλαδή πρώτο θέμα, δεύτερο, τρίτο; Μετά λένε οι σημερινοί φοιτητές έχουμε εξεταστική και σαχλαμάρες, σιγά τα ωά, η δική μας εποχή ήταν ωραία, πηγαίναμε στα μέντιουμ και καθαρίζαμε, αυτές ήταν σπουδές, τότε υπήρχαν πανεπιστήμια, όχι σήμερα.

-Τον βλέπω, πετάγεται σαν πίδακας συντριβανιού η κυρία Σοφία!

Το γέλιο άπλωσε αυτόματα στο πρόσωπο και των δύο.

-Αυτός είσαι, λέει χαρούμενος ο Γιώργος στον Σταμάτη που τον επιδοκιμάζει για την έμπνευση του.

Η κυρά Σοφία στην επιστήμη της, με ύφος χιλίων καρδιναλίων μονολογεί.

-Γένια! Πολλά γένια!

Ο Σταμάτης βάζει τα γέλια, νευρικά γέλια.

-Όλοι γένια είχαν τότε κυρά Σοφία, ρωτήστε τον σας παρακαλώ να ξεμπερδεύουμε.

-Τον ρωτάω!

Πάλι χαρτί και μολύβι, τώρα είναι σίγουροι ότι θα μάθουν τα θέματα.

-Ουφ! Δεν καταλαβαίνει ελληνικά, δεν μπορώ να συνεννοηθώ, λέει ατάραχη.

-Κυρία Σοφία έχετε ένα συστημένο, μια φωνή από την αυλή το είπε αυτό, ο ταχυδρόμος.

Η κυρία Σοφία με κλειστά μάτια, άρα υπνωτισμένη και επικοινωνούσα με τον Λαβουαζιέ, απαντάει στη στιγμή.

-Φέρ’ το μέσα Νίκο να υπογράψω.

Ο Σταμάτης δείχνει αγανακτισμένος.

-Κάτσε κυρία Σοφία, εντάξει να μιλάς με μας που σου λέμε τα πνεύματα, όχι όμως και να υπογράψεις κοιμισμένη, πάμε ρε Γιώργο.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 16: Η Γαλανόλευκη

 

Δεν ήταν χαζή. Δεν ήταν έξυπνη. Δεν ήταν αργόστροφη. Δεν ήταν ετοιμόλογη. Γράμματα δεν ήξερε. Δεν ήξερε να γράψει, δεν ήξερε να διαβάσει, πολλές φορές δεν ήξερε ούτε να μιλήσει, ούτε καν ήξερε τι θα πει δημοτικό σχολείο. Βοήθεια μας έλεγε και υπέγραφε μ’ έναν πελώριο σταυρό σαν αυτούς που κάνουν διάφοροι θεοσεβούμενοι με άσπρες πέτρες πάνω σε βουνά. Στην τηλεόραση όμως ήθελε να βλέπει μόνο ξένα, τα ελληνικά λένε βλακείες, έλεγε με στόμφο. Πιστεύω πως αν της έβγαζαν ποτέ εγκεφαλογράφημα, αυτή η ακανόνιστη γραμμή που αποτυπώνεται στο χαρτί για την Κατίνα θα ήταν ευθεία. Δηλαδή ο εγκέφαλος της δεν λειτουργούσε ή δεν υπήρχε εγκέφαλος; Ποτέ δεν μπήκα στον κόπο ν’ απαντήσω, αρκούσε μόνο να την έβλεπες ή το συναρπαστικότερο να την άκουγες, ήταν απόλαυση ψυχής.

Μετρίου αναστήματος, μικρό κεφάλι, μεγάλο στήθος πολύ μπροστά, μεγάλα οπίσθια πολύ πίσω, σαν να γεννήθηκε δυο κομάτια και μετά την κόλλησαν. Περπατούσε στη γειτονιά με το προτεταμένο στήθος να εμφανίζεται πολύ πριν από το υπόλοιπο όπως είπα σώμα. Πάντα με τα ρούχα της λάντζας ακόμη κι αν, λέω αν, της τύχαινε καμιά επίσημη επίσκεψη ή έξοδο, τόσο σπάνιο αυτό όσο το να κερδίσει το λαχείο κάποιος που δεν αγόρασε ποτέ κάτι τέτοιο. Τα μάτια της είχαν πάντα μια μόνιμη τσίμπλα, τα δόντια της έφερναν ως προς το χρώμα προς το αμπελοφασουλί με σκουροβαθυπράσινα σιρίτια στους αυχένες λες και ήταν βιομηχανικός εργάτης σε ορυχείο εξόρυξης ακατέργαστων ακόμη γαιανθράκων. Όταν κοιμόταν ροχάλιζε σαν σιδηρόδρομος, όταν τραγουδούσε νόμιζες ότι έκλαιγε, όταν όμως έκλαιγε νόμιζες ότι τραγουδούσε. Το μεγαλύτερο χόμπι της, έτσι έλεγε και καμάρωνε, ήταν να λύνει σταυρόλεξα. Όταν της έπεφτε στα χέρια περιοδικό κοίταζε τα σταυρόλεξα με τις ώρες. Μόνο τα κοίταζε. Το περιοδικό βέβαια δεν ήταν ανάγκη υποχρεωτικά να ήταν ίσια, τα σταυρόλεξα όπως και να τα δεις ίσια δείχνουν. Και πάντα έλεγε μ’ έναν βαθύ αναστεναγμό.

-Εμένα μ’ αρέσει να λύνω σταυρόλεξα.

Η Κατίνα! Ήρθε στην Αθήνα μικρή από την Πελοπόννησο κι έπιασε δουλειά σαν υπηρέτρια στο σπίτι της κυρίας Πιπίτσας που ανέφερα στο κεφάλαιο “Νεγκρεπόντε”. Αυτό το σπίτι έμελλε να ήταν και το σπίτι της για μια ζωή, μια κυρία άλλοτε δύστροπη και άλλοτε χύμα, καλή ψυχή όμως, ανύπαντρη κι αυτή δέσανε με την Κατίνα ώσπου στο τέλος ήταν αδύνατο να μιλάει κανείς για σχέση υπαλλήλου και εργοδότη, σαν μάνα με κόρη ήταν, σαν αδελφές. Αλλά και αντίζηλες, οι διάλογοι τους πάνω σε στιγμές κεφιού, έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.

-Κατίνα τι ωραίο φόρεμα είν’ αυτό; Αχ πόσο σου πάει βρε Κάτια, να λέει η κυρία.

Κάτια την αποκαλούσε όταν βρισκόταν σε έπαρση.

-Όχι Πιπίτσα μου, αυτά τα φορέματα πάνε μόνο σε ωραίες γυναίκες όπως εσύ, να αντιτείνει η Κατίνα.

-Έλα τώρα, άρχισες, να απαντάει συνεσταλμένα η κυρία.

Κατά την Κατίνα, η κυρία της ήταν η ωραία γυναίκα, κιλά εκατόν τριάντα χωρίς το απόβαρο, με κάτι στήθια σαν καρπούζια και πισινά σαν σημαδούρες. Όταν μιλούσε για τα κάλλη της κυράς της σταματημό δεν είχε.

-Εσύ στα νιάτα σου πρέπει να ήσουνα ίδια η Μπάρμπο.

Όπου Μπάρμπο, Γκρέτα Γκάρμπο. Η χοντρή ανταπέδιδε τη φιλοφρόνηση.

-Και συ Κατίνα μου ίδια η Λολομπρίντζιτα, πανάθεμα τη.

Αυτά όταν ήταν στα καλά τους. Που δεν ήταν βέβαια πάντα έτσι, τις περισσότερες φορές είχαν τις μαύρες τους. Και τότε στέναζε όλη η γειτονιά, να ωρύεται η χοντρή.

-Πού έχεις μωρή το μπρίκι;

Να αμύνεται η Λολομπρίντζιτα.

-Μέσα στο ντουλάπι είναι, δεν το βλέπεις; στραβή είσαι;

-Πώς να το δω μωρή μαϊμού, μα τι μαϊμού, μέσα στο ντουλάπι;

Η Κατίνα έκανε μια κίνηση αποστροφής για όλη την κοινωνία.

-Ε, βέβαια, οι γελάδες δεν βλέπουνε, μόνο γάλα κάνουνε.

Ήταν μεγάλη γυναίκα, η ίδια δεν έλεγε ποτέ την ηλικία της, όχι γιατί την έκρυβε αλλά γιατί δεν ήξερε να μετράει πάνω από το τέσσερα, ξέμεινε, δεν παντρεύτηκε μέχρι τα πενήντα της, όπως την υπολογίζαμε ότι θα ’πρεπε να είναι. Μετά από χρόνια έμαθα ότι παντρεύτηκε κάποιον, λεπτομέρειες δεν έμαθα, εγώ όταν την είχα γνωρίσει ήταν στο περίμενε και πάντα με αναστεναγμό, έλεγε.

-Πού θα πάει, δεν θα μου πέσει και μένα κανένας γαμπρός;

Εμείς της απαντούσαμε με δήθεν απορία.

-Από πού να σου πέσει Κατίνα, απ’ τον ουρανό;

Η Κατίνα έπαιρνε στιλ κορδώματος, το ύφος της όμως, τα λόγια της, το μαλλί της και τα νύχια της ήταν εμφάνιση τροφίμου ιδρύματος σπαραξοκαρδιοπαθούντων.

-Βρε κι από τον ουρανό να πέσει κι από το βυθό, γαμπρός να’ναι κι ό,τι να’ναι!

Όταν καμιά φορά ντυνόταν και στολιζόταν πήγαινε μπροστά στον καθρέφτη κι έλεγε.

-Κατίνα, Κατινάκι μου, όμορφο μουτράκι μου, το γαμπρό θα περιμένω και ας είναι ’να χαμένο.

Ο Κώστας που αμέσως πιο κάτω αποκαλύπτω ποιος ήταν και τι ρόλο έπαιξε στο παρόν κεφάλαιο, όταν την έβλεπε στολισμένη, της έλεγε.

-Πω, πω, ρε Κατίνα, πώς έγινες έτσι, σαν τον Καζαμπούμπου είσαι.

Και η Κατίνα καμάρωνε, ήξερε τόσο πολύ από διεθνή γεγονότα, όσο ένα έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του ξέρει τι θα πει σιδηρόδρομος, γιατί ο Κώστας της είχε δείξει μια φορά στο σινεμά τον …Πωλ Νιούμαν και της είχε πει πολύ σοβαρά ότι τον λένε Καζαμπούμπου, ίσως το μπούμπου να το εκλάμβανε ως μπέμπα ή ως μπουμπούκι. Από όποια οπτική γωνία κι αν έβλεπε κανείς το πρόσωπο της θα καταλάβαινε αμέσως ακόμη και αν δεν είχε τελειώσει το δημοτικό, τη θεωρία του Δαρβίνου, ήταν δηλαδή πανοραμικά άσχημη και πρώτη εξαδέλφη κακομούτσουνου χιμπατζή.

Εμείς όμως ποτέ δεν της είχαμε πει τι υποστήριζε αυτός ο άσχετος περί του κάλλους των γυναικών αλλοπρόσαλος ερευνητής, αντίθετα πάντα της λέγαμε ότι είναι κούκλα, της έλεγα παραδείγματος χάρη εγώ.

-Η φύση απλόχερα άφησε πάνω σου όλες τις ζωγραφιές και τα χρώματα της.

Όταν το άκουγε αυτό, ήταν ικανή να πάει να σου πάρει τσιγάρα ακόμη και μέχρι τη Θήβα με τα πόδια. Αλλά συμπλήρωνε αυτός ο άτιμος ο Κώστας.

-Μαζί με τον κουβά!

Τέτοια πράγματα. Και μέσα σ’ αυτό το αλαλούμ υπήρχε και ο Φούλης, ο αδελφός της κυρίας Πιπίτσας, ετών ογδόντα, ανήμπορος να πάει ακόμη και στην τουαλέτα. Και η δύστυχη Κατίνα κάθε μέρα σηκωνόταν από τα άγρια χαράματα για να μαγειρέψει για τον Φούλη και μετά να πάρει το λεωφορείο για να πάει το φαγάκι του στον Κόκκινο Μύλο που έμενε μόνος του, κάθε μέρα το ίδιο, έβαζε στο Φούλη να φάει και μόλις ερχόταν η αποκλειστική γύρναγε ψόφια στο σπίτι κατά τις τέσσερις. Το Φούλης έβγαινε από το αδελφούλης και της Κατίνας το λάδι έβγαινε από το πήγαινε έλα, το έκανε όμως αγόγγυστα γιατί ο Φούλης της είχε υποσχεθεί πως όταν παντρευτεί θα της κάνει δώρο ένα διαμέρισμα. Και έτσι η Κατίνα κάθε μέρα πήγαινε κι ερχόταν αδιαμαρτύρητα.

 

Ο Κώστας φοιτητής στην Πάντειο κι εγώ είχαμε δυο φίλους, ο ένας ήταν ο Σταμάτης που έμεναν στο διαμέρισμα των αστέρων του Χόλλιγουντ, οι οποίες για συντροφιά όπως έλεγε η χοντρή, φιλοξενούσαν δυο παιδιά συγγενείς τους, φοιτητές κι αυτοί κι εμείς είχαμε πιάσει φιλία μ’ αυτά τα παιδιά. Όταν έκανε πολύ κρύο ή έβρεχε, πηγαίναμε δίπλα για να τους κάνουμε παρέα.

-Αχ πόσο χαιρόμαστε όταν ερχόσαστε, μας έλεγαν κι οι δύο.

Και ζεστό τσάι με φρυγανιές και τυρί και καμιά φορά και φαϊ, φοιτητές είμαστε, τις λυπόμαστε και τις συμπαθούσαμε, κάναμε και την πλάκα μας. Σιγά σιγά γίναμε κι εμείς του σπιτιού, μόνο που ο Κώστας ήταν πολύ οξύθυμος και είχε αρχίσει να παραφέρεται πολλές φορές εναντίον της Κατίνας όταν εκείνη πέταγε τα φοβερά βλήματα που έδινε για απαντήσεις στα σταυρόλεξα που ήταν η αδυναμία του Κώστα και που πάντα όταν πηγαίναμε στης Πιπίτσας είχε μαζί του για να περνάει η ώρα. Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα πήγαμε στο σπίτι τους για να αναζητήσουμε τα παιδιά αλλά έλειπαν στα μαθήματα τους, η Κατίνα σιδέρωνε, η κυρία κοιμότανε, μόλις όμως μας άκουσε σηκώθηκε αμέσως, ήρθε στην κουζίνα και έδωσε εντολή για τσάι. Όταν τους κάναμε επίσκεψη καθόμαστε πάντα στην κουζίνα όπου η Κατίνα είχε στοίβες τα ρούχα, φοιτητών και δικά τους για σιδέρωμα. Η χοντρή μόλις καθόταν στην καρέκλα έπιανε με τα δυο της χέρια τα στήθια της που ήταν σαν καρπούζια και τα ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι. Βγάλαμε λοιπόν την εφημερίδα και αρχίσαμε τη λύση του σταυρολέξου.

-Πέντε οριζοντίως. Έλληνας στρατηγός που διακρίθηκε στον πόλεμο 40-41, εφτά γράμματα από Δέλτα, λέει ο Κώστας που πάντα εκφωνούσε το ζητούμενο.

-Ζωϊτάκης! πετάγεται αμέσως η Κατίνα.

Ο Κώστας ήξερε τα πετάγματα της, έκανε πλάκα μ’ αυτά, του άρεσαν αλλά του άρεσε να τα σχολιάζει μετά, εκείνη την ώρα που πέταγε το καρούμπαλο τον έπιανε λύσσα.

-Άι στο διάλο μωρή, από Δέλτα σου λέμε, άκου Ζωϊτάκης.

Η κυρία της, που λες και παρακολουθούσε παρέλαση σαν να ήταν τουλάχιστον ο Φαρούκ, ενοχλήθηκε με τη βρισιά που δέχθηκε η κοπέλα του σπιτιού αλλά και στην κοσμάρα της, ούτε από σταυρόλεξο ήξερε ούτε την ένοιαζε τι γινόταν και τι λεγόταν, απλά υποστήριζε τη Κατίνα. Κοιτάζει τον Κώστα σαν τον Χριστό.

-Έλα Κωστάκη, μην την μαλώνεις, ξέρεις ότι της αρέσει να λύνει σταυρόλεξα.

Ο Κώστας μεταξύ γέλιου και εμετού, έβγαζε σάλια από τα νεύρα.

-Μα κάθε φορά μας κουφαίνει, δεν κάθεται πρώτα ν’ ακούσει καλά, ό,τι βλακεία σκέφτεται τη λέει, από Δέλτα είπα, Δαβάκης είναι, της απαντάει ο Κώστας που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του.

Η χοντρή έστρωσε για μια ακόμη φορά τα καρπούζια της, τα στήθια της δηλαδή που ήταν τόσο μεγάλα έτσι ώστε για να μπορέσει να καθίσει στο τραπέζι θα ‘πρεπε να τα ακουμπήσει και τα δυο πάνω σ’ αυτό, αλλιώς δεν στέκονταν.

-Καλά μωρέ Κωστάκη και ο Ζωϊτάκης στρατηγός είναι, ε, Κατίνα; λέει κοιτάζοντας με νόημα την άλλη που σιδέρωνε.

-Ζωϊτάκαρος, αναφωνεί η Κατίνα.

Της χοντρής γέλασαν και τα οπίσθια της, ήταν και οι δύο υπέρ της εθνοσωτηρίου επανάστασης του Παπαδόπουλου.

-Έξι καθέτως, θέρετρο της Πελοποννήσου, τόπος έλξης κατά τους χειμερινούς μήνες, έξι γράμματα, από Βήτα, εκφωνεί ο Κώστας.

-Παρνασσός! πετάγεται αμέσως χωρίς δισταγμό η Κατίνα.

Ο Κώστας βρέθηκε στον Βόρειο Πόλο μούρη με μούρη με την αρκούδα, διπλώνει την εφημερίδα και της την πετάει, η χοντρή σκάει δήθεν στα γέλια αλλά φαίνεται ότι πειράχτηκε, η Κατίνα ατάραχη στον κόσμο της.

-Στον Παρνασσό δεν πάνε Πιπίτσα μου για σκι;

-Στον Παρνασσό Κάτια μου, βεβαιώνει ο Ελευθερουδάκης.

Ο Κώστας δεν το αντέχει.

-Ρε άντε πνίξου, Βυτίνα είναι, από Βήτα σου λέω.

Η Κατίνα όμως πέρα βρέχει, είναι τόσο καλοκάγαθη που δεν ενοχλείται ούτε από εφημερίδες, ούτε από μπουγέλα, έχει δε πάντα έτοιμη την απάντηση που σε αποστόμωνε, σκέφτεται λίγο και πετάει τη ρουκέτα.

-Και ο Παρνασσός από βήτα είναι, βουνό δεν είναι, τι είναι, θάλασσα;

Το γέλιο πέφτει σύννεφο, η χοντρή επανήλθε στα κέφια της όταν είδε ότι η Κατίνα δεν πειράχτηκε από την πυραυλοκίνητη πατσαβούρα.

-Δώδεκα οριζοντίως. Νησί του Αργοσαρωνικού με απέραντο λεμονοδάσος, πέντε γράμματα, από Πι, συνεχίζει ο Κώστας.

-Άργος! ξαναπετάγεται ο διάολος.

Ο Κώστας φρενιάζει.

-Άντε ρε βλίτο, το Άργος από Πι;

Εγώ το διασκεδάζω, η χοντρή τον χαβά της.

-Γιατί Κωστάκη τη μαλώνεις; η Κατίνα προσπαθεί να σας βοηθήσει, δεν έχει λεμόνια το Άργος, άμα δεν έχει λεμόνια το Άργος, τότε ποιο έχει;

-Τι σχέση έχει αυτό και ο μανάβης έχει λεμόνια, ο μανάβης είναι νησί;

Βλέπω την Κατίνα να έχει συννεφιάσει, προσπαθώ να εκτονώσω την κατάσταση.

-Έλα Κώστα, προχώρα, μη θυμώνεις.

-Μα το βλίτο, άκου το Άργος νησί. Πόρος είναι.

Η Κατίνα δείχνει ότι στενοχωρέθηκε αλλά την ξέρουμε, στο τσακ αλλάζει γνώμη, κέφι, άποψη, διάθεση, χρώμα, ένας μύλος είναι όλη.

 

-Δέκα καθέτως, τι ήταν ο Σολωμός που έγραψε τον ύμνο προς την ελευθερία, εφτά γράμματα, από Πι.

Ψάρι! Ξαναουρλιάζει ο …Μπαμπινώτης.

Πετιέται ο Κώστας και της αρπάζει το σίδερο από τα χέρια.

-Θα σε κάψω μωρή…

Η Πιπίτσα από έκπληξη και τρομάρα ανοίγει ένα στόμα σαν μία από τις δύο   σήραγγες του Αρτεμισίου, αυτή που τραβάει για Τρίπολη και που μας φαίνεται και μεγαλύτερη όπως πάμε προς τα κάτω, τώρα όμως πρέπει να πάρει το μέρος του Κώστα για να τον καλμάρει αλλά δεν βρίσκει λόγια, ο Κώστας όμως αφήνει το σίδερο κάτω, βάζει τα γέλια και στρέφεται προς την Πιπίτσα.

-Όλα για το φαϊ, ε; της λέει.

-Ε, καλά, αφού ξέρεις τώρα της Κατίνας της αρέσει το ψάρι!

Η …μόρφωση της Πιπίτσας περιοριζόταν σ’ ό,τι καλό είχε ο χασάπης, σ’ ό,τι της έλεγε απ’ το τηλέφωνο ο Φούλης και ό,τι διάβαζε απ’ τον Ελεύθερο Κόσμο για την “επανάσταση”, γι αυτό που ζήταγε το σταυρόλεξο, κουβέντα, έμεινε με τη σαφέστατη απάντηση της Κατίνας, ότι δηλαδή αυτός που έγραψε τον ύμνο προς την ελευθερία, ήταν ψάρι! Έφταιγε όμως και ο Κώστας που δεν είπε Σολωμός με κεφαλαίο το σίγμα, που ξέρεις, μπορεί να το ήξερε η Πιπίτσα.

-Ο Διονύσιος Σολωμός είναι, ποιητής ήταν, λέει ο Κώστας.

Μόλις άκουσε η Πιπίτσα ποιος ήταν αυτός και που φάνηκε τελικά ότι το ήξερε, άρα κακώς την κατηγόρησα πριν ότι η μόρφωση της ήταν περιορισμένη σε τρία μόνο πράγματα, κάνει μια γκριμάτσα αποτροπιασμού.

-Μμμμ…Ο βλάκας! Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει ρε βλάκα, είμαστε λαός ζωντανός, ακούς εκεί απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη, ε, Κατίνα;

Η Κατίνα έχει πέσει σε περισυλλογή, φαίνεται πως φοβήθηκε από το σίδερο στο χέρι του Κώστα. Και η οποία βέβαια δεν είχε ιδέα τι σήμαινε Σολωμός, άκουσε όμως από την Πιπίτσα περί λαού ζωντανού και εξαπολύει το μπαζούκας.

-Καλά είπα ψάρι, γι αυτό τον κάνανε κονσέρβα!

Ο Κώστας επανέρχεται στο σταυρόλεξο γελώντας.

-Οκτώ καθέτως, σύμβολο κάθε έθνους, έξι γράμματα, από Σίγμα, λέει ο Κώστας και την αγριοκοιτάζει.

-Πόσα γράμματα, ρωτάει τώρα για να μας δείξει ότι το σκέφτεται.

-Έξι και να σκάσεις, της λέει ο Κώστας.

-Από τι αρχίζει Κωστάκη, ρωτάει η χοντρή που ποτέ δεν έχει ασχοληθεί, απλώς θέλει να βοηθήσει τρομάρα της, την Κατίνα.

-Από Σίγμα, της λέει ο Κώστας.

-Καθέτως ή οριζοντίως; ξαναρωτάει ο Ελευθερουδάκης.

Ο Κώστας είναι έτοιμος να πνίξει την χοντρή.

-Αυτό σας νοιάζει; αν το ζητούμενο είναι κάθετο ή οριζόντιο; έχουν τα καρούμπαλα κατεύθυνση; τα καρούμπαλα δεν έχουν κατεύθυνση, είναι απλώς καρούμπαλα.

Ούτε που δίνει σημασία η χοντρή στα λόγια του Κώστα για το αζιμούθιο, το σύμβολο κάθε έθνους την έχει εξιτάρει.

-Έλα Κάτια μου, έλα λεβέντη μου.

-Το ύφος της χοντρής έχει ήδη αλλάξει αφού με μια φράση έθαψε τον Σολωμό και την έχει πιάσει εθνικός οίστρος, είναι σαν να κάνει παρέλαση μπροστά στο βασιλιά, τόσο καμαρώνει που έχει τέτοιο θησαυρό στο σπίτι της, η Κατίνα έχει αφήσει το σίδερο και ξύνεται.

-Από Σίγμα, από Σίγμα, έξι γράμματα. Το βρήκα! Το βρήκα! αναφωνεί.

Της χοντρής αστράφτει το κούτελο.

-Πες το κανάρα μου, της λέει και φέγγει ολόκληρη.

-Έλα λέγε, να δούμε τι κοτσάνα θα πεις, της λέει ο Κώστας και ανάβει τσιγάρο.

Η Κατίνα ρίχνει λοξή ματιά στην χοντρή που την κοιτάζει, λες και βλέπει μπροστά της την ανάσταση του Θεανθρώπου, τα μάτια και των δύο διασταυρώνονται με νόημα, είναι κι οι δύο λάτρεις του Παττακού και του Παπαδόπουλου, γι αυτές πάνω απ’ όλα η Πατρίς, παίρνει βαθιά ανάσα και κραυγάζει.

-Γαλανόλευκη!

Ο Κώστας σαλτάρει πάνω και είναι έτοιμος να την καταπιεί, της ρίχνει μια μεγαλοπρεπή μούντζα.

-Να ρε ζαγάρι, άκου γαλανόλευκη από Σίγμα, της λέει έξαλλος.

Η Κατίνα στον κόσμο της, το χαχανητό της εμβατήριο για το λίβα που καίει τα σπαρτά, η χοντρή ακόμη πιο πολύ στον δικό της κόσμο, η σωστή απάντηση όμως είχε δοθεί, Σημαία ήταν! Μια σημαία, που γι αυτές κείνη την ώρα δεν ήταν απλά μια απάντηση που δόθηκε σε σταυρόλεξο αλλά ότι σήκωσαν και οι δύο τουλάχιστον το λάβαρο που σήκωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, έτσι έδειχναν ότι ένιωθαν. Είχαν συνεπαρθεί και οι δύο, άρχισαν να τραγουδάνε εμβατήρια, έτσι και κείνη την ώρα τις έβλεπε ο Δράμαλης ήταν σίγουρο ότι θα τα έκανε πάνω του, μια χοντρή να χτυπάει τα χέρια της στο τραπέζι σε ρυθμό παρέλασης και μια Κατίνα να βηματίζει μέσα στην κουζίνα, εντελώς αφιονισμένη που μπόρεσε και έδωσε σάρκα κι οστά στα πανάρχαια ιδανικά των Ελλήνων.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 14: 10.000 κομμάτια!

 

Όταν φτάνεις στην Ουρανούπολη λες δεν πάει άλλο, είσαι στη ρεσεψιόν του Θεού, ένα βήμα από τον Ουρανό, όλη η γύρω ατμόσφαιρα μυρίζει κατάνυξη. Ο κόσμος είναι πιο μαζεμένος, οι τουρίστες με τα βιβλιαράκια στο χέρι κάνουν βόλτες στα μαγαζιά, τα βαποράκια περιμένουν υπομονετικά να γεμίσουν από κόσμο για να πάνε κυρίως τις γυναίκες που δεν επιτρέπεται να μπουν στα μοναστήρια να κάνουν την περιήγηση από τη θάλασα. Όταν έφτασα μεσημέρι, ψηλά έκαιγε ένας ήλιος αυγουστιάτικος, κάτι σύννεφα λευκά σαν αγριοπερίστερα έκαναν τσάρκα μακριά στο πέλαγος πάνω από τον Άθω, ώρα εντεκάμιση το πρωί, ήθελα ακόμη μία ώρα για να μπω στο περιβόλι της Παναγίας. Μια θάλασσα λάδι περίμενε την αφεντιά μου να με πετάξει ως τις Καρυές, μετά θα με κανόνιζαν οι μοναχοί πού θα μείνω για να δω κι εγώ από κοντά τα θρησκευτικά φυλάκια της χριστιανοσύνης. Δεξιά και αριστερά μου μαγαζιά όλα σχεδόν με εικόνες, εμπόριο θα το έλεγε κάποιος, εγώ δεν είπα τίποτα, άμα βρεθείς έξω από γήπεδο, σημαίες, κασκόλ και μαξιλαράκια για το κάθισμα θα δεις, πού είναι το περίεργο; Έξω από ένα τέτοιο μαγαζί καθόταν σε μια παλιοκαιρισμένη καρέκλα ψάθινη ένας γέρος μάλλον κοτσονάτος, με μουστάκι τσίφτικο ποντικοουρίσιο, στα χέρια του κρατούσε μια σακούλα με σπόρια και δίπλα είχε μια γλάστρα που με μια φευγαλέα ματιά διαπίστωσα πως ήτανε τίγκα στο φλούδι. Απόρησα, μπροστά στο μαγαζί έτρωγε σπόρια;

-Θες εικόνες κύριε; με ρωτάει όταν πέρασα κοντά του στους πενήντα πόντους.

Τον κοίταξα γελώντας από μέσα μου.

-Φαίνομαι ότι θέλω εικόνες μπάρμπα;

Το μπάρμπα το είπα επίτηδες, σ’ έναν άγνωστο αυτό σαν ερώτηση σημαίνει θυμό, ο γέρος παμπόνηρη αλεπού το κατάλαβε.

-Συγνώμη αλλά όσοι έρχονται εδώ ψωνίζουν εικόνες, μου απαντάει σπάζοντας το στόμα του για γέλιο.

Η άνθιση στο χείλι του μ’έκανε να το δω αλλιώς το πράμα.

-Είσαι του μαγαζιού; τον ρώτησα.

-Η κόρη μου το έχει και ο εγγονός μου, οι πρώτοι είναι στο Όρος.

Πρόσεξα, δεν το ήξερα αυτό, ότι δεν είπε Άγιο Όρος αλλά σκέτο Όρος. Το’χουν βαρεθεί σκέφτηκα να λένε δυο λέξεις. Μπήκα στο μαγαζί, πρώτη φορά είδα τόσες εικόνες μαζεμένες σε ένα τόσο μικρό χώρο, εικόνες παντού, οι τοίχοι ως το ταβάνι, οι προθήκες γύρω γύρω στο μαγαζί γεμάτες, μπροστά από τις προθήκες εικόνες όρθιες, πάνω σ’ αυτές εικόνες, ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα υπήρχε ένα όποιο μαγαζί να έχει το όποιο εμπόρευμα του τόσο συμπυκνωμένο και απλωμένο όπως τα ψάρια στις ψαροκασέλες. Έτσι σκέφθηκα δικαιολογούνταν και τα σπόρια, φαίνεται πως το κατάστημα θα έκανε χρυσές δουλιές και ο κόσμος που θα έμπαινε σ’ αυτό θα κοίταγε κατ’ ευθείαν τις εικόνες, τα φλούδια από τα σπόρια θα τον εμπόδιζαν να μπει; Πράγματι μέσα στο μαγαζί ήταν πάνω από έξι άτομα που περιεργάζονταν τις εικόνες, δυο ζευγάρια ξένων που ήξεραν όμως ελληνικά και που συνομιλούσαν με μια ξυνή αλλά ωραία κυρία που μάλλον θα ήταν η κόρη του γέρου.

Αυτό που μου’κανε εντύπωση ήταν η μύτη της, μια μύτη που κάποιος περισπούδαστος κοινωνιολόγος θα έλεγε πως δείχνει αποφαστικότητα, θέληση, επιμονή για κοινωνική ανέλιξη, να της φιλούν το χέρι, να την προσκαλούν επ’ αμοιβή για διαλέξεις με σπουδαία θέματα όπως πώς μαζεύονται οι βρούβες στην Κάτω Σαξωνία ή η σωστή ανάπτυξη των παιδιών απαιτεί ρετσινόλαδο, τέτοια. Μπούρδες δηλαδή, έτσι όπως κάνουν οι διάφορες λεγόμενες μη κυβερνητικές οργανώσεις που τις έχουν σκαρφιστεί κάποιοι επιτήδειοι για να τρώνε τα λεφτά του κράτους. Σκέφθηκα αυτό που έλεγε ο παππούς μου, ότι δηλαδή ο Κύριος τις μύτες τις μοίρασε στην κουτουράδα αλλιώς δεν εξηγιόταν αυτή η μύτη γιατί μπροστά μου έβλεπα μια μύτη ψιλοτάκουνη σαν κείνα τα σκαρπίνια που φοράνε κάτι χαζά περπατώντας στο δρόμο προκλητικά, μερικές φορές γλύφοντας και κανένα παγωτό ξυλάκι. Δεν μπορεί σκέφθηκα, αυτή η μύτη εκτός από μύξα, συγνώμη, θα βγάζει και κακία.

-Αυτή είναι πράγματι ωραία εικόνα, αρέσει πολύ στην ομογένεια, είπε η κυρία σοβαρή σοβαρή αλλά γαρνισμένες όλες της οι λέξεις με μια στιφάδα.

Άρχισα να επιβεβαιώνομαι για την κακία που εκπορευόταν από το στόμα της. Κατάλαβα επίσης πως τα δυο ζευγάρια αυτά θα ήταν έλληνες ομογενείς, δεν έμοιαζαν όμως για έλληνες, μπορεί να ήταν δεύτερης γενιάς, σκέφθηκα. Δεν πρόλαβα να μπει τίποτα άλλο στο μυαλό μου γιατί ακούω μια φωνή που δεν κατάλαβα από πού ήρθε.

-Χίλια κομμάτια έχουν φύγει για Αυστραλία, τι νομίζετε;

Γυρίζω να δω από πού ήρθε η φωνή. Όταν μπήκα δεν είδα άλλους εκτός από την εμπόρισσα και τους πελάτες, ένας νεαρός σκαρφαλωμένος σε μια σκάλα πίσω μου δεξιά που πραγματικά δεν την είχα δει όταν μπήκα, ο εγγονός του γέρου, άρα γιος της ξυνής θα’ναι, σκέφθηκα.

-Άσε Γρηγόρη, εγώ ξέρω, του λέει αυστηρά η κυρία, δηλαδή σίγουρα η μαμά.

Ο Γρηγόρης με μιας χάθηκε. Πρόσεξα ότι πάνω από το ταβάνι υπήρχε φαίνεται δωμάτιο πατάρι όπου κει θα είχαν τι άλλο κι άλλες εικόνες και από μια πορτούλα τρούπωσε μέσα. Οι ομογενείς όμως ήταν δύσπιστοι, ήθελαν να δουν και άλλα κομάτια. Ένας απ’ αυτούς πιάνει μια εικόνα και τη δείχνει στην κυρία.

-Αυτή εδώ πόσο έχει, ρωτάει ενώ η υπόλοιπη παρέα περιμένει με αγωνία να τους πει την τιμή.

-Αυτή πράγματι είναι ωραία εικόνα, αρέσει πολύ στην ομογένεια, λέει πάλι ακριβώς τα ίδια λόγια η στιφή.

-Πόσο έχει, ξαναρωτάει η δεύτερη γενιά.

-Δυο χιλάδες κομμάτια έχουν φύγει για Γερμανία, τι νομίζετε; ξανακούγεται πιο βροντερά τώρα ο ουρανοκατέβατος Γρηγόρης που προβάλλει ξανά πάνω στη σκάλα.

Άρχισα και απολάμβανα το σκηνικό, πώς όμως την είδε άραγε από κει, σκέφθηκα.

-Μη μιλάς Γρηγόρη, εγώ ξέρω, τον επιπλήττει πιο σοβαρά τώρα η μάνα του.

Για να σπάσω τη μονοτονία γυρίζω προς τα πάνω και του φωνάζω.

-Ρε, συ, κατέβα να μου πεις γι αυτή την εικόνα, του λέω.

-Δίνει ένα σάλτο από τρία μέτρα και στέκεται μπροστά μου.

-Ορίστε κύριε, μου λέει γελώντας.

 

Ο Γρηγόρης! Τον κοιτάζω στα μάτια, δυο μάτια αστρίτες, μια μύτη ίδια σαν της μάνας του που τη ρούφαγε λες και είχε μέσα σαλιγγάρια που έπρεπε να βγουν από το κέλυφος για να τα φάει, μια φανέλα κοντομάνικη με σήμα μπροστά του Πάοκ.

-Πάοκ είσαι; του λέω για να προετοιμαστώ καλύτερα.

Μου απαντάει σε χρόνο μηδέν.

-Ηρακλής, φοράω αυτή γιατί λερώνεται!

Γέλασα. Στα χέρια μου κρατούσα μια εικόνα που την είχα πάρει από μια προθήκη.

-Να σου πω, ζωγραφίζεις και συ; του λέω σοβαρός σοβαρός.

Βάζει τα γέλια.

-Εγώ να ζωγραφίσω; τι είμαι εγώ, άγιος;

-Γιατί, μόνο οι άγιοι ζωγραφίζουν, στην Αθήνα ζωγραφίζει εικόνες όποιος να ’ναι.

Με κοιτάζει περίεργα, απορεί.

-Αυτό δεν είναι σωστό κύριε, εικόνες πρέπει να ζωγραφίζουν μόνο άγιοι, έχω όμως ακούσει πως ζωγραφίζουν και μερικοί που δεν είναι άγιοι.

Κατάλαβα, ήθελε να δείξει ότι το μαγαζί τους έχει μόνο εικόνες που τις ζωγράφισαν άγιοι, ήτανε καλά δασκαλεμένος από τη μύτη.

-Έχω ακούσει πως ζωγραφίζουν και μοναχοί μέσα στο Όρος με τους κροκούς των αυγών, είναι αλήθεια;

-Αλήθεια είναι, έχουν κότες για τα αυγά τους.

-Και δεν τα τρώνε τα αυγά;

Με κοίταξε με μια απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.

-Μα κύριε, αν τα φάνε πώς θα ζωγραφίσουν;

-Σωστά.

Του βάζω στη μούρη την εικόνα που κρατάω στα χέρια μου.

-Πόσο έχει αυτή, του λέω ρωτώντας κι εγώ όπως και οι ξένοι που δεν ρωτούσαν ποια είναι αυτή η εικόνα αλλά πόσο έχει.

Χωρίς καν να τη δει μου πετάει την μπόμπα.

-Τρεις χιλιάδες κομμάτια έχουν φύγει για Αμερική, τι νομίζετε; μου απαντάει λες και έχει καταπιεί κασέτα που λέει πάντα το ίδιο αλλάζοντας βέβαια το νούμερο προς τα πάνω.

-Φτάνει Γρηγόρη, εγώ ξέρω, ακούγεται η κόμπρα μάνα που προφανώς μας παρακολουθούσε με την άκρη των ματιών της.

 

Άσε, φτάνει, μη μιλάς, εγώ ξέρω, τον φουκαρά τον Γρηγόρη, πώς θα μπορούσε αυτό το παιδί να εξελιχθεί σε έμπορο; Με νευρίασε η μάνα αλλά εγώ την έβρισκα μαζί του.

-Αφήστε κυρία το παιδί να με ενημερώσει, λέω κοιτάζοντας την απαξιωτικά.

-Ο Γρηγόρης δεν ξέρει, με κατακεραυνώνει με ύφος βασανιστή της χούντας.

-Πώς δεν ξέρει, εγώ αυτό θέλω να μάθω, πόσα κομμάτια φεύγουν για έξω, της λέω.

-Καλά τότε, λέγε Γρηγόρη στον κύριο αυτό που θέλει να μάθει.

Ουφ, ανακούφιση. Πιάνω τον Γρηγόρη από το χέρι και τον πάω παράμερα για να μην τον ακούει η μάνα του και του λέω συνωμοτικά στ’αυτί.

-Άκου να σου πω, είμαι από Τορόντο και θέλω να πάρω την εικόνα που σίγουρα θα την έχετε γιατί μου είπαν ότι την πήραν από το Όρος και που την έχει όλος ο Καναδάς, ποια είναι αυτή, ξέρεις;

Σαλτάρει σαν γάτος στη σκάλα, σε χρόνο μηδέν πέφτει στα πόδια μου κρατώντας στα χέρια του μια εικόνα βαριά, με μαύρη κορνίζα, χρυσή μπορντούρα και μια μαύρη κατάμαυρη σκιά στο κέντρο.

-Αυτή είναι! Είναι η Παναγία που ζωγράφισε ο Λουκάς και που κάηκε γι αυτό φαίνεται μαύρη.

Την παίρνω στα χέρια μου και του λέω με σοβαρότητα.

-Ποιος είναι ο Λουκάς, ντόπιος είναι;

Ο Γρηγόρης αλιθώρισε.

Τι λες αφεντικό, ο άγιος Λουκάς, δεν τον έχεις ακούσει;

Δείχνω να δυσανασχετώ.

-Πού να το ξέρω ρε Γρηγόρη, εσύ μου είπες πως έχεις ακούσει πως ζωγραφίζουν και μερικοί που δεν είναι άγιοι, δεν μου το ξεκαθάρισες από την αρχή. Όχι, πες μου το ξεκαθάρισες; είπες απλά Λουκάς, πού να το φανταστώ ότι είναι ο άγιος Λουκάς;

-Δεν στο ξεκαθάρισα αφεντικό αλλά εμείς δεν πουλάμε εικόνες που δεν τις έχουν κάνει άγιοι, τί νομίζετε;

-Και γιατί κάηκε;

-Πού να ξέρω αφεντικό, σε καμιά πυρκαγιά, έτσι λένε.

-Πότε έγινε πυρκαγιά;

-Δεν ξέρω αφεντικό, η μάνα μου λέει ότι έγινε παλιά, πολύ παλιά.

Σκύβω στ’ αυτί και του ψιθυρίζω συνωμοτικά.

-Ο παππούς έξω ξέρει;

-Τι να ξέρει;

-Για την πυρκαγιά.

Είχε ξεφύγει εντελώς το θέμα, από τον Άγιο Λουκά ξεκινήσαμε στην πυρκαγιά φτάσαμε!

-Δεν ξέρω, δεν τον έχω ρωτήσει, λέει και πάει να κινηθεί προς τα έξω προφανώς για να τον ρωτήσει.

Τον λυπήθηκα, τον συγκρατώ και του ψιθυρίζω ακόμη πιο συνωμοτικά στ’ αυτί.

-Πόσα κομμάτια;

Χωρίς να προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου, απαντάει αστραπή.

-Δέκα χιλιάδες κομμάτια, τι νομίζετε;

Να ο Γρηγόρης! Η μάνα του με την κουτουράδα μύτη με τα άσε, τα μη μιλάς, τα φτάνει, τα εγώ ξέρω, ούτε ένα κομποσκίνι στους ομογενείς, ο Γρηγόρης και παρά τη φανέλα του Πάοκ που δεν τον πάω, πούλησε! Την έχω ακόμη για να μου θυμίζει το “Όρος” και τον Γρηγόρη. Να’ναι καλά όπου κι αν βρίσκεται.

 

Τύπος Νο18: Η ομπρέλα.

 

Τα παλιά χρόνια οι άνθρωποι που ζούσαν σε αγροτικές περιοχές όταν υπήρχε ξηρασία, κατέφευγαν στις λειτανίες. Με τον παπά μπροστά, το σταυρό και την αγιαστούρα κατευθύνονταν στα χωράφια και έκαναν δέηση να βρέξει ο Θεός για να ποτιστούν τα σπαρτά. Εννοείται πως όλοι πίστευαν ότι ο Θεός θα τους ακούσει και θα βρέξει, κανείς όμως απ΄αυτούς που συμμετείχαν στις λειτανίες κρατούσε στα χέρια του …ομπρέλα, δείγμα ότι δεν το πολυπίστευαν γιατί αν πίστευαν πραγματικά ότι ο Θεός θα τους ακούσει, δεν θα έπρεπε να βαστάνε και από μια ομπρέλα ο καθένας; Το θέμα λοιπόν είναι πως άμα επικαλείσαι το Θεό για να σε βοηθήσει θα πρέπει πρώτα να πιστεύεις σ’ Αυτόν, άμα δεν πιστεύεις δεν γίνεται τίποτα. Ποιος όμως είναι ο Θεός για τον καθένα μας, είναι Αυτός που λέει η θρησκεία μας ή είναι κάτι άλλο που εμείς το έχουμε για θεό;

Για τον Αντώνη θεός ήταν ο κινηματογράφος! Είναι όμως εκτός από θεός είναι και καρκίνος για κείνους που θέλουν να γίνουν ηθοποιοί. Και φυσικά δεν μιλάω για όλα αυτά τα παιδιά που πάνε σε σχολές, που δίνουν εξετάσεις, που πληρώνουν δίδακτρα και λοιπά. Μιλάω για τον Αντώνη. Άτιμη φύτρα. Ψηλός, γεροδεμένος, με μπράτσα οικοδόμου μπετατζή, σταυρό στο λαιμό, περπάτημα ευθυτενές, τσιγάρο με ανέβασμα καπνού καθιστός από εξήντα εβδομήντα πόντους έως το ταβάνι. Τύπος! Ένας τύπος άρρωστος, βαριά άρρωστος. Η μεγάλη και αγιάτρευτη αρρώστια του, ο θεός που λέγαμε, ο κινηματογράφος, το σινεμά όπως το λέει ο κόσμος είτε για συντομία είτε γιατί το εννοεί και σαν κτήριο, όπως ένα μπακάλικο ή ένα μπαρμπέρικο.

Έπαιρνε σβάρνα τα περιοδικά και έστελνε φωτογραφίες, προφίλ, ανφάς, με ψηλά το κεφάλι για να φαίνεται ο λαιμός, με κατεβασμένο το κεφάλι μπροστά και τραβηγμένη η φωτογραφία από πίσω για να φαίνεται ο σβέρκος, έτσι του έλεγαν διάφοροι όταν τους εκμυστηρευόταν τον πόνο του να γίνει ηθοποιός, με μαγιό, γελαστός, σοβαρός. Και περίμενε την πρόσκληση για να υπογράψει συμβόλαιο. Η πρόσκληση δεν ήρθε ποτέ, ήρθε όμως ένας ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου, μισοσερνικός, μισοθηλυκός, απ’ αυτούς που δεν χαρακτηρίζονταν και πολύ φανατικοί και τον πλησίασε. Ο Αντώνης όπως είπαμε ήταν ένα γεροδεμένο παιδί, αρρενωπός, μ’ ένα φρύδι το αριστερό που έτσι και το σήκωνε από έπαρση ή χαζομάρα πήγαινε πάνω κι απ’ το μαλλί του και ο βετεράνος του έταζε ότι θα τον κάνει αστέρα, αρκεί βέβαια να κάνουν παρέα.

Ο καιρός όμως περνούσε, το στενό μαρκάρισμα από τον ηθοποιό συνεχιζόταν αλλά ο Αντώνης δεν γινόταν αστέρας. Όλοι είχαμε πάρει στο ψητό τον Αντώνη, μάλιστα με επικεφαλής έναν ξεχωριστό μοναδικό τύπο τον Γιάννη, δεν χάσαμε την ευκαιρία να προχωρήσουμε στην εκμετάλλευση του ταλέντου του, κάναμε δηλαδή κάτι σαν αυτό που λένε διαχρονικά οι πολιτικοί μας, εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας μας. Με πρωτοβουλία του Γιάννη λοιπόν αρχίσαμε να οργανώνουμε πρόβες για τη μελλοντική καριέρα του Αντώνη. Ένα βράδυ εις επήκοον όλης της παρέας, ο πάντα άνετος, πάντα με φουλάρι και πάντα με ύφος τουλάχιστον Πολάνσκι Γιάννης, είπε:

-Απόψε έχομε γύρισμα γουέστερν, όλοι στο σταθμό.

Σταθμός ήταν το μπαρ του σιδηροδρομικού σταθμού που ήταν και σουβλατζίδικο. Εκεί θα γυριζόταν το πρώτο δοκιμαστικό για τον Αντώνη. Μαζευτήκαμε καμιά εικοσαριά και ο Γιάννης βγάζει με μια μεγαλοπρεπή κίνηση από την κωλοτσέπη την Αθλητική Ηχώ και αρχίζει να διαβάζει το σενάριο. Από την Αθλητική Ηχώ το διάβαζε! Η πρώτη σκηνή προέβλεπε ότι:

 

Στο σαλούν επικρατεί πολλή κίνηση, κόσμος μπαίνει, κόσμος βγαίνει, στα τραπέζια άλλοι πίνουν και άλλοι παίζουν χαρτιά. Ο καταζητούμενος κακοποιός φτάνει στο σαλούν, μπαίνει μέσα, κοιτάζει με νόημα μην τυχόν και τον αναγνωρίσουν, πλησιάζει στο μπαρ και ζητάει μια μπύρα.

 

-Έτοιμοι όλοι; Αρχίζουμε, πάμε! λέει ο ανεπανάληπτος Γιάννης, αραγμένος σε μια πάνινη πολυθρόνα έτσι όπως γίνεται κατά το γύρισμα των ταινιών.

Φασαρία μέσα στο σαλούν, στο σουβλατζίδικο δηλαδή, χειμώνας, πολύ κρύο έξω, βροχή, υγρασία, μπόλικο πριονίδι στο πάτωμα για την αποφυγή της υγρασίας και για τα βρεγμένα λόγω της βροχής παπούτσια των πελατών που μπαινόβγαιναν. Όλη η παρέα κοιτάζουμε προς την πόρτα που θα μπει ο Αντώνης, κανονικά δεν πρέπει να κοιτάζουμε αλλά ποιος είναι εκείνος που θέλει να χάσει το ύφος του; Που μπαίνει κάποια στιγμή μ’ ένα ύφος τύφλα να ’χει ο Γκάρυ Κούπερ και κοιτάζει με νόημα. Ένας από την παρέα που υποτίθεται ότι ήταν ο οπερατέρ κρατάει στα μάτια του ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο άδειο και με το στόμα σαν φυσαρμόνικα κάνει θόρυβο κινηματογραφικής μηχανής. Ο Αντώνης πλησιάζει με σφιγμένα χείλη στο μπαρ, κοιτάζει προς τον σκηνοθέτη, προφανώς για να του δείξει ότι έχει μπει στο πνεύμα του ρόλου και λέει με στεντόρεια φωνή.

-Μια Φιξ!

Πανδαιμόνιο στην αίθουσα-σαλούν, όλοι κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια από τον τρόπο και το ύφος του Αντώνη. Ο σκηνοθέτης όμως, ο απίθανος Γιάννης, δεν γέλασε καθόλου. Αντίθετα δείχνει οργισμένος, σηκώνεται πάνω, αρπάζει την πολυθρόνα που κάθεται, τη διπλώνει, πιάνει το καπέλο που φοράει και το πετάει με δύναμη στο πάτωμα.

-Τι Φιξ ρε ζώο; Υπάρχει Φιξ στη …Νεβάδα;

Ο φουκαράς ο Αντώνης ήξερε από το σενάριο ότι έπρεπε να ζητήσει μια μπύρα, μπύρα τότε στην Ελλάδα υπήρχε μόνο η Φιξ, πού να ξέρει ότι δεν υπάρχει Φιξ στη Νεβάδα, όπως πολύ ετοιμόλογα σκέφθηκε ο Γιάννης;

-Τι φταίω εγώ, μπύρα δεν είπες; του απαντάει ατάραχος ο Έλληνας Κλιντ Ίνσγουντ.

Ο σκηνοθέτης ωρύεται, είναι εκτός εαυτού.

-Ναι αλλά είμαστε στη …Νεβάδα!

Ο Αντώνης απορεί.

-Και πού ξέρω εγώ πώς λένε την μπύρα στη Νεβάδα;

Ο Γιάννης ουρλιάζει.

-Άμα δεν ξέρεις πώς λένε την μπύρα στη Νεβάδα, πώς θα γίνεις ηθοποιός ρε ζώο; Εεεεεε; Πώς;

Ο Αντώνης μαζεύτηκε, κοίταξε με απορία γύρω του.

-Και τι να κάνω, ρωτάει τον σκηνοθέτη αμήχανα.

Ο Γιάννης δεν συγκρατιέται, θέλει απάντηση εδώ και τώρα, οι φωνές του είναι δυνατές, πιο δυνατές κι από το θόρυβο των τρένων που μπαινοβγαίνουν στον σταθμό.

-Να μάθεις! Και όχι να μάθεις πώς λένε την μπύρα στην Αμερική γενικώς αλλά θέλω ακρίβεια. Πώς λένε την μπύρα στη Νεβάδα ακριβώς, όχι Οχάιο ή Αριζόνα ή Σιάτλ (!), δεν ξέρω κι εγώ πού. Στη Ν ε β ά δ α ! Τ’ ακούς; Ή γυρίζουμε γουέστερν ή δεν γυρίζουμε, δεν θα μας χαλάσει τώρα την ταινία μια παλιολέξη γαμώ το φελέκι μου.

Ο Γιάννης είναι απαρηγόρητος, ανοίγει με κόπο και σίγουρα προβληματισμό πάλι την πολυθρόνα, κάθεται, πιάνει το κεφάλι του, σκέφτεται.

-Θάλασσα μου τα ’κανες, δεν πειράζει όμως, θα γυρίσουμε και τη συνέχεια για να καταλήξω αν σου πάνε τα γουέστερν.

Ξεφυλλίζει την Αθλητική Ηχώ για να βρει τη συνέχεια του σεναρίου.

-Α, ωραία, πάμε για σκηνή φόνου, το θυμάσαι; ρωτάει τον Αντώνη.

-Το θυμάμαι, λέει ο Αντώνης αμέσως.

Αρχίζει ο Γιάννης να διαβάζει από την Αθλητική Ηχώ με το γνωστό του ύφος, ένα ύφος πομπώδες, ατσάλινο, μεγαλοπρεπές. Θύμιζε ανάγνωση ευαγγελίου σε επετειακή πανηγυρική λειτουργία από μητροπολίτη που επειδή το ευαγγέλιο το κρατάνε συνήθως διάκοι σε απόσταση, δεν πολυβλέπει τα γράμματα και δίνει στη φωνή του μια χροιά καλπάζουσα στον άνεμο και φυσικά κανείς από τους πιστούς δεν καταλαβαίνει τίποτα!

 

…Ο καταζητούμενος κακοποιός αφού ήπιε την μπύρα του ανεβαίνει στα ιδιαίτερα δωμάτια. Ανεβαίνοντας τις σκάλες κάποιος θαμώνας τον περιεργάζεται κι όταν ο κακοποιός φτάνει στο πλατύσκαλο, βεβαιώνεται ότι είναι αυτός που καταζητείται. Τον φωνάζει, ο κακοποιός γυρίζει και ο θαμώνας χωρίς να του πει άλλη λέξη τον πυροβολεί. Αυτός παρ’ όλο ότι δέχεται τη σφαίρα στο ένα χέρι, προλαβαίνει με το άλλο να βγάλει το πιστόλι και να πυροβολήσει κι εκείνος. Δέχεται όμως και δεύτερη σφαίρα από τον θαμώνα που τον βρίσκει στο στήθος και σωριάζεται νεκρός στο πλατύσκαλο.

 

-Λοιπόν! Φύγαμε! Φέρ’ τε τη σκάλα! δίνει εντολή ο Γιάννης.

Το μπαρ του σταθμού δεν είχε πρώτο όροφο για να υπάρχουν σκαλιά και πλατύσκαλο όπως προέβλεπε το σενάριο, άρα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κινητή σκάλα. Έρχεται λοιπόν μια ξύλινη σκάλα σαν αυτές που μαζεύουν τις ελιές δηλαδή πολύ ψηλή, τη βαστάνε δυο γεροδεμένοι της παρέας ο Άγγελος και ο Γιώργος και ανεβαίνει πάνω ο Αντώνης. Αρχίζει να σκαρφαλώνει σ’ αυτή ενώ από κάτω γίνεται χαμός από τα γέλια, γελάμε εμείς, γελάνε όσοι μπαινοβγαίνουν για να πάρουν σουβλάκια, γελάνε όμως και αυτοί που κρατάνε τη σκάλα. Ο Αντώνης ανεβαίνει, ανεβαίνει, κοντεύει να φτάσει στο ταβάνι του σταθμού, μόλις φτάνει στο τελευταίο σκαλοπάτι, σταματάει και κοιτάζει προς τα κάτω περιμένοντας τον θαμώνα να τον αναγνωρίσει. Όλοι εμείς από κάτω φαίνεται ότι δεν έχουμε καταλάβει το σενάριο γιατί μόλις μας κοιτάζει ο Αντώνης από το τελευταίο σκαλί, αρχίζουμε να φωνάζουμε όλοι μαζί.

-Αυτός είναι! Αυτός είναι!

Πανζουρλισμός, όλοι έχουμε πάθει μπλακ άουτ από τα γέλια, ο μαγαζάτορας έχει αφήσει τα σουβλάκια να ψήνονται και λάμπει ολόκληρος από χαρά και ευτυχία, φαίνεται καθαρά πως είναι τυχερός γιατί το μαγαζί του επιλέχτηκε για γουέστερν. Όλοι παρακολουθούμε με αγωνία για το πώς θα σταθεί ο Αντώνης σε τόσο ύψος, είναι και ψηλοτάβανο το μαγαζί, αν αυτοί που κρατούν τη σκάλα την αφήσουν, τι θα συμβεί; Που με έντρομο βλέμμα περιμένει το θαμώνα να τον πυροβολήσει, ο σκηνοθέτης Γιάννης με αγωνία διαπιστώνει ότι ο Αντώνης δεν μπορεί να σταθεί άλλο κει πάνω γιατί η σκάλα πάει κι έρχεται αφού αυτοί που την κρατούν δεν αντέχουν άλλο από τα γέλια, ιδιαίτερα ο Άγγελος που γελάει και τρανταχτά, αρπάζει ένα μπουκάλι, βγάζει με μια κίνηση υποτίθεται το φελό και με το στόμα του βγάζει μια κραυγή.

-Μπααααπ!

Αυτό σήμαινε πυροβολισμός, όπως προέβλεπε το σενάριο. Η σκάλα παραπαίει, αυτοί που την κρατούν δεν αντέχουν άλλο, ο Αντώνης δεν μπορεί ν’ απελευθερώσει χέρι για να πυροβολήσει, απλώς βλέπει όλους από κάτω να κυλιούνται στο πάτωμα από τα γέλια, περνάνε έτσι τρία τέσσερα πέντε δευτερόλεπτα και αυτοί που κρατούν τη σκάλα, την αφήνουν την άτιμη να πέσει! Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Αντώνης πέφτει στο πάτωμα σαν αλεξιπτωτιστής που δεν άνοιξε το ξεφτιλισμένο το αλεξίπτωτο, γίνεται άσπρος από το πριονίδι, ένα ρετάλι κείνη την ώρα άξιζε πιο πολύ από τον Αντώνη, μορφάζει από τους πόνους, έπεσε βλέπετε από τέσσερα μέτρα ύψος. Ο Γιάννης πετάγεται από την καρέκλα του με ανοιχτά τα χέρια, πέφτει πάνω του, τον αγκαλιάζει, τον φιλάει, η σκηνή πέτυχε, είναι κατενθουσιασμένος.

-Μπράβο αγόρι μου! Μπράβο Γκάρυ μου! ουρλιάζει συνεχώς.

Ο Αντώνης-Γκάρυ Κούπερ μισανοίγει τα μάτια του και λέει ψιθυριστά.

-Δεν θα ’πρεπε να πυροβολήσω κι εγώ;

 

Η ζωή συνεχιζόταν, κάθε Σάββατο βράδυ ή Κυριακή πρωί, υπήρχε γύρισμα. Ο Αντώνης σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Γιάννη συνεχώς βελτιωνόταν.

-Μόλις φτιάξει ο καιρός θα ’χουμε κι εξωτερικά γυρίσματα, του έλεγε κάθε μέρα.

Στο μυαλό του ο δαιμόνιος Γιάννης κατάστρωνε το σενάριο του ελληνικού Μπεν Χουρ. Ταινία επική, με παλάτια, με κάστρα, με άρματα, με ξιφομαχίες, με σκηνές δάσους, αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης, για τέτοια μεγαλεία προόριζε τον Αντώνη.

-Αντώνη είσαι έτοιμος για υπερπαραγωγή; του λέει μια μέρα που ο καιρός ήταν καλός.

-Είμαι! του απαντάει ο Αντώνης αμέσως.

Ένα πτηνοτροφείο είναι το κάστρο, τα γύρω ελαιόδενδρα είναι το δάσος, εκεί θα γυριστεί η σκηνή της τελικής πτώσης του σταυροφόρου. Μηχανάκια, ποδήλατα, τρακτέρ, καμιά εικοσαριά άτομα ξεκινάμε όλοι για τα χωράφια. Αφού όλο το συνεργείο την τύφλα μας πήρε τις θέσεις του, ο Γιάννης βγάζει πάλι την Αθλητική Ηχώ και διαβάζει το σενάριο με ύφος τώρα πάνω κι από μητροπολίτη, μπορεί και αρχιεπισκόπου. Το σενάριο όμως όπως φυσικά το περιέγραφε η Αθλητική Ηχώ, είναι σκληρό, είναι δραματικό, είναι απάνθρωπο. Ο Αντώνης ανεβασμένος στη σκεπή του πτηνοτροφείου κάστρου ξιφομαχεί με τον αντίπαλο, ο ιδρώτας από το πρόσωπο του έτρεχε πηχτός όπως το ρετσίνι από το πεύκο, η αναπνοή του θόρυβος οδοντωτού που ανηφορίζει προς Μέγα Σπήλαιο. Αλλά δυστυχώς για το πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο πρωταγωνιστής πεθαίνει. Και πεθαίνει από το ξίφος του αντιπάλου πέφτοντας από το υψηλότερο σημείο του κάστρου στο παρακείμενο κανάλι που ζώνει τον πύργο, κανάλι βέβαια δεν υπάρχει, υπάρχει όμως άφθονη κοπριά.

Η σκηνή της ξιφομαχίας είναι συναρπαστική, ο Αντώνης αίλουρος ξιφομαχεί πάνω στα κεραμίδια της σκεπής ως τη στιγμή που ο αντίπαλος του τρυπάει την κοιλιά, τότε πέφτει πάνω στην κοπριά, βυθίζεται όλος μέσα, ο σκηνοθέτης όμως Γιάννης είναι απαρηγόρητος, σκούζει σαν βάτραχος.

-Τρίχες! Πάλι!

Και πάλι και πάλι, δέκα φορές. Ο Αντώνης δεν αναγνωρίζεται πια από τη σκόνη και τη βρομιά, ο ιδρώτας του έχει πάψει να μοιάζει με ρετσίνι, ίδιος με βοθρολύμματα που οδεύουν μέσω δεκαεξάμετρου σωλήνα σε τριαξονικό φορτηγό μοιάζει. Ο σκηνοθέτης εξακολουθεί να είναι περίλυπος, βγάζει το μαντίλι που έχει στην άλλη κωλοτσέπη και σκουπίζει τα δάκρυα του.

-Άσε ρε Αντώνη, δεν σου πάνε τα ιστορικά, του λέει.

-Και τι θα γίνει δηλαδή, απορεί ο Αντώνης.

-Θα δούμε, μπορεί να γυρίζουμε μόνο καουμπόικα.

Ναι, βλέπεις στα καουμπόικα ήξερε ας πούμε τι μπύρα υπήρχε στη Νεβάδα! Τελικά ο άμοιρος Αντώνης δεν έγινε ηθοποιός. Όχι γιατί δεν πίστευε τον κινηματογράφο ως θεό αλλά γιατί ο κινηματογράφος δεν πίστευε ότι ο Αντώνης μπορούσε να γίνει ηθοποιός, όπως και όσοι πήγαιναν στις λειτανίες και δεν κρατούσαν ομπρέλα! Άλλωστε και ο σκηνοθέτης Γιάννης είχε πειστεί περί τούτου από τις πρόβες, ότι δηλαδή ο Αντώνης δεν διέθετε ομπρέλα!

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 19: Ό,τι θέλει ο κόσμος ζητάει

 

 

Ο Αχιλλέας! Ένας αλλοπρόσαλος τύπος. Έλεγε πως ήταν αρχιτέκτονας. Από τα διάφορα που άκουγα στη γειτονιά δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα, άλλος έλεγε ότι ο Αχιλλέας είχε τελειώσει το μικρό πολυτεχνείο, άλλος ότι απλά είχε τελειώσει μια σχολή σχεδιαστών και άλλος ότι κάποτε έμενε απέναντι από την πολεοδομία και του κόλλησε. Το γραφείο είχε πινακίδα που έγραφε. “Οικοδομικές Μελέτες και Κατασκευές”. Μέσα σ’ ένα ας το πούμε γραφείο, ένα τραπέζι, τρεις καρέκλες και μια αφίσα κομμένη από ημερολόγιο που έδειχνε τη Σκιάθο, απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ήταν περίπου σαράντα χρονών, έλεγε πως ήταν παντρεμένος μ’ ένα παιδί απροσδιορίστου ηλικίας αφού άλλοτε έλεγε ότι ήταν εφτά ετών και άλλοτε μηνών, έμενε κάπου προς την πλατεία Κολιάτσου, είχε ένα αυτοκίνητο Φίατ 128 που σχεδόν πάντα ήταν στο συνεργείο.

Ψηλός, μαλλιά κατσαρά μαύρα ίδια κομπόστας από κάρβουνο, ακούρευτα σαν φωτοστέφανο αγίου από λιθογραφία, ρούχα πολυκαιρισμένα, ποτέ παντελόνι με τσάκιση, ένα μπουφάν χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο, αλυσίδα ασημένια που ήταν τότε της μόδας στο χέρι, φωνή βροντώδης ντελάλη άλλης εποχής, δύο δάχτυλα του δεξιού του χεριού χρώμα κουραδί από τα τσιγάρα που τα αναβόσβηνε λες και ήταν χάντρες κομπολογιού που τα μπεγλεράνε όσοι το ’χουν κόψει. Και πάντα άφραγκος. Δεν άργησα και πολύ να μάθω ότι το άφραγκος, σημαίνει ζάρια. Φυσικά δεν είχα το θάρρος να του πω τίποτα. Το μόνο που του έλεγα ήταν για τα σχέδια του.

-Τι φοβερά σχέδια είναι αυτά που κάνεις ρε Αχιλλέα, του έλεγα κάνοντας βέβαια πλάκα.

Αυτός το έπαιρνε στα σοβαρά.

-Ρε άμα θέλω εγώ φτιάχνω πήματα.

Κάπου κάπου έβλεπα και κανέναν πελάτη μέσα, κάτι ανθρωπάκια μισοκακόμοιρα που πάντα τα έπιανε μονότερμα στην κουβέντα και ποτέ δεν είδα κανένα να του δίνει λεφτά.

-Κανείς κερατάς να μη δίνει φράγκο, έλεγε όταν έφευγε το ανθρωπάκι.

Μια μέρα που ήμουν εκεί ένα από τα γνωστά ανθρωπάκια που δείχνει ότι ενοχλείται που δεν είναι μόνος του, ο Αχιλλέας το καταλαβαίνει.

-Μίλα ελεύθερα, του λέει.

-Αχιλλέα θέλω να μου δώσεις τώρα πίσω τις πενήντα χιλιάδες, του λέει αγριεμένο το ανθρωπάκι.

Ο Αχιλλέας βάζει τα γέλια, εγώ προσπαθώ να ψυχολογήσω τον Αχιλλέα που μπορεί πάντα να έδειχνε ότι είναι από πάνω αλλά κατά βάθος θα έπρεπε να ήταν πολύ στριμωγμένος.

-Έλα μωρέ, τι αξία έχουν πενήντα χιλιάδες; λέει στο ανθρωπάκι με ύφος.

-Έχουνε δεν έχουνε εγώ τα θέλω πίσω, εγώ σου τα ’δωσα να μου βγάλεις άδεια, δεν στα ’δωσα δανεικά.

Κατάλαβα ότι ο Αχιλλέας την είχε κάνει την παγαποντιά του.

-Την άδεια την βγάζουμε όποτε θέλουμε μεγάλε, σιγά την άδεια, του απαντάει και συνεχίζει να γελάει.

Το ανθρωπάκι ξεφυσάει, σηκώνεται και ανάβει τσιγάρο.

-Αχιλλέα σου δίνω διορία ως αύριο να μου δώσεις πίσω τα λεφτά, του λέει και κάνει να φύγει.

Ο Αχιλλέας τον κοιτάζει αφ’ υψηλού.

-Έλα αύριο να σου δώσω τρία διαμερίσματα, δύο μαγαζιά κι ένα γκαράζ.

-Τι να το κάνω το γκαράζ, εγώ τα λεφτά μου θέλω.

-Καλά, έλα αύριο και θα δούμε τι θα γίνει.

Το ανθρωπάκι φεύγει. Προσπαθώ να απαλύνω την ατμόσφαιρα.

-Δύσκολη η δουλειά σου Αχιλλέα, ο καθένας έρχεται με τις παραξενιές του, μ’ άρεσε που ο τύπος σου πούλαγε και αγριάδα, του λέω.

Τι να του πω; Είχα καταλάβει πλήρως ότι προσπαθεί να πιαστεί από οπουδήποτε.

-Σιγά την αγριάδα…Δεν κολώνω εγώ από κάτι τέτοια, δεν μου λες, είσαι να πάμε μέχρι την Κηφισιά να δούμε μια μετατροπή;

-Τι μετατροπή;

-Ένας φίλος θέλει να κάνει το σπίτι του μεζονέτα, έχω πάρει και προκαταβολή κι έχω εκτεθεί που δεν έχω πάει τόσο καιρό, έρχεσαι για παρέα;

Δουλειά δεν είχα, ας πάω να τον δω και επί το έργον, είπα. Από Ιλίσια έως Κηφισιά κάναμε να πάμε πάνω από δυο ώρες, κατάλαβα πλήρως γιατί το Φίατ ήταν πάντα στο συνεργείο, στο δρόμο όλο για λεφτά μου μίλαγε, τόσα εδώ, τόσα εκεί.

-Αυτή η μετατροπή στην Κηφισιά μπορεί να μου αποδώσει έως και εκατό χιλιάδες.

Τέτοια λόγια, μόνο για λεφτά.

 

Φτάνουμε στο σπίτι, ένα διόροφο, μας περίμενε κάποιος και η γυναίκα του όπως τη σύστησε στον Αχιλλέα, ανεβήκαμε αμέσως στον πρώτο όροφο, ο Αχιλλέας ρίχνει μια ματιά σ’ όλο το διαμέρισμα και λέει.

-Πού είμαστε τώρα; Στον πρώτο;

Η γυναίκα ανέλαβε να του εξηγήσει.

-Ναι, αυτός είναι ο πρώτος όροφος κι εμείς θέλουμε να κάνουμε μια εσωτερική σκάλα για να συνδέσουμε αυτόν τον όροφο με το ισόγειο από κάτω.

-Σχέδια του σπιτιού υπάρχουν; ρωτάει.

-Υπάρχουν, να’τα, εδώ τα ’χω, του λέει ο φίλος του.

Ο Αχιλλέας παίρνει τα χαρτιά στο χέρι, ούτε που τα βλέπει, τα διπλώνει.

-Ωραία! Πάμε κάτω να δούμε;

Κατεβαίνουμε από τις σκάλες όλοι μαζί στο ισόγειο.

-Πού είμαστε τώρα; Στο ισόγειο; ρωτάει πάλι.

Τι ρωτάει σκέφθηκα, δεν θυμάται ή δεν βλέπει ότι είμαστε στο ισόγειο; Πάλι η γυναίκα ανέλαβε να εξηγήσει.

-Ναι, θέλουμε να συνδέσουμε αυτό εδώ με τον πρώτο όροφο από πάνω, εκεί που είμαστε πριν, του λέει.

Ο Αχιλλέας δείχνει να δυσανασχετεί.

-Αυτά μαντάμ γίνονται από την αρχή, τέλος πάντων.

Η γυναίκα δείχνει να ενοχλείται, ο φίλος του παίρνει το λόγο.

-Γι αυτό σε φώναξα ρε Αχιλλέα, δεν το κάναμε από την αρχή, τώρα γίνεται;

-Ωραία, πάμε λίγο πάνω να δούμε; ξαναρωτάει ο Αχιλλέας.

Ανεβαίνουμε όλοι μαζί στον πρώτο όροφο που είμαστε πριν, ο Αχιλλέας στέκεται στη μέση του σαλονιού και ρωτάει.

-Ωραία! Πού είμαστε τώρα; Στον πρώτο;

Ψιλογέλασα, πίστεψα ότι κάνει πλάκα. Ο φίλος του όμως δείχνει να εκνευρίζεται.

-Όχι. Στον τρίτο.

Χαμπάρι ο Αχιλλέας από την επίπληξη. Πάει σ’ όλα τα δωμάτια και κοιτάζει βασικά τα ταβάνια ή και το τίποτα, απλώς κοίταζε πάνω, ακόμη και εγώ ο άσχετος από οικοδομές καταλάβαινα ότι αφού είναι στον πρώτο όροφο, κάτω πρέπει να κοιτάζει και όχι πάνω, το πάτωμα θα τρυπήσει για να γίνει η σκάλα και όχι το ταβάνι. Έρχεται στο σαλόνι που εντωμεταξύ έχουμε εμείς γυρίσει και τον περιμένουμε.

-Ωραία! Πάμε κάτω να δούμε;

Κατεβαίνουμε πάλι στο ισόγειο, εγώ, ο Αχιλλέας και ο φίλος του, δεν κατεβαίνει η γυναίκα, ο Αχιλλέας ανοίγει τα σχέδια, δεν τα κοιτάζει, το βλέμμα του είναι έξω στον κήπο και λέει.

-Πού είμαστε τώρα φίλε μου, στο ισόγειο;

Ο φίλος του είναι τελειωμένος, εγώ έχω αρχίσει να ντρέπομαι.

-Σιγά τα πολλά πατώματα ρε Αχιλλέα και μπερδεύεσαι, του λέει.

Ο Αχιλλέας εντελώς ψύχραιμος.

-Άκουσε αγαπητέ μου, δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή, αυτά τα πράγματα γίνονται από την αρχή.

-Αν το είχα κάνει από την αρχή Αχιλλέα δεν θα σε φώναζα, όταν σου ’δωσα την προκαταβολή σου είχα πει ότι δυο πατώματα είναι, τρυπάμε την πλάκα και κάνουμε σκάλα. Αυτό σε ρωτάω τώρα, μπορούμε να τρυπήσουμε την πλάκα και να κάνουμε μια εσωτερική σκάλα ή μπορεί να έχουμε πρόβλημα αντοχής της πλάκας; του λέει ο φίλος του που τώρα πια είμαι σίγουρος ότι η επόμενη κουβέντα θα είναι να πει στον Αχιλλέα φέρε την προκαταβολή και άντε και παράτα μας.

-Σωστά! Πάμε λίγο πάνω να δούμε κάτι που μου διέφυγε;

-Άντε πάμε, του λέει ο φίλος του έτοιμος να του δώσει μπουνιά.

Ανεβαίνουμε πάλι και οι τρεις στον πρώτο όροφο. Στέκεται στη μέση του σαλονιού, ξανακοιτάζει το ταβάνι.

-Πού είμαστε τώρα, στον πρώτο;

Όχι ρε γαμώτο! Νιώθω ρεζίλι των σκυλιών, τον παρατάω και κατεβαίνω, βγαίνω έξω στο δρόμο και περιμένω. Δεν περνάνε πέντε λεπτά πολλά είπα μπορεί και δύο κι ένας Αχιλλέας φουρκισμένος κατεβαίνει, μουρμουρίζοντας.

-Άσε μωρέ, τι θέλω και ανακατεύομαι; Ενώνονται τρία πατώματα αν δεν γίνουν αυτά από την αρχή; ό,τι θέλει ο κόσμος ζητάει, μου λέει και μου κάνει νόημα να μπω στο αυτοκίνητο.

-Με την προκαταβολή τι έγινε, τον ρωτάω που πραγματικά λυπήθηκα για την τροπή που πήρε η υπόθεση.

Βάζει μπροστά τη μηχανή κι απομακρύνεται από το σπίτι.

-Οι προκαταβολές φίλε μου είναι για να κλείνονται δουλειές.

Έπεσα από τα σύννεφα.

-Τι; θα την κάνεις τη δουλειά; τον ρωτάω με αγωνία.

Ανάβει τσιγάρο και ραδιόφωνο μαζί και γελάει.

-Όχι θα την άφηνα, σιγά τη δουλειά, Του’πα να πάρει μια ξύλινη στρογγυλή σκάλα, καραβίσια, εγώ ένα κομπρεσέρ θα φέρω, ταπ, ταπ, ταπ, θ’ ανοίξω μια τρύπα κι αυτό είναι, σιγά τη δουλειά!

-Μα και συ κάθε λίγο και λιγάκι ρώταγες πού είμαστε, ισόγειο και πρώτος ήταν, γιατί ρώταγες;

-Άκου φιλαράκο, ισόγειο και πρώτος ήταν, τι να του πεις για να τον ικανοποιήσεις ότι έκανε κι αυτός ένα σπίτι, τι να πούμε κι εμείς που φτάχνουμε πολυκατοικίες;

-Δεν μου έχεις πει ότι έχεις φτιάξει ποτέ πολυκατοικία.

Δεν απάντησε, έκανε πως δεν άκουσε την επισήμανση μου.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύποι Νο 20: Το ΟΧΙ των Άιντολς

 

Το θέμα ήταν ότι εμείς έπρεπε να βρούμε συγκρότημα, απόψε!

-Πάμε πρώτα να μιλήσουμε με τους Άϊντολς και βλέπουμε, είπαμε στον πρόεδρο του συλλόγου που δεν ήξερε για τις ενέργειες που είχαμε κάνει εμείς.

Καθοριστικό για τη συνέχεια ήταν ότι κανείς μας δεν είχε δει τους Άϊντολς ούτε από φωτογραφία, απλά τους διαβάζαμε στις εφημερίδες. Δηλαδή ότι είχαμε βρει συγκρότημα από την Καθημερινή!

-Πού τραγουδάνε αυτοί, μας ρωτάει.

-Σ’ ένα ξενοδοχείο στη Φιλελλήνων, το γράφει η Καθημερινή.

-Φύγαμε.

-Παιδιά μέχρι οκτώ κατοστάρικα, έτσι; υπενθύμισε τον προϋπολογισμό ο ταμίας.

-Πάμε πρώτα να τους βρούμε και βλέπουμε.

Παίρνουμε το λεωφορείο και φτάνουμε στο Σύνταγμα κατά τις έντεκα το βράδυ, Φλεβάρης μήνας, ένα διαβολεμένο κρύο, όλοι βέβαια με παλτά αλλά η ανάσα μας κοβόταν, πάμε τρέχοντας με τα πόδια ως το ξενοδοχείο, κλειστό για το συγκρότημα.

-Δεν τραγουδάνε απόψε, απόψε τραγουδάνε για ένα χορό, δεν ξέρουμε πού, μας λέει ένας νεαρός στη ρεσεψιόν.

Φτου σου γαμώτο!

-Πάμε να πάρουμε την Καθημερινή μήπως και ξέρει πού τραγουδάνε απόψε, λέει περίλυπος ο ταμίας.

-Κάτσε να ρωτήσουμε κανέναν άλλον στο ξενοδοχείο, καμιά καμαριέρα, λέει ο Κώστας, ο αντιπρόεδρος του συλλόγου.

-Έλα ρε Κώστα εδώ δεν ξέρει η ρεσεψιόν, θα ξέρουν οι καμαριέρες; επιμένει ο Γιώργος που το είχε βάλει σκοπό να τηλεφωνήσει στην Καθημερινή.

-Καλά, πηγαίνετε σεις να τηλεφωνήσετε κι έρχομαι εγώ, μας λέει και χώνεται μέσα στο ξενοδοχείο.

Κατηφορίζουμε τη Φιλελλήνων και πάμε σ’ ένα περίπτερο. Κρύο, ψόφος, τρέμουν τα σαγόνια μας, ο αντιπρόεδρος, ο Κώστας, έχει μείνει πίσω, στην αρχή είμαστε εφτά, τώρα στο περίπτερο έξι. Παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος, όλοι οι άλλοι γύρω γύρω με αγωνία να μάθουμε πού τραγουδάνε απόψε οι Άϊντολς, το σηκώνει φαίνεται κάποιος από το πιεστήριο γιατί ακούγονται τρομαχτικοί θόρυβοι από μηχανές μέσα από το ακουστικό.

-Ναι; Εμπρός; Καθημερινή εκεί; ρωτάει ο Γιώργος.

-Ορίστεεεε; ακούγεται ένα ουρλιαχτό.

Το ουρλιαχτό το ακούμε και μεις που δεν βαστάμε το ακουστικό.

-Ακούστε κύριε, είμαστε κάτι φοιτητές που θέλουμε να…

Νέο ουρλιαχτό.

-Τι είσαστεεεεε;

-Είμαστε φοιτητές και…

Ακούγεται τώρα πιο καθαρή η φωνή.

-Πού πήρατεεεεε;

-Θέλουμε να μάθουμε πού τραγουδ…

-Τι θέλετεεεε;

-Αϊ στο διάλο κωλοφυλλάδα!

Τσατισμένος ο Γιώργος, το κλείνει, όλοι παρά το φοβερό κρύο έχουμε πέσει κάτω από τα γέλια, από μακριά φαίνεται ο Κώστας που είχε μείνει, να έρχεται τρέχοντας.

-Τραγουδάνε στο Χίλτον για ένα κολέγιο, λέει καταχαρούμενος, σαν τους στρατιώτες του Ξενοφώντα που είδανε επιτέλους θάλασσα.

Φεύγουμε όλοι μαζί με τα πόδια, η ώρα κοντεύει δώδεκα. Πάμε τρέχοντας για να γλιτώσουμε από το κρύο, μιλάμε για πολύ κρύο. Φτάνουμε λαχανιασμένοι στο Χίλτον και πάμε να μπούμε μέσα, μας σταματάει ένας νεαρός στην πόρτα και το βλέμμα του όλο και κατεβαίνει προς τα παπούτσια μας που δεν νομίζω κανενός να άστραφταν. Εμείς εκεί στην πόρτα, όλοι με τα παλτά και σηκωμένους τους γιακάδες.

-Πού πάτε κύριοι;

-Ήρθαμε να βρούμε τους Άϊντολς, λέει κάποιος, δεν θυμάμαι ποιος.

-Έχετε προσκλήσεις, μας ρωτάει αλλά το βλέμμα, βλέμμα.

-Δεν ήρθαμε για τον χορό, να τους μιλήσουμε θέλουμε.

-Σας περιμένουν;

-Όχι.

-Τότε δεν μπορείτε να μπείτε.

Κοιταζόμαστε όλοι σε χρόνο μηδέν.

-Ρε άι παράτα μας!

Λέμε όλοι μ’ ένα στόμα και μπουκάρουμε μέσα, τουλάχιστον να γλιτώσουμε από το κρύο. Δεν προλάβαμε να κάνουμε ούτε πέντε μέτρα και μας σταματάνε τρεις με στολές και ανοιχτά χέρια. Δίπλα μας περνάνε νεαροί με παπιγιόν και κοπελίτσες με λαμέ και φανταχτερά φορέματα, στο βάθος γίνεται χαλασμός κόσμου από χορό και μουσική, εμείς εκεί σταματημένοι, με τα παλτά, τα παλιά ρούχα και τα λερωμένα παπούτσια.

-Πού πάτε κύριοι, μας ρωτάνε επιθετικά και οι τρεις.

-Όπου θέλουμε πάμε, τους απαντάμε όλοι μαζί.

-Περιμένετε τότε…

Μας κρατάνε οι δύο με ανοιχτά χέρια κι ο τρίτος χάνεται σε μια διπλανή πόρτα αριστερά, σε λίγο βγαίνει.

-Ελάτε μαζί μου, μας λέει.

Τα χέρια των αλλωνών υποχωρούν και συνοδεία των τριών μας οδηγούν σ’ ένα παράμερο καναπέ.

-Τι ακριβώς θέλετε, μας ξαναρωτάνε.

-Θέλουμε να μιλήσουμε με τον υπεύθυνο του συγκροτήματος.

-Περιμένετε…

Περιμέναμε. Και πάθαμε την πλάκα μας, έφυγε το κρύο, έφυγε η αγωνία. Και όσο περνούσε η ώρα είχαμε μείνει εντυπωσιασμένοι από τη φοβερή μουσική που ακούγαμε, μόνο ακούγαμε, δεν βλέπαμε το συγκρότημα αλλά κι αυτό μας έφτανε.

-Ο κύριος Τζο μπορεί να σας μιλήσει όταν κάνουν διάλειμμα, μας αναγγέλλει επιστρέφοντας ένας απ’ αυτούς με τις στολές.

Προφανώς ο Τζο θα ήταν κάποιος από τους Άϊντολς.

-Και τι ώρα θα κάνουν διάλειμμα;

-Δεν ξέρω.

Η ώρα ήταν δώδεκα και μισή, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, περιμέναμε και κάναμε όνειρα.

-Φαντάζεστε ρε μάγκες να ’ρθει αυτό το συγκρότημα στο χορό;

Όλοι αυτό λέγαμε ο ένας στον άλλον, το είχαμε μάλιστα ρίξει και στην οικονομική ανάλυση.

-Λοιπόν Γιώργο, μέχρι διακόσιες πενήντα δίνουμε σ’ αυτούς, ένα χιλιάρικο σύνολο, έλεγε ο ένας.

-Χιλιάρικο, χιλιάρικο να πάει στο διάλο, φοβεροί είναι, συμπλήρωνε ο άλλος.

Χιλιάρικο τότε σήμαινε σήμερα περίπου τρία ευρώ, εννοείται και για τους τέσσερις όπως φανταζόμαστε όλοι ότι θα ήταν, ο Γιώργος όμως δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούει.

-Όχι ρε παιδιά, μέχρι οκτώ κατοστάρικα είπαμε.

Οκτώ κατοστάρικα τότε, σήμερα δύο ευρώ και σαράντα λεπτά δηλαδή με δύο ευρώ και σαράντα λεπτά θα φέρναμε από την Αθήνα συγκρότημα με τέσσερις μουσικούς και τα όργανα τους. Με τέσσερις μουσικούς είπα; Να’ταν τέσσερις καλά θα ήταν!

 

Κάποια στιγμή πάω με προφυλάξεις να δω την ορχήστρα, μόλις τους βλέπω και τους μετράω με πιάνει πανικός, γυρίζω έντρομος.

-Ρε σεις, αυτοί είναι εφτά! λέω στους υπόλοιπους.

Πέσανε ξεροί από τα γέλια όλοι πλην του ταμία. Γέλια νευρικά και απογοήτευσης, όλοι ξέραμε ότι τα συγκροτήματα τότε ήταν μέχρι τέσσερις, εφτά ρε γαμώτο;.

-Εφτάάάάάά;;;;; Καλά το είπα εγώ ότι είμαστε άτυχοι, λέει ο ταμίας που είχε γίνει κατακίτρινος προφανώς από τη στενοχώρια του.

-Όχι ρε μάγκες και εφτά, συμπληρώνει ο άλλος Κώστας, ο γραμματέας.

-Πάμε να φύγουμε, δεν βγαίνουμε, απογοητεύεται και ο Θανάσης που είναι μέλος του δέλτα σίγμα.

-Τους μέτρησες καλά; Μήπως είναι δώδεκα, με ρωτάει ο Αλέκος.

Νέα γέλια.

-Καλά είναι ανάγκη να πάρουμε και τους εφτά, παίρνουμε τους τέσσερις, συμφωνείς Γιώργο; λέει ο Αλέκος στρεφόμενος προς τον ταμία.

Η πλάκα είχε αρχίσει, πάει και το δέος, πάνε όλα, το αλληλοπείραγμα έδινε κι έπαιρνε, είχαμε χεστεί στα γέλια.

-Σταματήστε! λέει κάποια στιγμή ο Κώστας ο αντιπρόεδρος.

-Τι έγινε ρε, του λέμε και απορούμε με το ύφος του.

-Θα τους πάρουμε! Θα κάνω εγώ τη συμφωνία, δεν θα μιλήσει κανείς σας.

Ο Γιώργος ο ταμίας τον κοιτάζει λυπημένα.

-Ποια συμφωνία ρε Κώστα, αυτοί θα μας ξεβρακώσουν, πάμε να φύγουμε.

-Ποιον θα ξεβρακώσουνε ρε, άμα τους ρίξεις μια προκαταβολή θα τους δεις πώς θα χεστούνε, έτσι είναι αυτοί όλοι, τι θα τους δώσεις μπροστά έχει σημασία.

Τι να τους δώσουμε μπροστά, είχαμε; Δεν είπαμε τίποτα, λέμε άσε αυτός για να το λέει κάτι θα ξέρει. Κατά τις τρεις επιτέλους κάνουν διάλειμμα. Μας πλησιάζει ένας ιδρωμένος νεαρός που τον συνοδεύει ο φύλακας με τη στολή, μουρμουρίσαμε ότι αυτός θα είναι ο Τζο.

-Παιδιά συγνώμη που σας κάναμε και περιμένατε, σας ακούω, μας λέει ευγενέστατα.

Ο Τζο ήταν. Παίρνει τον λόγο ο Γιώργος ο ταμίας, μ’ ένα ύφος παρακαλετό ντυμένο απ’ έξω με δέκα κιλά χρυσόχαρτο ευγένειας και από μέσα τίγκα στο πετιμέζι, στο μέλι, στο σιρόπι, με ένα γέλιο όχι απλά παρακαλετό αλλά μην μου πείτε όχι κύριε Τζο γιατί θα πέσω από την Ακρόπολη και θα σκοτωθώ! Δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

-Ακούστε κύριε Τζο, εμείς είμαστε φοιτητές και θέλουμε να κάνουμε έναν χορό το άλλο Σάββατο και …

-Σάββατα δεν πάμε σε χορούς, απαντάει κοφτά ο Τζο.

-Αφήστε με να ολοκληρώσω, συνεχίζει ο Γιώργος πιο παρακαλετά, πιο πολλά κιλά χρυσόχαρτο, πιο ευγενικά, πιο αυτοκτονικό γέλιο. Εμείς έχουμε αρχίσει να πιάνουμε την κοιλιά μας.

-Παρακαλώ.

Ευγενέστατος ο Τζο.

-Θέλουμε λοιπόν να κάνουμε έναν χορό και θέλουμε να ’ρθείτε εσείς.

-Σας είπα, Σάββατα και Κυριακές δεν φεύγουμε από το ξενοδοχείο κι αυτό μόνο τις καθημερινές. Κι αν είναι κοντά.

Μόλις ακούμε “κοντά” δεν έχουμε και πολύ απόσταση από το κατουρηθούμε πάνω μας. Αυτοί τραγουδούσαν στη Φιλελλήνων στο Σύνταγμα και κείνο το βράδυ πήγαν εκτάκτως στο Χίλτον για έναν χορό, δηλαδή με το μετρό μία στάση, εμείς τους θέλαμε στα …Μέγαρα, 42 χιλιόμετρα μακριά, αν υπήρχε μετρό πόσες στάσεις θα ήταν άραγε; Ο Γιώργος δεν το βάζει κάτω, πετιμέζια, μέλια, σιρόπια, χρυσόχαρτα ευγένειας μεν, βράχος όμως σαν τα βράχια της Ακρόπολης, δε.

-Σε μας θα κάνετε μια εξαίρεση.

-Αυτό δεν μπορεί να γίνει, εξηγεί γελώντας ο Τζο.

-Μη μας ξηγιέσαι έτσι, μπαίνει στη μέση ο Κώστας ο αντιπρόεδρος, αυτός που θα έκανε και την οικονομική εξήγηση και θα χεστούνε.

-Παιδιά σας εξήγησα, ένα λεπτό όμως να φωνάξω και κάποιον άλλον, λέει ο Τζο και χωρίς να περιμένει απάντηση, φεύγει.

Σε λίγο καταφθάνει πάλι ο Τζο, μ’ ένα θηρίο δυο μέτρα.

-Σε ποιο κέντρο θα γίνει ο χορός; λέει το θηρίο.

Τώρα μάλιστα, τι να του πούμε, ότι θα γίνει σ’ ένα πρώην …πτηνοτροφείο;

-Α, το κέντρο που έχουμε διαλέξει είναι το καλύτερο, παραθαλάσσιο, λέει ο Γιώργος.

-Παραθαλάσσιο;;;;;; γουρλώνουν τα μάτια τους και οι δύο.

Φλεβάρης ήταν, να μην το ξεχνάμε.

-Α, είναι ζεστό, έχει τζαμαρία, απτόητος και χαμογελαστός ο Γιώργος.

Οι τύποι του συγκροτήματος τα έχουν παίξει.

-Και πού είναι αυτό το κέντρο, ρωτάνε.

Μην τυχόν και χάσουν. Τι να πούμε, ότι είναι στα …Μέγαρα;

-Α, εδώ λίγο πιο έξω από την Αθήνα, προς …Κόρινθο.

Όλη την κουβέντα την κάνει ο Γιώργος ο ταμίας, όλοι οι υπόλοιποι απλά γελάμε, πλην βέβαια του αντιπροέδρου που παρακολουθεί με προσοχή την κουβέντα για να δει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να επέμβει και να τελειώσει το ζήτημα. Πάλι γούρλωμα στα μάτια.

-Κόρινθο;;;;; Δηλαδή, τι;;;;;; Πελοπόννησος;;;;;;

-Όχι Πελοπόννησος, πιο δω, πιο δω.

Το θηρίο σηκώνεται, σηκώνεται και ο Τζο.

-Δεν γίνεται παιδιά, θα μπούμε σε περιπέτειες, το βλέπω, άλλωστε έχουμε συμβόλαιο με το ξενοδοχείο δεν μπορούμε να φύγουμε τα σαββατοκύριακα, λέει ο Τζο.

Το θηρίο δεν μιλάει, μόνο ξεφυσσάει, ο Γιώργος αναθαρρεί βλέποντας ότι το πρόβλημα το μεταθέτουν αλλού.

-Ελάτε βρε παιδιά, ποιος κοιτάζει τα συμβόλαια τώρα;

-Ε, πώς, τα συμβόλαια είναι για να τηρούνται, λέει ο χοντρός.

 

Φαίνεται πως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για τη διαπραγμάτευση που θα έκανε ο αντιπρόεδρος.

-Τελευταία σας λέξη είναι αυτή; τους ρωτάει και το ύφος του είναι Στέλλα κρατάω μαχαίρι.

-Τελευταία, άλλωστε παιδιά είμαστε και ακριβοί εμείς, εσείς φοιτητές είσαστε δεν θα μπορέσετε.

Πάλι ο Τζο μιλάει, το θηρίο συνεχίζει να ξεφυσσάει.

-Πόσο δηλαδή, ρωτάει ο Κώστας αλλά μετά από πολλή ώρα σοβαρευόμαστε για ν’ ακούσουμε.

-Τι σημασία έχει αυτό, αφού σας λέμε ότι δεν γίνεται. Και μετά είναι και τα όργανα, πώς θα πάνε τόσο μακριά; απαντάει και ρωτάει μαζί ο Τζο που εδώ που τα λέμε είναι πολύ πιο ευγενικός απ’το μπουλντόγκ.

Τους έτρωγε όμως κι ο κώλος τους,   ήθελαν να μάθουν και πώς θα πάνε τα όργανα.

-Α, γι αυτό δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, έχουμε φορτηγό με καρότσα.

Αφού θέλατε να τ’ ακούσετε! Το θηρίο βγάζει κραυγές, είναι έτοιμος να μας καταπιεί όλους

-Με καρότσα;;; Πώς δηλαδή θα πάνε;;; Ξεσκέπαστα;;;

Ο Γιώργος είναι φαίνεται ο μόνος που δεν τον φοβάται, νέο γέλιο όχι αυτοκτονικό τώρα αλλά γέλιο πολιτικού που τάζει τα πάντα στους πάντες.

-Όχι ρε παιδιά και ξεσκέπαστα, έχουμε μουσαμάδες.

Στρίβουν και οι δύο να φύγουν, η επιχείρηση Άϊντολς απέτυχε.

-Τελικά δεν μας είπατε πόσο παίρνετε; ρωτάει ο Κώστας, ο γενικός γραμματέας.

-Εφτά χιλιάδες. Χίλια το άτομο, λέει το θηρίο λέγοντας τις λέξεις σαν εμετό!

Εφτά δεν ήταν τα θαύματα του κόσμου; Εφτά δεν ήταν τα γκολ που έτρωγε τότε η εθνική μας στο ποδόσφαιρο; Εφτά δεν ήταν όμως και οι νάνοι με τη χιονάτη;   Ε, εμείς γίναμε οι νάνοι. Βάλαμε τα γέλια, δεν ξέρω αλλά μας φάνηκε τρομερά αστείο. Α, ρε Τζο κι εμείς   είχαμε αποφασίσει ότι και χίλια για όλους βέβαια, δίναμε.

-Εφτά χιλιάδες; Φοιτητές είμαστε, δεν γίνεται πιο κάτω; ρωτάει ο αντιπρόεδρος που ακόμη δεν έχει κάνει την κίνηση που θα τους εξουθενώσει.

Τον πιάνει ο Γιώργος ο ταμίας από το χέρι, δεν θέλει ν’ ακούσει την απάντηση τους, έχει καταπέσει τελείως, έφυγαν τα γέλια και τα πετιμέζια, έφυγαν και τα ύφη τα αυτοκτονικά ή των πολιτικών, το πρόσωπο του ήταν μια μάσκα αρχαίας τραγωδίας.

-Πάμε ρε Κώστα…

-Λοιπόν παιδιά, σας ευχαριστούμε πολύ για την προτίμηση, μια άλλη φορά, λένε οι δύο του συγκροτήματος και πάνε να φύγουν.

Ο Κώστας όμως έχει άλλη γνώμη, απλώνει τα χέρια του και τους συγκρατεί.

-Ωπ, σταθείτε! Θα ’ρθείτε! Σας δίνουμε τώρα ένα πεντακοσάρικο στο χέρι, θα φάτε, θα πιείτε, τα όργανα δεν θα βραχούνε και μόλις τελειώσετε θα σας δώσουμε   στο χέρι και τα υπόλοιπα.

Ήτανε η πρόταση που θα τους έκανε βλέπεις και θα χέζονταν.

-Και πόσα είναι τα υπόλοιπα; ρωτάει το θηρίο που δεν λέει να χάσει την ευκαιρία της ζωής του.

-Χίλια φράγκα! Σύνολο χίλια πεντακόσια, είναι τα διπλάσια απ’ όσα είχαμε αποφασίσει γιατί σας συμπαθήσαμε.

Εμείς είχαμε αποφασίσει, όχι αυτοί, αυτούς ποιος τους ρωτάει μωρέ, το παν είναι η προκαταβολή. Όπως αντιλαμβάνεστε βέβαια η συμφωνία δεν επετεύχθη, οι Άιντολς είπαν ΟΧΙ όπως και οι έλληνες είπαν ΟΧΙ στους Ιταλούς γι αυτό και στις 28 Οκτωβρίου κάνουμε παρελάσεις, παρέλαση κάναμε κι εμείς αλλά με την όπισθεν! Η πρόταση του Κώστα δεν τους συγκίνησε, αν όμως τους συγκινούσε; Ο Κώστας που έκανε τη φοβερή πρόταση δεν είχε φράγκο, όλοι οι υπόλοιποι κείνο το βράδυ δεν μαζεύαμε όχι πεντακοσάρικο αλλά ούτε δεκάρικο. Το γέλιο που κάναμε φεύγοντας δεν το είχαμε κάνει άλλη φορά στη ζωή μας, πλάκα είχε ο νεαρός στην πόρτα την ώρα που φεύγαμε, είχε πάρει ένα ύφος λες και γλίτωσε το ξενοδοχείο από χολέρα!

 

Υστερόγραφο:

Από τους αγαπημένους φίλους κείνης της ονειρεμένης εποχής τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές λείπουν τρεις, ο Αλέκος, ο Κώστας και ο Γιώργος.

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος 21: Ο Γδούπος

 

Ο καθηγητής της ιστορίας, το όνομα του ήταν Δερβέναγας, ετοίμαζε τον Χορό του Ζαλόγγου, ένα προσφιλές και αγαπητό θέμα για όλους τους δασκάλους και τους καθηγητές των σχολείων για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου. Απλό θέμα, απλά σκηνικά, απλή υπόθεση έργου, όλοι οι Έλληνες το ξέρουμε και όλοι λίγο πολύ το έχουμε παίξει και το θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια. Είναι ο χορός που έκαναν οι ηρωικές γυναίκες του Σουλίου που προκειμένου να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και ατιμαστούν, έναν χορό πάνω στο Ζάλογγο και μία μία έπεφτε στον γκρεμό. Εννοείται ότι υπάρχουν και πρωταγωνιστές άντρες, ανώνυμα παλλικάρια Σουλιώτες, ο Αλή Πασάς, ο προδότης Πήλιος Γούσης, ο Κίτσος Τζαβέλας και πολλοί άλλοι που ήταν οι προπομποί της επανάστασης του ’21. Είναι και εύκολο. Στήνεται μια εξέδρα, την ντύνουν γύρω γύρω στα γαλανόλευκα, τα αγόρια είναι οι Σουλιώτες πολεμιστές, τα κορίτσια καμιά εικοσαριά μαθήτριες με τις ενδυμασίες κείνης της εποχής χορεύουν. Κάποιο μαγνητόφωνο παίζει το κλασσικό έχετε γεια βρυσούλες, ραχούλες, κάτι τέτοιο και μία μία Σουλιώτισσα όταν φτάνει στην άκρη της εξέδρας δίνει μια και γκαπ, πέφτει στο κενό και σκοτώνεται. Για να μη πέσει στα χέρια των Τούρκων και ατιμασθεί. Και από κάτω οι θεατές με τα καλά τους ρούχα, εθνική γιορτή και παλιγγεννεσία βλέπεις, άλλοι καμαρώνουν τα παιδιά τους, άλλοι θαυμάζουν τις στολές των κοριτσιών και άλλοι απλά παραβρίσκονται, είτε γιατί πρέπει, είτε γιατί δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Και φυσικά όλοι συγκινούνται ή δείχνουν ότι συγκινούνται αφού όλο αυτό που παρακολουθούν τους παραπέμπει σε μια τραγική ιστορική σελίδα της πατρίδας μας γεμάτη αυτοθυσία.

Ο Δερβέναγας λοιπόν έδωσε σ’ όλους έναν ρόλο και άρχισαν οι πρόβες για τη μεγάλη παράσταση, σε κάποιον όμως δεν έδωσε, αυτός ο κάποιος δεν ήταν όμως ο όποιος όποιος, ήταν ο Νότης. Ένας μαθητής που παρίστανε τον μάγκα και τον περπατημένο, ο τρόπος που βάδιζε θύμιζε τον αξέχαστο ηθοποιό Νίκο Ρίζο όταν αυτός έβαζε το χέρι το αριστερό στην τσέπη του παντελονιού του και περπάταγε μάγκικα, τεντώνοντας όλο το όποιο κορμί είχε. Στα μαθήματα τελευταίος στην τάξη, από μικρός στο δημοτικό αλλά κυρίως στο γυμνάσιο δεν χώνευε τους δασκάλους με τη βέργα στο χέρι, την ειρωνεία στα χείλη, την απειλή στα μάτια και έτσι σιχάθηκε τα γράμματα και το’ριξε στο τσιγάρο, στις τουαλέτες και στα πευκάκια που ήταν γύρω. Πάντα αδιάβαστος λοιπόν, γι αυτό και μάλλον ο Δερβέναγας δεν τον υπολόγισε στο θεατρικό έργο, θα σκέφθηκε φαίνεται τι ρόλο να δώσω σ’ αυτόν, αυτός δεν ξέρει όχι μόνο για τη θυσία στο Ζάλογγο αλλά ούτε καλά καλά αν είχε γίνει επανάσταση. Πλακατζής δεν ήταν αφ’ εαυτού, απλά πάθαινε πλάκες ή του έκαναν πλάκες και μάλιστα χοντρές. Δεν ήταν χαζός, άτυχος ήταν, η ατυχία του δεν περιγράφεται, θα μπορούσαν λόγου χάρη είκοσι άτομα να πάνε με ποδήλατα στη θάλασσα και να μη τους συμβεί τίποτα, του Νότη όμως ή θα του έσπαγε το λάστιχο ή θα του έπεφτε το ποδήλατο μέσα στη θάλασσα.   Πικράθηκε λοιπόν που δεν του δόθηκε ρόλος στο Χορό του Ζαλόγγου. Όχι γιατί θα έχανε την ευκαιρία της ζωής του να παίξει στο θέατρο αλλά γιατί έχανε την παρέα κάθε απόγευμα, που τον παρατούσαν μόνο του για να πηγαίνουν στις πρόβες, είχε κατασκάσει, στην αρχή δεν είπε τίποτα αλλά μετά από τρεις μέρες με φανερή στενοχώρια λέει στον κολλητό του φίλο, τον Παύλο.

-Πώς πάνε οι πρόβες;

Ο Παύλος για να μην τον πικάρει επειδή αυτός δεν θα έπαιρνε μέρος, έκανε τον τουρίστα.

-Ποιες πρόβες, του λέει.

-Του έργου.

-Ποιανού έργου;

-Αυτού που θα παίξετε στις 25 Μαρτίου.

Ο Παύλος έβαλε τα γέλια, κατάλαβε ότι ο Νότης τον ρωτάει γιατί ήθελε να παίξει κι αυτός αλλά δεν το έλεγε ευθέως, ήταν η κατάλληλη στιγμή για ν’ αρχίσει η πλάκα.

-Αλήθεια, εσύ γιατί δεν έρχεσαι, του λέει σοβαρεύοντας το πρόσωπο του.

-Να κάνω τι, τον ρωτάει βλοσυρά. Να παίξεις.

-Αφού δεν με κάλεσε.

-Ποιος να σε καλέσει;

-Ο Ντερβέναγας.

Έτσι τον έλεγε, Ντε-ρβέναγα και όχι Δε-ρβέναγα, ο Παύλος έκανε τον ανήξερο.

-Γιατί εμάς μας κάλεσε;

Τον πίστεψε, πάντα πίστευε τον Παύλο. Ο οποίος όμως έπρεπε να δράσει γρήγορα, έπρεπε να προλάβει τον καθηγητή μην τυχόν και τον ρωτήσει ο Νότης, απίθανο να συμβεί αυτό αλλά ποιος ξέρει; Την επόμενη μέρα πρωί πρωί πιάνει τον καθηγητή και τον παρακαλάει να βάλει μέσα στο έργο και τον Νότη.

-Σας παρακαλώ, βρείτε του και αυτουνού ένα ρόλο, έχει κατασκάσει επειδή του λείπει η παρέα, του είπε.

Ο καθηγητής γέλασε.

-Σε ποιον, σ’αυτόν να δώσω ρόλο, αυτός δεν ξέρει τα τρία κακά της μοίρας του, τι ρόλο να του δώσω, θα μου τα κάνει θάλασσα.

-Βρείτε κάτι.

-Τι να βρω, το έργο είναι ιστορικό, εγώ θέλω να έχω σοβαρούς ανθρώπους, αυτός είναι όλο σκασιαρχείο, χώρια που κάνει και τον μάγκα, ξέρει αυτός ποιος είναι ο Τζαβέλας και ποιος ο Αλή Πασάς, όλο με την αθλητική εφημερίδα τον βλέπω.

Τότε του Παύλου του έρχεται μια φοβερή ιδέα.

-Να σας πω εγώ ένα ρόλο που δεν θα σας δημιουργήσει πρόβλημα;

-Ποιο ρόλο, απορεί ο καθηγητής.

-Οι κοπέλες δεν πέφτουν από την εξέδρα και κάποιος θα πρέπει να κάνει ένα γκαπ που να ακούγεται ότι πέφτουν;

-Τι, να κάνει αυτός το γκαπ, τέτοιο ρόλο, ε, αυτόν ας τον κάνει. Ας πάρει ένα κούτσουρο και κάθε φορά που θα πέφτει μια Σουλιώτισσα να κάνει το γκαπ.

Ο Παύλος όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.

Όχι. Δεν ενννοώ αυτό, εννοώ να πέφτει εκείνος. Κι έτσι θ’ ακούγεται από τον κόσμο κάτω πιο φυσικό.

Ο καθηγητής αλιθώρισε.

-Δηλαδή να κάνει τον γδούπο;

-Αυτόν.

Ο καθηγητής σήκωσε τους ώμους του κι έβαλε τα γέλια.

-Άμα θέλει να κάνει αυτόν τον ρόλο, ευχαρίστως.

Ο Παύλος καταχάρηκε.

-Ναι αλλά πρέπει να του το πείτε εσείς, μπορείτε να του πείτε σήμερα γιατί δεν έρχεται κι αυτός στις πρόβες;

Ο καθηγητής απορεί.

-Και θα δεχθεί να πέσει τόσες φορές κάτω;

-Αφήστε το σε μας αυτό κύριε καθηγητά, πείτε το του εσείς.

-Αυτό είναι εύκολο, να τον μαλλώσω κιόλας που δεν έρχεται στις πρόβες;

-Όχι, να του το παρουσιάσετε σαν παράπονο σας.

Την ίδια μέρα ο καθηγητής είπε στο Νότη να έρχεται κι αυτός στις πρόβες για να κάνει τον γδούπο. Δεν του έδωσε και πολλές εξηγήσεις, του είπε απλά πως αυτός ο γδούπος έχει σχέση με το πέσιμο των κοριτσιών στον γκρεμό.

 

Ο Νότης μόλις το άκουσε καταχάρηκε, ένιωσε πως δεν ήταν παραμελημένος, φούσκωσε από καμάρι που θα έχει κι αυτός ρόλο, χώρια που ο καθηγητής δεν τον ξέκοβε έτσι από την παρέα. Αλλά ο Νότης δεν …ήξερε τι σημαίνει γδούπος! Μια παροιμία λέει: Ή ξέρεις γράμματα και τρως την αλφαβήτα σου ή δεν ξέρεις και γίνεσαι πλούσιος! Μ’ αυτή τη λογική ο Νότης που δεν ήταν καλός στα γράμματα, εξασφάλισε όμως συμμετοχή στο έργο άρα ένιωθε πλούσιος.

-Μου είπε ότι θα κάνω κάποιον σχετικά με το πέσιμο των κοριτσιών στον γκρεμό, κάπως μου τον είπε, δεν θυμάμαι, είπε γεμάτος χαρά στον Παύλο.

Αυτός τον κοίταξε με απορία.

-Πώς στον είπε, δεν θυμάσαι, μήπως σου είπε ότι θα κάνεις τον γκρεμό;

-Άντε ρε, δεν θυμάμαι.

Άρχιζε η πλάκα, ο Παύλος παίρνει πολύ σοβαρό ύφος.

-Ρε συ, μήπως σου είπε ότι θα κάνεις τον γδούπο;

Ο Νότης θυμήθηκε τη λέξη.

-Ναι, αυτόν!

Όταν του την είπε ο καθηγητής του φάνηκε ότι είναι …όνομα, ήταν και μανιακός με το ποδόσφαιρο και κάθε μέρα ξεκοκκάλιζε τις αθλητικές εφημερίδες όπου απ’ αυτές ως γνωστόν παρελαύνουν χιλιάδες ονόματα, πίστεψε εντελώς ότι το γδούπος ήταν κι αυτό ένα όνομα σαν κι αυτά που κατά εκατοντάδες τα διάβαζε κάθε μέρα στις εφημερίδες και που του ήταν εντελώς άγνωστα, τον μπέρδεψε και ο Γούσης που του φάνηκε ότι έμοιαζαν. Ο Παύλος κατάλαβε ότι δεν ήξερε τη λέξη κι ότι του φάνηκε για όνομα και συνέχισε την πλάκα.

-Μη μου πεις ρε μεγάλε ότι πήρες εσύ αυτό τον ρόλο;

Ο Νότης κολακεύτηκε αλλά δεν κατάλαβε.

-Γιατί, τι έχω γω, τον ρώτησε με αγωνία.

-Αυτός ρε ήταν ο Γδούπος! Είναι αυτός που κάθε φορά που έπεφτε και μια κοπέλα, έπεφτε κι αυτός κάνοντας θόρυβο για να κοροϊδεύει τους Τούρκους ότι δεν πέφτουν στον γκρεμό αλλά κάπου εκεί γύρω, οπότε οι Τούρκοι θα πήγαιναν μετά για να τις πιάσουν και να τις βιάσουν, μόλις όμως οι Τούρκοι θα πήγαιναν να βρουν τις γυναίκες, οι Έλληνες που θα παραφύλαγαν κάπου εκεί γύρω θα τους πετσόκοβαν, κατάλαβες;

Το γδούπος το εννούσε βέβαια ο Παύλος με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα.

-Κατάλαβα.

Φυσικά ο Παύλος του τόνισε ότι είναι πολύ τυχερός που πήρε το ρόλο. Ο Νότης πίστευε πολύ τον Παύλο, φαντάστηκε κείνη τη στιγμή ότι Γδούπος ήταν πρόσωπο υπαρκτό, ήρωας, τέλος πάντων πρωταγωνιστής του έργου, είχε όμως λόγω του ρόλου προφανώς και τις αντιρρήσεις του.

-Ναι αλλά άμα πέφτω συνέχεια, θα λερωθώ.

Αυτό τον ένοιαζε, ο Παύλος όμως τον καθησύχασε.

-Αυτό άσ’ το σε μένα, θα στρώσουμε κουρελούδες.

Χαμός! Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλους, όλοι οι μαθητές έμαθαν ότι το γκαπ θα γινόταν από ηθοποιό! Και ποιον ηθοποιό, το Νότη που όλοι τον ήξεραν από τις φοβερές καζούρες και πλάκες που είχε υποστεί στο παρελθόν, όλοι φαντάζονταν ότι όταν θα έπεφτε εκτός από κάτασπρος στη σκόνη, θα γέμιζε και σημάδια γιατί όπως και να το κάνουμε όταν πέφτεις από μια εξέδρα δύο μέτρα ύψος στο πάτωμα, ε, δεν είναι και ό,τι καλύτερο.

 

Και επιτέλους έφτασε η μεγάλη μέρα, όλοι οι πρωταγωνιστές έφτασαν στο Γυμνάσιο με τις πατροπαράδοτες ελληνικές στολές και λίγο πριν αρχίσει το έργο έβαλαν στο στήθος τους σταυρωτά όπως στα καλλιστεία και ταινίες που έγραφαν τα ονόματα τους, οι κοπέλες παραδείγματος χάρη Βασιλική, Ελένη, Φρόσω, κλπ, τα αγόρια Κίτσος, Λάμπρος, Μάνθος, κλπ, ο Νότης φόρεσε φαρδειά πλατειά ταινία που έγραφε …Γδούπος! Η παράσταση είχε τρομακτική, από τον τρόμο η λέξη, επιτυχία. Ο Νότης πίσω από τη σκηνή κάθε φορά που θα έπεφτε μια Σουλιώτισσα, θα άκουγε το πρόσταγμα του καθηγητή.

-Πέσε! λέει ο καθηγητής στην πρώτη Σουλιώτισα.

Και φυσικά ο Νότης δίνει ένα σάλτο και πέφτει φαρδύς πλατύς στο δάπεδο.

-Γκααααααπ!

Όλα τα αγόρια-ηθοποιοί που βρίσκονταν πίσω από τη σκηνή μιας και τον χορό τον έσερναν μόνο κοπέλες, παρά τη σοβαρότητα της περίστασης που έπρεπε και ήθελαν να κρατήσουν, καταλαβαίνετε πως μόλις είδαν τον Νότη να πέφτει στο έδαφος ξεκαρδίστηκαν από τα γέλια, το ίδιο έγινε και με τις κοπέλες που χόρευαν, οι οποίες βέβαια δεν είδαν τον Νότη να πέφτει αλλά τον άκουσαν.

Άρχισαν λοιπόν να χορεύουν τον ηρωικό χορό με τον οποίον θα έπεφταν και θα σκοτώνονταν και έπιαναν την κοιλιά τους από τα γέλια. Το ίδιο άρχισε και από τους θεατές γονείς, συγγενείς και φίλους αφού όλοι είχαν μάθει ότι τα πεσίματα είναι αληθινά και μάλιστα από τον Νότη που ήξεραν πως πάθαινε χοντρές πλάκες από τους συμμαθητές-φίλους του. Ο Νότης αδιαφορώντας και για τα γέλια των συμμαθητών του αλλά και για τυχόν πόνο που του προκάλεσε το πέσιμο, τρέχοντας ανέβηκε τη μικρή σκάλα που οδηγούσε στο πάλκο ταχύτατα σκυφτός και περίμενε την επόμενη Σουλιώτισα που θα έπεφτε. Και ξανά στην επόμενη στροφή του χορού ο καθηγητής έδωσε την εντολή.

-Πέσε!

Και ξανάπεσε.

-Γκουουουουπ.

Τώρα με το δεύτερο πέσιμο στην πλατεία του θεάτρου, δύο αίθουσες μεγάλες που είχαν στη μέση συρόμενη πόρτα αλλά για τις ανάγκες του έργου είχε ανοίξει, έγινε της κακομοίρας από το γέλιο, ούτε συγκίνηση για τη θυσία των ηρωικών γυναικών του Σουλίου, ούτε εθνική περηφάνεια για τον χαμό τόσων νέων κοριτσιών, ένας χαβαλές απερίγραπτος. Από κάτω οι θεατές κυρίως οι γυναίκες να τραβάνε από τα χαχανητά τα ρούχα τους σαν να μην τους χώραγαν αυτά, σαν να τους έπαιρνε κάποια αόρατη δαγκάνη τα εσώρουχα και να τους άφηνε απείραχτα τα φουστάνια. Και να κουνιούνται ολόκληρες λέγοντας κάθε τόσο.

-Τον κακούργο τον Νότη, θα σκοτωθεί!

Κακούργος σήμαινε ο κακομοίρης, ο άθλιος ή το ακόμη καλύτερο.

-Α, τον αχρόνιστο, μας έκανε και γελάσαμε, ζωή να’χει!

Και αχρόνιστος και ζωή να’ χει. Το πιο ωραίο ήταν ότι είχαν ξεκαρδιστεί στα γέλια και οι Σουλιώτισες-μαθήτριες-ηθοποιοί που βρίσκονταν επί της σκηνής. Να βλέπεις δηλαδή να είναι έτοιμη ας πούμε η Βασιλική να πέσει για να σκοτωθεί όπως προέβλεπε το έργο και να βαστάει την κοιλιά της από τα γέλια, τέτοια ευτυχία και χαρά σε Σουλιώτισσα που είναι έτοιμη να καταγκρεμιστεί δεν νομίζω ότι έχει αποδοθεί ποτέ άλλοτε σε θεατρική παράσταση. Ή τη Φρόσω να είναι έτοιμη για την πτώση της στον γκρεμό και να δείχνει ότι είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της. Ο καθηγητής που δεν ήξερε πρόσωπα, πράγματα, ήθη και έθιμα της πόλης που δίδασκε, δεν ήξερε και ούτε μπορούσε να το φανταστεί ότι εκτός των μαθητών-ηθοποιών, όλοι οι παραβρισκόμενοι θεατές ανεξαιρέτως ήταν ενήμεροι για το πέσιμο του Νότη κι έτσι δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί γελάει ο κόσμος, είχε αρχίσει να τσατίζεται, σου λέει εγώ διάλεξα τραγικό έργο κι αυτοί γελάνε; Φύσαγε και ξεφύσαγε λοιπόν κάθε φορά που η πλατεία με τα γκαπ και γκουπ του Νότη ξεκαρδιζόταν στα γέλια και όλο μονολογούσε, τι αγράμματοι που είναι, Θεέ μου, τι χωριάτες;

Δεν μπορούσε να δεχτεί με τίποτα πως σ’ ένα τόσο σοβαρό και τραγικό όπως και να το κάνουμε έργο, αυτοί να λύνονται από τα γέλια. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι κοπέλες δεν ήταν μία ή δύο αλλά είκοσι. Με κόπο προσπαθούσε να μαζέψει τουλάχιστον τους ηθοποιούς μαθητές και μαθήτριες να μη γελάνε αλλά αυτοί τίποτα, ειδικά τα αγόρια, συμμαθητές του Νότη που όσο κρατούσε ο χορός των κοριτσιών αυτοί ήταν πίσω από τη σκηνή αλλά πάνω στην εξέδρα οπότε είχαν σε απόσταση αναπνοής, σε ζωντανή σύνδεση όπως λένε τώρα στις τηλεοράσεις, το θέαμα με τα πεσίματα του Νότη, με το πέσε που έλεγε ο καθηγητής, άρχισαν κι αυτοί μετά το τέταρτο πέμπτο πέσιμο να βάζουν κι αυτοί μια φωνή.

-Πέσε ρε! του φώναζαν.

Όσο προχώραγε το έργο περίπου μετά τη δέκατη Σουλώτισα, άρχισαν να το χοντραίνουν το πράγμα.

-Πέσε ρε, του έλεγαν δίνοντας του και μια σπρωξιά.

Η κατάσταση πλέον είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Ένας πανζουρλισμός, μια παράσταση που δεν ξανάγινε στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου, κάθε φορά λοιπόν που μια μαθήτρια Σουλιώτισσα έπεφτε, όλο και πιο δυνατά ακουγόταν και το πέσε ρε που έλεγαν τα αγόρια που βρίσκονταν πίσω από τη σκηνή, με δυο λόγια γινόταν της παλαβής! Ο καθηγητής ίδρωνε και ξεφούσκωνε, είχε γίνει έξαλλος από τη συμπεριφορά κυρίως των θεατών που ήταν τόσο αγράμματοι, του ήταν αδιανόητο να πιστέψει πως ενώ το έργο είναι δραματικό ο κόσμος γελούσε ασταμάτητα, εννοείται πως το απέδιδε στην αμορφωσιά των Ελλήνων, τι αμόρφωτος κόσμος, έλεγε και ξανάλεγε. Κι έτσι η παράσταση δυστυχώς για τον καθηγητή αλλά ευτυχώς για όλους τους άλλους που έζησαν αυτές τις ανεπανάληπτες σκηνές, εξελίχθηκε σε φιάσκο, είναι σίγουρο πως αν όλοι οι κωμικοί ηθοποιοί του κόσμου έδιναν όλοι μαζί μια θεατρική παράσταση, πιστεύω πως δεν θα μπορούσαν να δώσουν τόσο γέλιο, τόση χαρά και τόση ευτυχία σ’ όσους ήταν παρόντες σ’ ένα τόσο τραγικό και δραματικό έργο.

Στο τέλος που όλοι οι ηθοποιοί βγαίνουν στη σκηνή για το χειροκρότημα των θεατών και βλέπει ο Δερβέναγας να βγαίνει και ο Νότης με την ταινία στο στήθος του που έγραφε Γδούπος, μια ταινία λερωμένη, κατασχισμένη, ένα κουρέλι σκέτο και τον Νότη να την κρατάει με το ένα χέρι να μην πέσει και με το άλλο να την ισιώνει για να φαίνεται και να στέκεται γεμάτος σκόνες, ανάμεσα στους πραγματικούς ηθοποιούς για να αποθεωθεί κι αυτός όπως οι υπόλοιποι, τρελάθηκε. Προσπάθησε με νοήματα να του δείξει ότι αυτός δεν έπρεπε να είναι πάνω στη σκηνή, ο Νότης όμως δεν χαμπάριζε, στρώνοντας συνεχώς με επιμέλεια την ταινία για να βλέπουν οι θεατές με ευκρίνεια το όνομα, να μια υπόκλιση και να και πάλι. Και από κάτω βέβαια ο χαλασμός του κόμου από τα γέλια. Πάει από δίπλα του εκτός εαυτού αφού αυτός δεν ήταν μέσα στο καστ των ηθοποιών και δεν θα’πρεπε να είναι ανάμεσα σ’ αυτούς που υποκλίνονταν στους θεατές, γιατί υποκλίνεται κι αυτός; Προσπαθεί με νοήματα να του δώσει να καταλάβει ότι πρέπει να κατέβει από τη σκηνή, φυσικά ο Νότης δεν έδινε σημασία στα νοήματα του Δερβέναγα. Εδώ που τα λέμε αυτό τον μάρανε τον καθηγητή, λες κι ο κόσμος-θεατές από κάτω είχαν πρόγραμμα και κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιος έψαχναν σ’ αυτό να δει τη φωτογραφία του ηθοποιού για να καταλάβουν ποιος έπαιζε ποιον όπως γίνεται στο θέατρο δηλαδή. Όταν επιτέλους οι ηθοποιοί αποσύρθηκαν από τη σκηνή, τον πλησιάζει έξαλλος.

-Γιατί έκατσες και συ μαζί τους και χαιρέταγες τον κόσμο;

Η όλη του εικόνα ήταν κατάσταση υστερίας, του έφευγαν σάλια, γυαλιά, ιδρώτας, μύξες, γραβάτες, στυλό και χειρόγραφα. Ο Νότης τα ’χασε, δεν κατάλαβε τι ήθελε να του πει.

-Γιατί; ρώτησε ψυχρά.

-Γιατί εσύ δεν έπαιζες στη σκηνή, εσύ απλά έπεφτες πίσω απ’ αυτή.

Ο Νότης παρεξηγήθηκε αλλά ήταν συνεπαρμένος από την αποθέωση και δεν ήθελε να πάει κόντρα με τον καθηγητή του, βάζει τα γέλια, στρώνει την ταινία και τον κοιτάζει λοξά, έκανε και τον μάγκα όπως είπαμε.

-Δηλαδή, τι έπρεπε να κάνω, να χαιρετάω τον κόσμο πίσω από τη σκηνή; Και ποιος θα με έβλεπε;

-Κανείς! Εσύ έκανες τον γδούπο, δεν έπρεπε να είσαι με τους ήρωες.

Τα γέλια του Νότη δεν σταματάνε, είχε μάθει καλά από τον Παύλο τι σκοπό είχε ο Γδούπος, στρώνει για μια ακόμη φορά την ταινία με καμάρι αυτή τη φορά και απαντάει στον εμβρόντητο καθηγητή αποστομώνοντας τον.

-Ναι αλλά άμα δεν ήμουνα εγώ, ακόμα οι Τούρκοι θα μας απαυτώνανε!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 22: Να λένε ότι δεν έχουμε;

Μεγάλη στην ηλικία. Στην αρχή της γνωριμίας μας κυρία με όλη τη σημασία της λέξης, ήρεμη, χαμηλών τόνων, λόγια πάντα μετρημένα χωρίς έπαρση. Ο σύζυγος ανώτατος τραπεζικός, ευκατάστατη οικογένεια, με τρία παιδιά, η μεγάλη κόρη είχε παντρευτεί πριν από λίγο καιρό έναν βιομήχανο, ο μεσαίος γιος μεγάλος δικηγόρος στην Αθήνα και η τρίτη κόρη ελεύθερη αλλά όπου να’ ταν θα παντρευόταν με συνοικέσιο όπως μου είχε εξηγήσει. Όλα μου τα έλεγε, όχι μόνο λόγω της κάπως μεγάλης διάρκειας που διαρκούσαν οι επισκέψεις στο ιατρείο μου αλλά κυρίως γιατί είχε εκτιμήσει ότι ήμουν καλός επιστήμονας. Και πώς το είχε εκτιμήσει αυτό; Με είχε συστήσει σε μια φίλη της όπως μου την παρουσίασε, να έρθει να φτιάξει τα δόντια της. Πράγματι είχε έρθει η κυρία Πόπη, η εμφάνιση της απλά ντυμένη, φτωχικά θα’λεγα, χωρίς αέρα στις κινήσεις της με λίγα λόγια κυρίως ανιχνευτικά για το κόστος των δοντιών δεν έδειχνε ότι ήταν του ίδιου οικονομικού επιπέδου με την κυρία Ορσαλία. Πράγματι η κυρία Πόπη ήταν φτωχή, ήταν η γυναίκα του θυρωρού της πολυκατοικίας που έμενε η κυρία Ορσαλία την οποία και εμπιστευόταν όχι μόνο για να της κάνει όλες τις δουλειές αλλά και να τη δέχεται στο σπίτι της.

Παρ’ όλο λοιπόν ότι την κυρία Πόπη δεν την συμπεριέλαβα στον οκονομικό κύκλο της κυρίας Ορσαλίας, εν τούτοις αυτή έφτιαξε δόντια πολύ ακριβά, τα πιο ακριβά κείνη την εποχή, χρυσά. Και επειδή ήταν πολύ ευχαριστημένη, είπε τα καλύτερα για μένα οπότε καταλαβαίνετε πόσο πια σπουδαίος επιστήμονας ήμουν για την κυρία Ορσαλία. Το πρώτο μπαμ ήταν όταν μου εξομολογήθηκε το πόσο ωραία δόντια είχε όταν ήταν κοπέλα.

-Να σας φέρω μια φωτογραφία μου για να δείτε τι δόντια είχα στα νιάτα μου, μου είπε μια μέρα ήρεμα μεν αλλά με φεγγάρι γεμάτο το πρόσωπο της και απέραντο θαυμασμό για τον εαυτόν της.

Φυσικά εγώ δεν μπορούσα να φέρω καμία αντίρηση γι αυτό, γιατί άλλο είναι να είσαι είκοσι χρονών και άλλο εβδομήντα, πάντως τα υπάρχοντα δόντια της ήταν γερά, καλά στην εμφάνιση για την ηλικία της και σε κάθε περίπτωση μια φωτογραφία χρειάζεται αν θέλουμε να φτιάξουμε καινούργια, οπότε προσπαθούμε να τα κάνουμε όπως ήταν πρώτα. Δηλαδή στην παρούσα φάση που γίνονταν μόνο σφραγίσματα δεν χρειαζόταν να έχω το αρχικό μοντέλο, η κυρία Ορσαλία όμως επέμενε.

-Θα σας φέρω καμιά μέρα μια φωτογραφία μου για να δείτε πόσο ωραία δόντια είχα.

Όταν μου το είπε για δεύτερη φορά, είπα μέσα μου ας φέρει μία φωτογραφία για να ησυχάσει αφού κατάλαβα πως ήθελε πάση θυσία να δείξει πώς ήταν σε μικρή ηλικία.

-Αν χρειαστεί να βάλουμε μπροστινά δόντια να μου τη φέρετε για να δω το σχήμα και το μέγεθος αν και το βλέπω με τα υπάρχοντα, της είπα.

Αυτό σκέφθηκα και είπα γιατί αυτό έπρεπε να σκεφτώ και να πω. Έλα όμως που η κυρία Ορσαλία είχε άλλο πράγμα κατά νου. Ένα πρωινό λοιπόν και χωρίς να έχει προηγηθεί τηλεφώνημα για ραντεβού, χτυπάει το κουδούνι μου και τσουπ η κυρία Ορσαλία κρατώντας στο χέρι μια πελώρια σε μέγεθος τσάντα από το κατάστημα Χυτήρογλου που ως γνωστόν πουλάει κουρτίνες. Όταν την είδα σκέφθηκα ότι θα είχε κατέβει στην Αθήνα και πέρασε από μένα γιατί προφανώς κάτι θα ήθελε, σε καμία περίπτωση δεν πήγε το μυαλό μου τι άλλο εκτός από κουρτίνες θα είχε η τσάντα Χυτήρογλου. Κι όμως. Όταν τέλειωσα έναν πελάτη που είχα και έφυγε, την κάλεσα στο γραφείο μου για να μάθω τον λόγο της επίσκεψης της κι εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου κάνει μία έτσι και βγάζει από την τσάντα ένα τεράστιο κάδρο όπου μέσα είχε μια φωτογραφία ολόσωμη μιας νέας κοπέλας με στολή Αμαλίας, μια φωτογραφία που θα ήταν πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

-Σας έφερα την φωτογραφία για να δείτε πόσο ωραία δόντια είχα, μου λέει με καμάρι.

Παίρνω το κάδρο, το σηκώνω για να το φέρω σε απόσταση τέτοια που να μπορώ να το βλέπω, φυσικά δεν αναγνωρίζω στο πρόσωπο της φωτογραφίας καμία κυρία Ορσαλία. Το μάτι μου πέφτει στο μισάνοιχτο στόμα της κοπέλας της φωτογραφίας όπου φυσικά δεν διακρίνω καθόλου δόντια παρά μόνο μια ίσια λεπτή, λεπτότατη λευκή γραμμή που με την πάροδο του χρόνου της φωτογραφίας έφερνε προς το μπεζ. Τι να πω τώρα, για να την ικανοποιήσω αναφωνώ.

-Ωραία δόντια! Μπράβο κυρία Ορσαλία, πράγματι είχατε ωραία δόντια.

-Ε. γιατρέ; Δεν είναι ωραία; λέει και το πρόσωπο της γέμισε φωτοστέφανα.

-Μόνο ωραία; λέω κι ανοίγω το συρτάρι του γραφείου όπου κάπου κει θυμόμουν πως είχα έναν μεγεθυντικό φακό για γραμματόσημα.

Ακουμπάω το κάδρο πάνω στο γραφείο και βάζω το μεγεθυντικό φακό πάνω στο στόμα της κοπέλας της φωτογραφίας. Αυτός όμως ο άτιμος ο φακός παρ’ όλο ότι έκανε ένα στόμα σαν κεσέ από γιαούρτι, εν τούτοις τη μπεζ γραμμή εξακολουθούσε να τη διατηρεί κάπως χοντρύτερη αλλά πάλι μπεζ, ούτε δόντια ξεχώριζαν, ούτε τίποτα, λες και της είχαν βάλει μπροστά ένα μεγάλο μπεζ τσιρότο.

-Τι ωραία δόντια, ξαναλέω με ατέλειωτο θαυμασμό.

-Είδατε πως είχα δίκιο;

-Κυρία Ορσαλία, πόσων ετών είσαστε εδώ;

-Είκοσι τεσσάρων.

Την υπολόγιζα ότι ήταν γύρω στα εξήντα πέντε, άρα με έναν στιγμιαίο υπολογισμό θα έπρεπε να ήταν φωτογραφία του ’40.

-Μετά τον πόλεμο θα είναι σίγουρα αυτή η φωτογραφία, ε;

Δεν έπρεπε να δείξω ότι την υπολογίζω πολύ μεγάλη σε ηλικία.

-Το ’40, λίγο πριν πει ο Μεταξάς το ΟΧΙ.

Άρα καλά υπολόγισα. Μου ζήτησε να της κλείσω ένα ραντεβού για να ρίξω μια ματιά σε κάποια δόντια που όπως είπε νομίζει ότι της πονάνε.

 

Ήρθε η μέρα του ραντεβού και προς μεγάλη μου έκπληξη ακούω την κυρία Ορσαλία να λέει πως ήθελε να της βάλω δύο κορόνες στα δύο κεντρικά δόντια της άνω γνάθου. Απόρησα με το δίκιο μου.

-Μα, δεν έχουν τίποτα αυτά τα δόντια, γιατί θέλετε να τα ντύσετε με κορόνες;

-Έτσι! Θέλω να βάλω δύο κορόνες στα δύο μπροστινά!

Μια άλλη κυρία Ορσαλία έβλεπα τώρα μπροστά μου, πάνε και οι χαμηλοί τόνοι, πάνε και τα μετρημένα λόγια. Εν τέλει, τι να κάνω, υποχώρησα, παρ’ όλο ότι το βάρος να τροχίσω δυο γερά δόντια το έχω ακόμη πάνω μου. Κάθεται στην πολυθρόνα του ιατρείου, της κάνω αναισθησία και μετά το τρόχισμα και τα αποτυπώματα παίρνω ο δύστυχος το χρωματολόγιο για να διαλέξω το χρώμα της πορσελάνης που θα της έβαζα σκεπτόμενος πως όσο πιο ωραία τα κάνω ίσως να θελήσει να κάνει και τα υπόλοιπα μπροστινά.

-Τι είναι αυτό γιατρέ, μου λέει κοιτάζοντας με με φανερή απαξίωση.

-Το χρωματολόγιο. Να δω τι χρώμα πρέπει να διαλέξω έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα διπλανά.

-Γιατί, κοκκάλινα θα βάλω;

-Δεν είναι κοκκάλινα, είναι πορσελάνες, η πορσελάνη είναι η τελευταία ανακάλυψη της οδοντιατρικής, θα γίνουν πολύ ωραία.

-Δεν θέλω πορσελάνες, χρυσά θα μου βάλεις!

Έμεινα κόκκαλο. Μια άλλη κυρία Ορσαλία έβλεπα μπροστά μου. Θυμωμένη, αποφασισμένη, μόνο ο ενικός που χρησιμοποίησε το επιβεβαίωνε.

-Χρυσά; Χρυσά μπροστά; Δεν είμαστε καλά κυρία Ορσαλία, χρυσά δόντια μπροστά; Θέλεις να με κοροϊδεύει όλος ο κόσμος όταν μάθει ποιος σου τα έβαλε;

Ενικό εκείνη, ενικό κι εγώ.

-Στην Πόπη γιατί έβαλες χρυσά; Και σε μένα χρυσά θα βάλεις!

Ώπα! Άρχισε να αποκαλύπτεται το μυστήριο του χαμένου θησαυρού της Ατλαντίδος.

-Της κυρίας Πόπης ήταν πίσω, δεν φαίνονταν, αυτά θα κάνουν μπαμ.

-Δεν ξέρω τι θα κάνεις, εγώ φτηνοπράματα δεν βάζω, θα μου βάλεις χρυσά, να λένε ότι δεν έχουμε;

Βρε συμφορά που με βρήκε. Συνεχίζει ανένδοτη.

-Έβαλε η θυρωρίνα που δεν έχει στον ήλιο μοίρα και δεν θα βάλω εγώ; Και τη φωτογραφία γιατί στην έφερα;

Τώρα λύνεται και το μυστήριο Χυτήρογλου. Είχα όμως γερό χαρτί, ατράνταχτο επιχείρημα κι αποφάσισα να το παίξω.

-Μα στη φωτογραφία δεν έχετε χρυσά δόντια.

Η κυρία Ορσαλία όμως ήταν αποφασισμένη και το προσπερνάει αυτό που είπα.

-Πού να τα βρούμε τότε τα λεφτά; Εσύ είσαι μικρός και δεν ξέρεις, είχαμε πόλεμο, αν είχα λεφτά τότε νομίζεις ότι δεν θα έβαζα; μόνο οι πλούσιοι βάζανε.

Βρε κακός μπελάς που με βρήκε. Δεν δεχόμουν όμως με τίποτα την παραγγελία της, εντάξει, έκανα ένα ατόπημα να τροχίσω γερά δόντια, να βάλω τώρα και χρυσά μπροστά φάτσα; Με τίποτα δεν το δεχόμουν. Εν τέλει δεν στάθηκε για να δω κανένα χρώμα, η απόφαση της ήταν ειλημμένη, χρυσά και μόνο χρυσά. Κίνησε να φύγει, στην πόρτα την προλαβαίνω και της λέω.

-Σε παρακαλώ κυρία Ορσαλία, μπορείτε να πείτε στο γιο σας το δικηγόρο να με πάρει στο τηλέφωνο;

-Ευχαρίστως, είπε με θυμό κι έφυγε.

Δεν είπα να με πάρει ο άντρας της γιατί κι εκείνος μεγάλος στην ηλικία μάλλον θα είχε τα ίδια μυαλά με κείνη. Ο γιος της όμως που σημειωτέον δεν τον γνώριζα, σαν νέος θα καταλάβαινε πως μπροστά δεν βάζει κανείς χρυσά δόντια παρά μόνο οι γύφτοι. Πράγματι το βράδυ λίγο πριν κλείσω μου τηλεφώνησε ο γιος της που από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι δεν ήθελε να πολυασχοληθεί καθόλου με το θέμα, φαινόταν βιαστικός, Όθωνα τον έλεγαν, τι άλλο όνομα θα του έδιναν αφού στο σπίτι τους δέσποζε το κάδρο με την Αμαλία;

 

-Κύριε Όθωνα, η μητέρα σας θέλει τα δόντια της, δύο μπροστινά και μάλιστα στην άνω γνάθο που φαίνονται, να της τα κάνω χρυσά. Αυτό δεν γίνεται, δεν είν…

-Και τι πειράζει;

Αμάν, πέσαμε σε βιαστικό και αδιάφορο, σκέφθηκα.

-Πώς δεν πειράζει, δεν μπορώ να διακινδυνέψω τη φήμη μου με μια τέτοια κατασκευή, θα γελάει ο κόσμος.

Μέσα από το τηλέφωνο κατάλαβα ότι η μάνα του ήταν δίπλα του κι επέμενε, σαν να άκουγα αμυδρά ότι του έλεγε χρυσά, χρυσά.

-Και τι πρόβλημα έχετε εσείς, δεν θα πούμε πουθενά ότι τα βάλατε εσείς.

Αμάν πια αυτοί οι νομομαθείς, νομίζουν ότι όλα στη ζωή είναι άρθρα του αστικού και του ποινικού κώδικα. Πολύ απότομα του λέω με αποφασιστικότητα.

-Κύριε Όθωνα εγώ τέτοια δόντια δεν βάζω, τελεία και παύλα, να πάει σε άλλον γιατρό να της τα βάλει.

Σαν να μαλάκωσε.

-Έλα ρε γιατρέ να τελειώνουμε, βάλ’ της τα να πάει στο διάλο να ησυχάσουμε, μου έχει φάει τα σκώτια από το πρωί, μ’ έχει πάρει διακόσια τηλέφωνα.

Α, ο τύπος εκτός από βιαστικός είναι και λαρτζ, σκέφθηκα. Μου έρχεται ξαφνικά μια φλασιά με σχέση αυτό που μου είπε για την κυρία Πόπη που ενώ είναι φτωχή έβαλε χρυσά, δηλαδή ακριβά.

-Μπορώ αντί για χρυσό να της βάλω πλατίνα, είναι όμως όπως καταλαβαίνετε πολύ πιο ακριβά από τα χρυσά αλλά δεν συγκρίνονται σε ποιότητα.

Το πολύ πιο ακριβά το τόνισα ιδιαίτερα και το είπα πιο δυνατά για να το ακούσει και η κυρία Ορσαλία. Βέβαια εγώ εννοούσα ότι η πλατίνα θα είναι εσωτερικά και θα φαίνεται μόνο από την πίσω πλευρά, δεν ήταν όμως η στιγμή για να το εξηγήσω.

-Μάνα, λέει ο γιατρός να σου βάλει πλατίνα, πολύ πιο ακριβά από τα χρυσά, τι λες;

Ό,τι πάντως και να γινόταν, ήταν φανερό ότι ο γιος της ήθελε να κλείσει την κουβέντα το συντομότερο δυνατόν.

-Πλατίνα; ακούω την κυρία Ορσαλία.

Και τότε ο Όθωνας σαν καλός δικηγόρος που θα ’πρεπε να ήταν, βρίσκει τη λύση.

-Ναι, μωρέ, πλατίνα, σαν τα δώρα που πήραμε για την Ελένη από τον Λώλο.

Ελένη ήταν η πρώτη κόρη, η μεγάλη, στην αρχή της γνωριμίας μας μου το είχε πει αυτό, ότι δηλαδή τη μεγάλη κόρη την είχαν καλοπαντρέψει μ’ έναν βιομήχανο και πως στους αρραβώνες της είχαν αγοράσει πανάκριβα δώρα από τον Λώλο, μεγάλο και ονομαστό χρυσοχοείο στη γειτονιά της. Όλα όπως μου είχε πει, σταυρούς, καδένες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, όλα από παλτίνα τα είχαν πάρει από τον Λώλο. Εγώ τότε δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως η δήλωση του Όθωνα, με λύτρωνε.

-Άμα είναι σαν της Ελένης εντάξει! λέει η κυρία Ορσαλία προφανώς πανευτυχής.

Είναι να μη λες μετά πως οι συγκρίσεις σε πληγώνουν; Ακόμη κι αν το πάρει κανείς πως ήθελα να αποφύγω τη “διαπόμπευση” μου έτσι όπως το είχα πάρει με το να βάλω δυο χρυσές κορόνες σε μπροστινά πάνω δόντια, εν τούτοις το να σε συγκρίνουν με τον Λώλο που σαν μαγαζί-χρυσοχόος που ήταν πούλαγε σκουλαρίκια, καδένες και βραχιόλια, ε, όσο να’ναι αυτό σε πληγώνει. Γαμώ την ατυχία μου που έλεγε και η Μαλβίνα. Το πρόβλημα βέβαια θα ήταν όταν θα έβλεπε τα δόντια και θα διαπίστωνε ότι η πλατίνα ήταν πίσω, άρα μπροστά δεν θα φαινόταν. Πράγματι έτσι έγινε. Όταν της τα έβαλα, παίρνει τον καθρέφτη, βλέπει ότι τα δόντια μπροστά είναι άσπρα, άρα κοκκάλινα κατά την εκτίμηση της και μου λέει με φανερή σύγχιση.

-Πού είναι η πλατίνα γιατρέ; Δεν είπαμε ότι θα βάλεις πλατίνα;

Παίρνω τον καθρέφτη από τα χέρια της.

-Άνοιξε το στόμα σου καλά, καλά, της λέω.

Ξαπλώνει πιο πολύ το κεφάλι της, ανοίγει ένα στόμα σαν βαλίτσα φαντάρου που έχει μέσα άπλυτα για τη μάνα του. Παίρνω ένα δεύτερο καθρέφτη μικρότερο, τον τοποθετώ στην εσωτερική πλευρά των δοντιών, όπου πράγματι δείχνει την πλατίνα και καλογιαλισμένη όπως ήταν άστραφτε η πόρνη.

-Βλέπετε κυρία Ορσαλία, βλέπετε πως αστράφτει; της λέω γεμάτος καμάρι για το αριστούργημα μου.

Πραγματικά, θέλεις τα φώτα, θέλεις η στάση της και το άνοιγμα του στόματος της, η πλατίνα στην εσωτερική πλευρά των κορωνών, έλαμπε σαν μήτρα επισκόπου!

-Αααααααα! Ωραία! Να τα δει η Πόπη να σκάσει!

Η κακομοίρα η κυρία Πόπη, η γυναίκα του θυρωρού, είπε να βάλει χρυσά για να είναι πιο γερά, που να το φανταζόταν ότι θα γινόταν μέγα θέμα επειδή έβαλε ακριβά δόντια ενώ η θέση της η κοινωνική κατά την κυρία Ορσαλία δεν της το επέτρεπε;

-Και πώς θα τα δείχνω σε όποιον λέω ότι έβαλα πλατίνα, τέτοιο καθρέφτη δεν έχω.

Αυτό πράγματι ήταν ένα πολύ σοβαρό ζήτημα.

-Πάρ’ τε τον δικό μου καθρέφτη. Θα ανοίγετε το στόμα όσο μπορείτε πιο πολύ, θα βάζετε τον καθρέφτη από μέσα και θα λέτε να ορίστε, έβαλα παλτίνα.

-Πώς; έτσι;

Και μου ανοίγει ένα στόμα σαν ιπποπόταμος.

-Έτσι…

-Α, ωραία, σ’ ευχαριστώ πολύ, γεια στα χέρια σου!

Κλείνει το στόμα. Της βάζω τον καθρέφτη σ’ ένα σακουλάκι, της δίνω και τη σακούλα Χυτήρογλου με το κάδρο και της λέω άντε στο καλό.

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 23: Ρωτάνε ρε στο καράτε;

 

Το θέμα του θάρρους έχει ταλαιπωρήσει την ανθρωπότητα ανά τους αιώνες, πόσες φορές στη ζωή μας δεν έχουμε αναλογιστεί πως αν είχαμε λίγο θάρρος σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα αντιμετωπίζαμε καλύτερα κάποιο γεγονός που κατ’ αρχή μας φόβισε; Και τι δεν έχει γραφτεί ή ειπωθεί για το θάρρος με πιο γνωστό το οι Έλληνες δεν πολεμούν σαν ήρωες, οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες, γνωστή ατάκα από τον Τσόρτσιλ που τη θυμόμαστε στις εθνικές γιορτές αλλά όταν υπάρχει λόγος να κατέβουμε νύχτα στην Ομόνοια λόγω των αλλοδαπών τα κάνουμε πάνω μας. Επίσης, κινηματογραφικές ταινίες με θέμα το θάρρος γυρίστηκαν, πόλεμοι κερδήθηκαν, ζωές σώθηκαν, κατακτήσεις έγιναν, εξερευνήσεις πέτυχαν, ψυχολόγοι πάσχισαν και πασχίζουν για να εμφυσήσουν θάρρος. Και άλλα πολλά για να μην μακρυγορούμε.

Άλλο όμως αυτό και άλλο οι πολεμικές τέχνες. Σ’ αυτές το θάρρος είναι εκ των ουκ άνευ. Δεν έχει και δεν υπάρχει το δεν μπορώ και πάνω απ’ όλα δεν ρωτάμε, δεν έχουμε απορίες, δεν λέμε τίποτα ή κάνουμε αυτό που λέει ο δάσκαλος ή τρώμε τη σφαλιάρα.   Μιλάω για τις σχολές καράτε στην Ελλάδα, που έχουν μια ιστορία κοντά στα πενήντα χρόνια. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 άρχισαν να εμφανίζονται στη ζωή μας οι διάφορες ζώνες, ζώνες άσπρες, κίτρινες, πορτοκαλί, σαξ, βεραμάν, μπορντό, καφέ, σομόν, βελανιδί, μπλε, μαύρες, φασουλί, κουραδί, κατουριδί, κλπ, με τα ανάλογα “νταν” η κάθε μία απ’ αυτές. Το χρώμα στη ζώνη έδειχνε το βαθμό ετοιμότητας των καρατέκα δηλαδή ανάλογα με τις σπουδές και τις επιδόσεις του κάθε μαθητευόμενου, δίνονταν απ’ αυτές τις σχολές και τα πτυχία τους, δηλαδή ζώνες με νταν.

Οι σχολές αυτές από πλευράς γύμνασης στα παιδιά γενικά έκαναν καλό, γίνονταν κάποιες ασκήσεις, τους μάθαιναν αυτοσυγκέντρωση, αυτοάμυνα, μ’ άλλα λόγια δεν έκαναν κακό, υπήρχε όμως τουλάχιστον τότε που έγινε το παρακάτω περιστατικό και πολύς χαβαλές, τώρα τα πράγματα δεν είναι έτσι, οι δάσκαλοι είναι πράγματι επαγγελματίες, τότε όποιος ήθελε δήλωνε εκπαιδευτής ή καθηγητής, φορούσε και μια ζώνη εφτά νταν και άνοιγε σχολή. Επίσης τα παιδιά που πάνε τώρα είναι πιο καλλιεργημένα και διαφορετικά αφού πλέον αυτά τα αθλήματα έχουν μεγάλη πρόοδο, τόση όση να λογίζονται ακόμη και σαν ολυμπιακά αθλήματα. Σε κάποιο υπόγειο λοιπόν της οδού Κυψέλης λειτουργούσε μια τέτοια σχολή. Ο ιδιοκτήτης-διευθυντής-καθηγητής μόλις είκοσι, άντε είκοσι δύο, είκοσι τριών ετών, αυτοπαρουσιαζόταν ως κάτοχος της μαύρης ζώνης εφτά νταν, δηλαδή το ανώτερο πτυχίο, τώρα, πότε άρχισε να κάνει καράτε, πού έμαθε, πού πήρε πτυχίο, πού έκανε μεταπτυχιακό και από πού πήρε την ανώτερη διάκριση, ένας Θεός ξέρει.

Ένα βράδυ, χειμώνας ήταν, εγώ με δύο φίλους μου, τον Κώστα και τον Γιώργο είδαμε στο δρόμο μας το υπόγειο αυτό με την πινακίδα “Σχολή Καράτε”. Χωρίς δεύτερη σκέψη είπαμε δεν πάμε κάτω να κάνουμε πλάκα; Κατεβήκαμε λοιπόν καμμιά δεκαριά σκαλιά και μπροστά μας φάνηκε μια τεράστια υπόγεια αίθουσα όπου όλη στο πάτωμα ήταν στρωμένη μ’ έναν άσπρο παχύ μουσαμά, το λεγόμενο καναβάτσο όπως στα ριγκ. Πάνω στο μουσαμά βρίσκονταν καμιά εικοσαριά προφανώς μαθητές και μπροστά υπήρχε μόνος του ο καθηγητής και τους έκανε μάθημα. Με την πρώτη ματιά, βάλαμε τα γέλια, ο λόγος ήταν ότι ο μεν καθηγητής ήταν μια σταλιά, ούτε δέκα φάσκελα τζάμπα δεν του ’ριχνες, όλοι όμως οι μαθητές νέα παιδιά χοντρά, ψηλά και από το ύφος τους μάλλον χαζά, ήταν δηλαδή αυτό που λέμε περιπαικτικά παιδοβούβαλα. Κάτι θηριώδεις νεαροί που δεν χρειάζονταν να μάθουν αυτοάμυνα, έτσι κι έρχονταν ποτέ αυτοί σε καβγά όποιος κι αν ήταν ο αντίπαλος τους, θα το έβαζε στα πόδια όταν τους έβλεπε. Καθίσαμε σ’ έναν πάγκο και παρακολουθούσαμε το μάθημα, άλλοι θεατές δεν υπήρχαν, μόνο εμείς, κάποια στιγμή μας βλέπει ο καθηγητής που τελικά αποδείχτηκε πως ήταν και ο διευθυντής και ιδιοκτήτης της σχολής και μας πλησιάζει ευγενικά.

-Παρακαλώ, ζητάτε κάτι; μας ρώτησε.

-Θέλουμε να κάνουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με τη σχολή, του λέει θαρρετά ο Γιώργος.

-Παρακαλώ έχετε την καλοσύνη να περιμένετε πέντε λεπτά;

-Φυσικά, του λέμε μ’ ένα στόμα και οι τρεις.

Η παρουσία μας φαίνεται πως επηρέασε τον καθηγητή-διευθυντή-ιδιοκτήτη που άρχισε αμέσως μετά να φωνάζει εντονότερα θέλοντας μάλλον να δείξει πως αυτός είναι το αφεντικό εκεί μέσα, πως στη σχολή επικρατεί πειθαρχία και σε τελευταία ανάλυση εκεί μέσα διδάσκονταν πολεμικές τέχνες και όπως και να το κάνουμε οι μαθητές θα πρέπει εκτός από το να μάθουν, θα πρέπει να δείχνουν θάρρος, να μην κωλώνουν σε τίποτα, μ’ άλλα λόγια να σκληρύνουν.

 

Ο τρόπος όμως που εκτελούνταν οι ασκήσεις από τους μαθητές, την οποία άσκηση έδειχνε πρώτα αυτός, ένα παιδί ξαναλέω αδύνατο, καλαμάκι για γκαζόζα, καμία σχέση με τα παιδοβούβαλα, ήταν για γέλια και για κλάματα. Έκανε ο καθηγητής μια άσκηση ας πούμε με πλάγια στήριξη στο ένα πόδι με στροφή και οι μισοί έπεφταν κάτω, έβαζε ο καθηγητής το ένα πόδι μπροστά κτυπώντας το με όση δύναμη μπορεί να έχει ένα μακαρόνι νούμερο έξι λυγίζοντας το και οι νεαροί μόλις το χτύπαγαν κι αυτοί με δύναμη, μόρφαζαν από τον πόνο. Εμείς πού να κρατήσουμε τα γέλια, βάζαμε τα χέρια μπροστά στα πρόσωπα μας για να μη γινόμαστε αντιληπτοί ότι το διασκεδάζαμε. Κάποια στιγμή ο καθηγητής άρχισε να κάνει ατομική εξάσκηση στον καθένα, μπροστά στους εκπαιδευόμενους υπήρχε ένας πάνχοντρος νεαρός, ήταν δεν ήταν δέκα έξι ετών, κακομούτσουνος, με μαύρο χνούδι σ’ όλο το πρόσωπο του δείγμα ότι άρχιζε να βγάζει γένια, ρούφαγε συνέχεια τη μύτη του μάλλον από συνάχι αν ήταν κρυωμένος ή από τη σκόνη που έβγαζε ο μουσαμάς από τις ασκήσεις.

-Έλα μπροστά Νίνο, διατάζει ο εφτά νταν.

Προχωράει ο Νίνο, τώρα, καράτε και Νίνο δεν πολυπάει αλλά τέλος πάντων.

-Τώρα θα σου δείξω την άσκηση Μι Τα Τσι, είπε ο καθηγητής.

Δεν την είπε έτσι την άσκηση, εγώ τη λέω έτσι γιατί φυσικά δεν θυμάμαι το όνομα της άσκησης και ούτε ξέρω τρομάρα μου, καράτε.

-Λοιπόν, κοίτα εμένα πώς γίνεται αυτή η άσκηση αυτοάμυνας, πετάμε με δύναμη το δεξί πόδι εξήντα πόντους μπροστά και το χτυπάμε με λύσσα στο καναβάτσο, λυγίζοντας το ταυτόχρονα σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών, σ’αυτή τη θέση που είμαστε τώρα, έχουμε βάλει στο δεξί πόδι το ογδόντα τοις εκατό της δύναμης του σώματος μας, δείχνοντας στον αντίπαλο το υπέρτατο θάρρος που έχει κυριεύσει το είναι μας. Το κατάλαβες; Το ογδόντα τοις εκατό. Ούτε εξήντα ούτε εβδομήντα, ούτε εννενήντα, το ογδόντα τοις εκατό, το κατάλαβες; του λέει με ύφος τουλάχιστον Ιούλιου Καίσαρα.

Έχετε ακούσει ξανά τέτοια λόγια; Το υπέρτατο θάρρος που έχει κυριεύσει το είναι μας! Πείτε μου έχετε διαβάσει πουθενά να έχει πει αυτά τα λόγια ο Μέγας Αλέξανδρος σ’ όλη την εκστρατεία του; Τα είπε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες; Ο Αττίλας; Όχι βέβαια…Μόνο ο αρχικαρατέκα του υπογείου της οδού Κυψέλης, τα είπε! Αλληλούια.

-Το κατάλαβα, απαντάει στο φτερό ο Νίνο.

-Κάντ’ το λοιπόν! Τι κάθεσαι;

Την τελευταία προσταγή την εκστόμισε με πρωτοφανή αγριάδα, καταλάβαμε ότι μ’ αυτό το ύφος ήθελε να δείξει πως τα πράγματα δεν είναι παίξε γέλασε, έχεις αυτή τη στιγμή αντίπαλο και πρέπει να τον κατατροπώσεις, δείξε λοιπόν το υπέρτατο θάρρος σου! Εμείς, όσο ο καθηγητής ύψωνε με θυμό τη φωνή του, τόσο περισσότερο δεν μπορούσαμε να κρατήσουμε την κοιλιά μας από τα γέλια. Απλώνει λοιπόν ο Νίνο το δεξί του πόδι μπροστά χαλαρά χαλαρά ούτε είκοσι πόντους και όχι εξήντα όπως έπρεπε, το λυγίζει λες και το βούταγε στο νερό να δει αν είναι κρύο και βάζει τα χέρια στη μέση, ούτε πείσμα, ούτε δύναμη, ούτε ασφαλώς θάρρος, ούτε γωνία σαράντα πέντε μοιρών και φυσικά καμία σχέση με το ογδόντα τοις εκατό της δύναμης του σώματος του.

-Ωραία! Μπράβο Νίνο! αναφωνεί ο δάσκαλος.

Εμείς τελειώσαμε από τα γέλια, η …επιδοκιμασία για την άψογη θεός φυλάξοι εφαρμογή της άσκησης, προμήνυε ότι σε λίγο θα αρχίζαμε να κατουριόμαστε, ο καθηγητής με πολύ σκληρό ύφος στο πρόσωπο του, λέει προς το μαθητή.

-Πες μου τώρα πόσο τοις εκατό από τη δύναμη του σώματος σου έχεις βάλει στο δεξί σου πόδι.

Ουσιαστικά ο με εφτά νταν ζώνη καθηγητής τον προστάζει, τον διατάζει, ο Νίνο τον κοιτάζει σαν χαζός, σκέφτεται, βγάζει το ένα χέρι από τη μέση και ξύνει το κεφάλι του.

-Ογδόντα; τον ρωτάει.

Ε, ρε μάνα μου τι έγινε, ποιος είδε τον καθηγητή και δεν τον φοβήθηκε. Ένας Χίτλερ στην παράνοια. Ένας Ρίχτερ στο κούνημα. Αναπηδά στον καναβάτσο σαν ακροβάτης που έκανε το μοιραίο λάθος στην κάθοδο και σωριάστηκε στη γη.

-Το ρωτάς, ρε; Το ρωτάς;;;

Το παιδοβούβαλο τα χάνει. Εμείς έχουμε πρηστεί από τα γέλια αλλά λυπόματε και το παιδάκι που του φέρεται έτσι, ασυναίσθητα ο Νίνο σηκώνει το δεξί πόδι και το ξαναβάζει στη θέση του.

-Τι κάνεις, ρε;;; Βάλε το πόδι σου στην άσκηση Μι Τα Τσι, ρε ζώο!

Τώρα ο καθηγητής τρέμει σαν να έχει καταπιεί δέκα σεισμούς μαζί. το πρόσωπο του έχει γίνει κατακόκκινο σαν πατζάρι, τα δάχτυλα των χεριών του έχουν ανοίξει σαν να πρόκειται να του πάρουν δαχτυλικά αποτυπώματα σε αστυνομικό τμήμα, ο φουκαράς ο Νίνο ξαναβάζει το δεξί του πόδι μπροστά, όχι σε μοίρα σαράντα πέντε μοιρών αλλά ούτε σε πέντε, ο καθηγητής το χαβά του.

-Δύναμη! Δύναμη! Θάρρος! Θάρρος! Αν δεν βάλεις δύναμη και δεν δείξεις θάρρος, πάει ο αντίπαλος, σ’ έφαγε. Κατάλαβες;

-Κατάλαβα, λέει τώρα με πιο πείσμα ο νεαρός καρατέκα.

-Α, μπράβο. Πές μου τώρα πόσο τοις εκατό από τη δύναμη του σώματος σου έχεις βάλει στο δεξί σου πόδι, τον ξαναπροστάζει ο καθηγητής που κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό, έχει και θεατές βλέπεις κι έχει γίνει ρεζίλι.

Ο πιτσιρικάς τώρα σχεδόν με όρθιο το σώμα και με στιλ και ύφος σαν να είναι στο γκισέ κινηματογράφου για να βγάλει εισιτήριο, του λέει.

-Ογδόντα δεν είναι κύριε Μίμη;

Ο καθηγητής, μάθαμε και το όνομα του, τώρα όχι μόνο δεν κρατιέται αλλά χυμάει πάνω του και τον πλακώνει στις σφαλιάρες! Να κι αυτή, να και την άλλη, ο χοντρός δεν αντιδρούσε, απλά τις έτρωγε ή είσαι πειθαρχημένος ή δεν είσαι.

-Το ρωτάς, ρε; Το ρωτάς; Ρωτάνε ρε στο καράτε; Εεεεεεεε;;; Ρωτάνε;;;

Σηκωνόμαστε να φύγουμε, δεν χρειαζόταν άλλον να καθήσουμε, είχαμε βγάλει τα συμπεράσματα μας. Μόλις μας βλέπει ο κύριος Μίμης παρατάει τους μαθητές του, αλλάζει ύφος, γίνεται ευγενικός, ήρεμος και μας πλησιάζει.

-Παιδιά ελάτε, πάμε στο γραφείο να ρωτήσετε ό,τι θέλετε.

Ο δικός μας Γιώργος που ήταν και ο πλακατζής της παρέας, του απαντάει.

-Μπα, φεύγουμε κύριε Γιώργο, κάτι θέλαμε να ρωτήσουμε αλλά τώρα μάθαμε πως στο καράτε δεν ρωτάνε!

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 24: Τα οκτάρια

 

Μπαίνανε κάτι χειμώνες και πέρναγε φτωχικά με μαγκάλι αντί για σόμπα αλλά με μια φασολάδα κάθε τρεις μέρες να μοσκοβολάει όλο το σπίτι παρ’ όλο ότι δεν μαγείρευε ο ίδιος, τις άλλες μέρες κανένα σπανακόρυζο, κανένα σαφρίδι και τις Κυριακές μπορεί και κριθαράκι με κρέας αρνί κατεψυγμένο Νέας Ζηλανδίας. Τον παρηγορούσε που δεν είχε οικογένεια για να θρέφει, αν είχε έξι ας πούμε στόματα και δώδεκα ποδάρια θα έπρεπε να δουλεύει από την ώρα που κοιμούνται οι κότες ώσπου να πάει για ύπνο νυχτοφύλακας. Μόνος του ήταν, μαγκούφης, άμα φίλε μου έχεις στίψη στην τσέπη πώς να διπλαρώσεις γυναίκα, μια αδελφή που έμενε δίπλα του έπαιρνε τα άπλυτα και του έβαζε κάνα πιάτο φαϊ, θα μπορούσε όμως να τάξει σε μία γάμο, όλες οι γυναίκες του πλανήτη από την ώρα που γενιούνται αυτό θέλουν ν’ ακούσουν. Μετά όμως, τι; Με τι θα τρώνε, πώς θα ντύνονται, με τι θα πλένονται και κυρίως πώς θα πλήρωναν τα κοινόχρηστα; Το’ριξε λοιπόν στα άλογα, στον ιπππόδρομο, στο διαβολεμένο αυτό μέρος που χάνονται περιουσίες επειδή τον αναβάτη τον έπιασε λόξυγκας στη στροφή ή το άλογο στραβοπάτησε στη λακούβα.

Πάντα όμως στην καντεμιά όπως γίνεται με την πλειοψηφία, ώσπου ένα απόγευμα που ψιλόβρεχε μονότονα όπως έλεγε και το παλαιό άσμα, του’ κατσε για τα καλά ο Δευκαλίων και στο άψε σβήσε κονόμησε τετρακόσια ολοκαίνουργια σκληρά και κολλαριστά χιλιάρικα, τόσο κολλαριστά και σκληρά που τα έκανε σκαμνί για να αλλάξει τη λάμπα στο σαλόνι της αδελφής του, έβαλε μια λάμπα διακόσια κεριά για να δουν μαζί καλύτερα και πιο λαμπερά τα τετρακόσια χιλιάρικα. Ανάσταση, Πάσχα, Θεοφάνεια. Του Σωτήρος Δευκαλίωνος! Η αδελφή του μόλις είδε τα χιλιάρικα την έπιασε νευροπίεση, ανέβηκε στα είκοσι πέντε, φώναξαν γιατρό που είπε δεν είναι τίποτα, θα περάσει, φεύγοντας όμως ο γιατρός αντί για εκατό φράγκα που ζήτησε, βρήκε όταν βγήκε από το σπίτι στη τσέπη του ένα κολλαριστό χιλιάρικο κι έπαθε κι αυτός νευροπίεση και τράβηξε κατ’ ευθείαν σε άλλον συνάδελφο γιατρό για να τον εξετάσει. Πάνω στη δόξα και την ευτυχία των τετρακοσίων κολλαριστών που σε λίγες μέρες κατέβηκαν στα τριακόσια εβδομήντα πέντε καθ’ότι η αδελφή του είχε μικροανάγκες της τάξης των είκοσι χιλιάρικων συν πέντε χιλιάρικα κάτι μικροέξοδα για τον ίδιο και το χιλιάρικο για τη νευροπίεση, γνώρισε τη Δέσποινα που τη φώναζαν Νταίζη.

Το πρώτο που της είπε ήταν πως ήταν αρχιλογιστής σε εταιρία, η Νταίζη γούσταρε τους αρχιλογιστές γιατί όπως του είπε μόνο αυτοί έχουνε ταμπεραμέντο, μόρτισα η τύπισα τον έριξε αμέσως στο πηγάδι να πιάσει το κεφαλοτύρι. Που όπως ξέρει όλος ο κόσμος αυτό που φαινόταν στον πάτο δεν ήταν βέβαια τυρί αλλά η πανούργα ονειροπόρνη Σελήνη που ξελογιάζει σερνικούς και θηλυκούς κατοίκους της Γης. Φάγανε λοιπόν αρνάκι με μανέστρα, εντόσθια με μέλι, ήπιαν κάτι κρασιά, μετά να και γαλατομπούρεκο με σιρόπι βερύκοκο, φουμάρανε κάτι τσιγάρα με φίλτρο που μόλις είχαν κυκλοφορήσει, αναστατώθηκε και δεν του κόλλαγε ύπνος μέχρι το πρωί, όχι μόνο από έρωτα αλλά από τα εντόσθια, τι τα’θελε κι αυτός βραδυάτικα και κάτι ξεφτιλισμένα κουνούπια που άμα μυρίσουνε αλκοόλ φωνάζουνε και τους φίλους τους και κάνουνε πάρτι. Άρχισε λοιπόν αχταρμά με τη Νταίζη. Που όμως κάπου, κάπου εκτός από τα βραδυνά γλυκάδια και τα πετιμέζια που του πρόσφερε αυτοπροσώπως και όχι με ντελίβερι, έλεγε πως από μικρή είχε φωνή, τι να κάνει ο Ντίνος τα’σκασε και κει, έπεσε η Νταίζη στο άσμα. Άλλες δέκα πέντε χήνες πιο κάτω για ρούχα και αμφίεση γενικώς, υπόλοιπο με κάτι άλλα μικροψιλά τριακόσια πενήντα. Φωνή όμως όμοια του παλιατζή που γυρνάει τις γειτονιές και μαζεύει παλιοπράματα από παλιά καλοριφέρ μέχρι παλιές σόμπες και ψυγεία, δεν μπορεί να κάνει καριέρα.

Παρά ταύτα όμως και παρά τα λεφτά ο Ντίνος εκεί, στον ιππόδρομο και στον Άγιο του Δευκαλίωνα. Αλλά όπως ξαφνικά κέρδισε προς έκπληξη όλων τη μεγάλη κούρσα, έτσι έχανε όλες τις μικρές, τα χιλιάρικα λιγόστευαν με ταχύτητα κομήτη που κάπου μπερδεύτηκε στο δρομολόγιο του στο διάστημα κι έπεσε στο άπειρον. Ο ιδιοκτήτης του αλόγου κάποιος Κατσαντώνης Αντώνιος το απέσυρε γιατί λέει βάρυνε κι έπρεπε να το στείλει σε γυμναστήριο για να κάνει πουσάπ’ς και ασκήσεις για να αδυνατήσει, γυμναστήρια όμως που να δέχονται και άλογα δεν υπάρχουν κι έτσι το έστειλε στον αδελφό του στην επαρχία μην τυχόν τραβάει κανένα αλέτρι, έτσι κι αλλιώς ή στο χωράφι θα κατέληγε ή σε κανένα τσίρκο και τσίρκα στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. Σ’ένα μόλις χρόνο, με την Νταίζη να την κοροϊδεύουν μέχρι και οι κοπέλες που γύρναγαν με τα καλαθάκια, ο Ντίνος από το σκαμνί με τα τετρακόσια χιλιάρικα για να αλλάξει τη λάμπα της αδελφής του, έμεινε μ’ ένα τάληρο που το έβαζε με σάλιο πάνω σ’ ένα γιαλί και το γύριζε ανάποδα έτσι για να απαξιώνει και να μηδενίζει το νόμο της βαρύτητας αφού το τάληρο κολλημένο με το σάλιο στο γιαλί παρά το βάρος του, δεν έπεφτε. Πάνω στην απελπισία του τον παράτησαν και η Νταίζη και η αδελφή του, η οποία μάλιστα του έκανε και μούτρα επειδή έφαγε τα λεφτά στον ιππόδρομο, ξεχνώντας βέβαια ότι ο ιππόδρομος της πήρε χαλιά, παλτό, καινούργιο ψυγείο, καινούργια κουζίνα, ηλεκτρικό σίδερο και έβαλε και τέντα δυτικά για να μην τη βαράει ο ήλιος τα απογεύματα, αποφάσισε να κλέψει το αφεντικό του.

 

Ο Ντίνος! Ένας δαιμόνιος τύπος. Και επειδή ειλικρινά δεν ξέρω αν είναι πια στη ζωή αυτός ο ξεχωριστός για μένα τύπος, θέλω να του αφιερώσω αυτή τη γραφή κι αν ο απίθανος Ντίνος ζει ακόμη, να ξέρει ότι θα τον θυμάμαι πάντα με ιδιαίτερη νοσταλγία. Αν όμως δεν ζει γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια και ήταν τότε μεγάλος στην ηλικία, ο Θεός ας τον συγχωρέσει γι αυτά που έκανε. Και όπως θα δείτε παρακάτω έκανε πολλά γιατί ήξερε πολλά. Τί ωραία που πέρναγε ο κόσμος πριν έρθει στο προσκήνιο κάποιος μαϊμούς και βγάλει τα λεφτά. Πήγαινες ας πούμε πρωί στον μπακάλη και μετά τις καλημέρες και τι κάνουν τα παιδιά, έπαιρνες σαλάμι του ανέμου, αυτό που αργότερα το αποκάλεσαν αέρος και έδινες αντί χρημάτων ένα ζευγάρι κάλτσες για τον χειμώνα που τις είχε πλέξει με καρτερία η Παγώνα η γυναίκα σου από μαλλί προβάτου που είχες σφάξει για την Ανάσταση. Τι εποχή κι αυτή! Αυτά σκεφτόταν ο Ντίνος όταν έπεσε στην απόξω. Το ότι όμως δεν είχε Παγώνα για γυναίκα και ούτε πρόβατο για να σφάξουν για να προκύψουν κάλτσες και μ’αυτό σαλάμι, του διέφευγε κι έτσι ανέβαινε κάθε βράδυ στην Πάρνηθα για να κάνει οφθαλμόλουτρο στις μάρκες.

Έπεφτε η μπίλια στους αριθμούς, κορδώνονταν οι μάγκες που τα κονόμαγαν, αναστέναζαν οι κυρίες που έμεναν ταπί, αναστέναζε και ο Ντίνος που δεν είχε ούτε τάλληρο για να έχει κι αυτός κάποιον αριθμό. Με την μπίλια όμως δεν γίνεται δουλειά, ζήλεψε που έπαιρνε ο κόσμος βουνό τα χιλιάρικα και αποφάσισε να κάνει την κομπίνα. Η κομπίνα απλή καθ’ ότι ο Ντίνος δούλευε σε λογιστήριο και μάλιστα σε μεγάλη θέση, αρχιλογιστής να πούμε. Το παν σ’ ένα λογιστή είναι η πρόσθεση, πέντε και πέντε κάνουν δέκα, δέκα και δέκα είκοσι, είκοσι και είκοσι σαράντα, σαράντα και σαράντα ογδόντα και ούτω καθεξής, όλα αυτά με το χέρι αφού τις ηλεκτρικές μηχανές δεν τις είχανε ακόμη σκαρφιστεί. Και όπως έγραφε και πλάγια κάθε φορά που συναντούσε εκατό που έχει δυο μηδενικά, το έγραφε με αριστοτεχνικό τρόπο πρώτα τον άσσο και μετά ένα ωραίο ωραίο ξεκοιλιασμένο οκτώ, δηλαδή αντί για δύο μηδενικά, ένα οκτώ.

Όχι πάντα αλλά το έκανε. Κι επειδή η επιχείρηση υφάσματα και είδη προικός ήταν μεγάλη και το χρήμα άφθονο στα ταμεία, τα χιλιάρικα φούσκωναν τις τσέπες του Ντίνου και ντουγρού για Πάρνηθα όχι για οφθαλμόλουτρο τώρα αλλά για παιχνίδι, αγόρασε κι ένα ψεύτικο μουστάκι μεγάλο, τουρμπανιστό, μελαχρινό κι όταν έφευγε από το σπίτι για το βουνό το κόλλαγε με ψαρόκολλα, ποιος να τον γνωρίσει; Ήτανε και μαυριδερός, ψηλός δυο μπόγια, χέρια μακρυά με δάχτυλα κουρέα για πλούσιες κυρίες, άρχισε να λέει ότι ήταν από το Σουδάν, ήξερε και κάτι αφρικάνικα κι έτσι δικαιολογούσε τα λεφτά από τα ξεκοιλιασμένα οκτάρια. Η δουλειά δούλευε ρολόι και ο Ντίνος στην Πάρνηθα γνώρισε διάφορους της νύχτας, πλούσιους, μάγκες, μπατιράκια αλλά και τοκογλύφους που παραμόνευαν για να κάνουν αρπαχτή κάνα αυτοκίνητο, κάνα μαγαζί, κάνα σπίτι από τίποτα ξοφλημένους που πάνω στην τρέλα τους για να ρεφάρουν έδιναν ό,τι είχαν και δεν είχαν.

Γνώρισε και την Ευριδίκη. Χήρα τορνευτή, στρογγυλοκάπουλη, όμορφη, καραμελάτη αλλά μπατίρω. Ο Ντίνος καθ’ ότι αγαπησιάρης όπως και με την Νταίζη δεν έδωσε σημασία στο πορτοφόλι της χήρας αλλά στα κάλλη της. Ήπιαν όπως και με τη Νταίζη κάτι κρασιά, ακούσανε πενιές, φουμάρανε τσιγάρα με φίλτρο και αντί να πάει μόνος του στο σπίτι με δίπλα την αδελφή του, τράβηξαν παραλία για το χοτέλ “Ακταίον”. Η χήρα το ίδιο βράδυ του πήρε το καλούπι και τον έκανε τρισευτυχισμένο και ο Ντίνος που κατάπιε αμάσητη τη σπανακόπιττα το επόμενο πρωί της αγόρασε δαχτυλίδι αρραβώνων. Ο γάμος έγινε σε δυο βδομάδες παρουσία του κανένα φίλου τους ή συγγενή, νοίκιασαν ένα σπίτι δυάρι διαμπερές στον Κόκκινο Μύλο για να είναι κοντά και στα υφάσματα και στις μάρκες και κάθε βράδυ έπαιρναν το τελεφερίκ για να κυνηγάνε αριθμούς.

Η φτιάξη στη δουλειά πήγαινε ασσανσέρ, τη μια μέρα πέντε κολλαριστά ένεκα μεγάλη επιχείρηση που δούλευε, την επόμενη δύο αλλά μπορεί τη μεθεπόμενη και δέκα, με την Ευρυδίκη μια χαρά αλλά η χήρα είχε και παρελθόν όπως έχουν όλες οι χήρες είτε αυτές είναι χήρες από πεθαμένο, είτε από ζωντανό. Της Ευριδίκης ήταν από τους δεύτερους που φαίνεται ότι από κάπου έμαθε ότι η πρώην του το φυσάει και ένα βράδυ πάλι που ’βρεχε μονότονα όπως έλεγε και το τραγούδι, βγήκε μπροστά της και της έκλεισε το μάτι δηλώνοντας με αυτό το σύνθημα ότι κάτι ήθελε να της πει. Η γυναίκα για να μην καταλάβει κάτι ο σύζυγος πλέον Ντίνος σηκώθηκε για την τουαλέτα, εκεί ο πρώην της ξηγήθηκε ότι αν δεν θέλει ο τώρα άντρας της να μάθει ότι έκανε βίζιτες στη Φυλής να του σκάσει πενήντα κολλαριστά. Η πρώην πόρνη όπως όλες τις πόρνες ένα όνειρο έχουν. Να φύγουν από την πορνεία και ν’ ανοίξουν σπίτι με άνθρωπο στεφανωμένο, μπορεί να έκανε κάποτε βίζιτες αλλά τώρα που έβαλε στεφάνι έκανε πως δέχθηκε αλλά το ίδιο βράδυ τα είπε όλα στον Ντίνο.

Του είπε βέβαια ότι κάποτε, “παλιά” όπως του τόνισε ιδαιτέρως, έκανε σουλάτσα στη Φυλής, άλλο αν ο μάγκας Ντίνος το είχε πιάσει πριν την πρώτη καλησπέρα της. Δεν γινόταν λοιπόν αλλιώς, έπρεπε να του μιλήσει για την απειλή του πρώην της, οι γυναίκες στα δύσκολα στους άντρες τους στηρίζονται, πόσο μάλλον για την Ευρυδίκη που όπως όλες οι πόρνες κάνουνε κούκου μόλις αγνατεύουν γάμο. Ο Ντίνος που μια ζωή είχε για κορόνα του τα άλογα, κατάλαβε ότι η συναναστροφή με μάρκες και μάλιστα νύχτα είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο, αναστατώθηκε και για τις πάλαι ποτέ βίζιτες της γυναίκας του που είχανε τώρα ονοματεπώνυμο μάρτυρα αλλά και για την απειλή, πού να βρει πενήντα κολλαριστά; Και έκανε το βλακώδες αυτονόητο για έναν άντρα, κατέβηκε στην Ομόνοια και αγόρασε πιστόλι. Αλλά όποιος έχει πιστόλι και δεν έχει καρδιά να ρίξει δεν είναι παλληκάρι, καλύτερα κάθε πρωί που πάει στην τουαλέτα για την ανάγκη του να το κατουράει, δίδαγμα πρώτο.

 

Το βράδυ που πήγαν στο καζίνο ήταν παρών και ο ζωντανός πρώην. Με το που έκλεισε το μάτι που ήταν το σύνθημα αντί να πάει στην τουαλέτα η Ευρυδίκη πήγε ο Ντίνος. Που μόλις είδε την αγριόφατσα του εκβιαστή, δεν του πήγαινε να ρίξει κι αν το άτιμο το εργαλείο δεν την έβγαζε τη σφαίρα; Μπήκε μέσα στον καμπινέ και έκανε πως κατουράει, ο εκβιαστής όμως περίμενε. Και μόλις βγήκε από την ανάγκη του τον ζυγώνει και του λέει σε άπταιστα ζόρικα.

-Ρίξε τα κολλαριστά γιατί αλλιώς θα σου διαβάσω στο τροχάδην τους άθλιους του Βίτορ Ουγκού.

Ο Βίκτωρ του Βίτορ, ο Ουγκώ του Ουγκού. Ο Ντίνος έκανε να τον προσπεράσει.

-Δεν με νοιάζει τι ήταν πριν η Ευρυδίκη, ποτέ δεν ήθελα να πάρω παρθένα, του είπε και πίστεψε ότι τον αποστόμωσε.

Και ω του θαύματος ο ζόρικος υποχώρησε, είπε όμως μία λέξη που είχε πολλή σημασία για τη συνέχεια.

-Καλάάάάάά!

Ο Ντίνος πήρε τη γυναίκα του και έφυγαν, ώσπου να φτάσουν στο σπίτι η κυρία πίστευε ότι τον καθάρισε τον πρώην και καμάρωνε που συνόδευε έναν δολοφόνο. Ο πρώην όμως, ο Σταύρακας με τ’ όνομα στην πιάτσα της μάρκας και του μπακαρά, δεν την κατάπιε την ξεφτίλα, έβαλε δυο τσιράκια και άρχισαν να παρακολουθούν τον Σουδανέζο και την κάποτε δημόσιας χρήσης σπιτωμένη στη Φυλής. Και είδαν πως ο Σουδανέζος, ο ψηλός, ο μαυριδερός με μουστάκι, όταν έφευγε από το σπίτι το πρωί για τη δουλειά του δεν είχε μουστάκι! Τον έφτασαν ως την πόρτα μιας επιχείρησης, μεγάλη πόρτα που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα υφάσματα, είδη προικός, χοντρική, λιανική. Η απουσία του μουστακιού αναφέρθηκε στον Σταύρακα κι εκείνος χρόνια στο κουρμπέτι κατάλαβε πως κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Στέλνει λοιπόν μία που νταβατζάριζε τώρα με σαφή εντολή να μάθει τι ρόλο είχε ο κύριος Ντίνος ο ψηλός μαυριδερός στην επιχείρηση. Το’μαθε αμέσως, είναι ο αρχιλογιστής της είπε ένα βλήτο από την είσοδο κιόλας.

-Αααα! αρχιλογιστής ο μεγάλος, ε; Και όχι αφεντικό, ε; αναφώνησε ο Σταύρακας με χαρά τέτοια που ούτε ο Ρήγκαν δεν ένιωσε όταν του τηλεφώνησε ένας περιπτεράς δεξιός από το Βερολίνο και του είπε ότι οι ανατολικοί ρίχνουνε το τείχος.

Το ίδιο μεσημέρι σηκώνει το βρομόχερο του και καλεί στο τηλέφωνο τον αριθμό που του έδωσε η υπηρεσία του ΟΤΕ.

-Παρακαλώ πολύ θα ήθελα να μιλήσω με το αφεντικό της επιχείρησης, Ζούρνας εδώ από Πάτρα, θέλω να κάνω μια παραγγελία πενήντα τόπια για καλύματα.

-Περιμένετε παρακαλώ, του απαντάει μια στεγνή.

Περίμενε και ύφαινε με τα τόπια που θα παράγγελνε την εκδίκηση.

-Παρακαλώ, ακούει μια φωνή βροντώδη σαν κόρη αστραπής.

-Ζούρνας εδώ από Πάτρα, δεν έτυχε μέχρι τώρα να συνεργαστούμε κύριε…

-Περικλής Σταυρακάκης, παρακαλώ…

-Κύριε Περικλή με σύστησε σε σας ο αρχιλογιστής σας, μου διαφεύγει το όνομα του, ο Σουδανέζος, ο ψηλός με το…

-Δεν έχουμε κανέναν Σουδανέζο εδώ κύριε, η επιχείρηση μας στηρίζει τα ελληνικά χέρια.

Μην τυχόν και του ξεφύγει κανένας δίφθογγος του αφεντικού και δεν αποδώσει καλά τα προτερήματα της επιχείρησης.

-Κι αυτός ο Ντίνος, ο ψηλός, ο μαυριδερός με το μουστάκι που κάθε βράδυ σκάει στην Πάρνηθα τα κολλαριστά χιλιάρικα, τι εθνικότητας είναι να πούμε;

Του’κλεισε το τηλέφωνο. Για ποια κόρη της αστραπής μιλάμε, η ίδια η αστραπή βγήκε από μέσα του και παρκάρισε στο μυαλό του φορτωμένη σ’ ένα φορτηγό που κουβάλαγε απορίες. Σουδανέζος; Μουστάκι; Κολλαριστά χιλιάρικα; Πάρνηθα; Πού τα βγήκε αυτός, όλο στη στέγνα είναι. Του μπήκε στο μυαλό σαν σφήνα η πολύ λογική σκέψη, αυτός ήταν που έκανε κουμάντο στο λογιστήριο, οι δυο κοπελίτσες που είχε ήταν για να τακτοποιούν τις καρτέλες, τα βιβλία όμως ήταν κλειδωμένα σ’ ένα μπαούλο που μόνο ο αρχιλογιστής είχε το κλειδί.

 

Κι επειδή καλός επιχειρηματίας είναι ο ψύχραιμος επιχειρηματίας, έκανε το σωστό, μια Κυριακή πρωί που ήταν κλειστή η επιχείρηση, κατέφθασε πρωί πρωί με το λογιστή του κουμπάρου του που είχε βιομηχανία με ελαστικά.

-Δεν θα φύγεις από δω αν δεν μου βγάλεις πόρισμα, του είπε.

Το είπε και πήγε στο γραφείο του και περίμενε. Ο λογιστής δεν βρήκε τίποτα το μεμπτό στα τιμολόγια και στις καρτέλες αλλά δεν είχε τα βιβλία που ήταν κλειδωμένα στο μπαούλο και το κλειδί το είχε ο λεγάμενος, το λέει στον κυρ Περικλή κι αυτός φωνάζει αμέσως κλειδαρά και ανοίγουν το μπαούλο. Ε, όταν άνοιξε το μπαούλο δεν ήθελε και πολύ για να βγάλει το πόρισμα.

-Καλό κόλπο, είπε στον κυρ Περικλή.

-Δηλαδή;

-Τα τιμολόγια σωστά, οι καρτέλες σωστές, στα βιβλία έχει γίνει η ματασαράγκα. -Δηλαδή;

-Απλό ήταν, έκοβε κανονικά το ποσόν στα τιμολόγια αλλά κάπου κάπου τα τελευταία μηδενικά μιας είσπραξης στα βιβλία δεν τα έγραφε σαν μηδέν αλλά σαν οκτάρια.

-Δηλαδή;

-Παράδειγμα, αντί για χίλια ας πούμε στην πρόσθεση έγραφε εκατόν ογδόντα οκτώ, έτσι …

Και παίρνει ένα χαρτί και γράφει τον αριθμό 100 που είχε γίνει 18 και τον αριθμό 1.000 που είχε γίνει 188, με τα οκτάρια να πιάνουν όλο το πάχος δύο ή των τριών αριθμών αλλά να φαίνονται σαν δύο ή τρία μηδενικά -Αυτός όμως αντί να προσθέτει 100 πρόσθετε 18 και αντί 1.000 πρόσθετε 188, καταλάβατε τώρα;

-Είναι πολλά αυτά;

-Με μια ματιά μπορείτε να υπολογίσετε πάνω από τριάντα χιλιάρικα, τώρα αν τα δω αναλυτικά σε βάθος χρόνου μπορεί να τα βρω και περισσότερα, αν θέλετε το κάνω.

-Όχι Αργύρη, δεν θα το κάνεις, βγάλε σε παρακαλώ τα βιβλία από το μπαούλο.

Φέρνει τρία μεγάλα καρφιά και καρφώνει το μπαούλο στο πάτωμα, μετά παίρνει από την αποθήκη όσα ζύγια βαριά βρήκε από τις ζυγαριές, τα βάζει μέσα στο μπαούλο, στραπατσάρει την κλειδαριά για να μην μπορεί να μπει κλειδί και φεύγει μαζί με τον λογιστή του κουμπάρου. Δευτέρα δεν αρχίζει η εβδομάδα των παθών; Δευτέρα πρωί ο Σταυρακάκης φωνάζει τον Ντίνο στο γραφείο.

-Ρε Ντίνο μου φέρνεις τα βιβλία από το λογιστήριο για δω πού στο διάολο πάμε.

Τον Ντίνο τον έπιασε κρύος ιδρώτας.

-Τι συμβαίνει Περικλή;

Είχε θάρρος λόγω των πολλών χρόνων και του μίλαγε με το μικρό όνομα.

-Τίποτα μωρέ, θέλει η κόρη μου να πάρει ένα σπίτι και θέλω να δω πού βρίσκομαι. Το’χαψε ο Ντίνος ότι δεν υπήρχε κάποιο υποννοούμενο γι αυτόν.

-Να σου φέρω εγώ έσοδα έξοδα.

-Όχι μωρέ, θέλω να τα πάρω στο σπίτι να της τα δείξω ότι δεν είμαστε τώρα για τέτοια.

Κατεβαίνει στο λογιστήριο, μπαίνει στο γραφείο του, πάει να βάλει το κλειδί αλλά το ρημάδι δεν έμπαινε. Ο ιδρώτας εξατμίστηκε και έγινε πάγος. Ξαναπροσπαθεί, τίποτα, νιώθει ότι κάτι έχει γίνει, σκέφτεται να το πάρει και να το τρέξει σ’ έναν κλειδαρά, έτσι κι αλλιώς το αφεντικό δεν του είπε κάνε αυτή τη δουλειά τώρα. Πάει να το σηκώσει, ασήκωτο! Παρέλυσε όλος. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Περικλής.

-Μην προσπαθείς να το σηκώσεις, το έχω καρφώσει.

Τον κοίταξε αλλά δεν τον έβλεπε, τα λείψανα ως γνωστόν δεν βλέπουν.

-Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, εγώ δεν θα φτωχύνω μ’ αυτά που πήρες αλλά κι εσύ δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω αυτά που έκλεψες, στον εαυτόν σου εννοώ και όχι σε μένα. Άντε στο καλό και να θυμάσαι πως πάνω απ’ όλα στη ζωή είναι η τιμιότητα.

Έφυγε χωρίς να νιώθει τα πόδια του, αν τον έστελνε φυλακή δεν θα τον ένοιαζε, έκλεψε και έπρεπε να τιμωρηθεί αλλά το συγχωροχάρτι τον σκότωσε. Από κει και πέρα τα άλογα ήταν μόνο για να τα βλέπει, κάπου κάπου άπλωνε το χέρι σε κανέναν περαστικό να του δώσει ένα τσιγάρο. Κάθε Δευτέρα πρωί με περίμενε έξω από στη σχολή που είχα, του έδινα ένα πακέτο κι εγώ. Φίλτρο Καρέλια…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 25: Το Σούνιο.

 

Κυρία σοβαρή, περιποιημένη, με την τσάντα της, το χαμόγελο, παρουσιαστικό σεμνό, κύριος εκ πρώτης όψεως μου φάνηκε βαρύς, φάτσα Ομέρ Βρυώνης, άψογα όμως ντυμένος, με εμφανή πούντρα στα φρεσκοξυρισμένα μάγουλα. Χαμηλό βλέμμα ως χαλί η κυρία, υπεροψία ως ουρανοξύστης ο κύριος, λίγα λόγια σαν εισπράκτωρ λεωφορείου η κυρία, πολυλογάς σαν εγκυκλοπαίδια Μπριτάνικα ο σύζυγος. Ζεύγος ευηπόληπτον της κοινωνίας μετά κουρσάρας και μονοκατοικίας αλλά άνευ οδόντων η κυρία και με ολίγα μερεμέτια ο κύριος. Πρώτη επίσκεψη στην αφεντιά μου. Προηγείται το ασθενές φύλλο, κάθισμα στην πολυθρόνα σεβάσμιο, ιεροτελεστικό, μαντιλάκι δικό της, ποτηράκι δικό μου.

-Τα δόντια μου είναι χάλια, η πρώτη εκφορά του λόγου της.

-Να τα δούμε…

Τα είδαμε. Κάτω γνάθος αλώνι ελεύθερο άνευ ουδεμιάς κολόνας, άρα πεδίον πρόσφορο για προσγείωση οδοντοστοιχίας, άνω γνάθος τρία μόνο δόντια στην μπροστινή βεράντα, πίσω δεξιά αριστερά βεράντες κενές με κάποια υπολείματα ριζών τύπου κούτσουρων για καυσόξυλα στους ημιυπαίθριους χώρους, αδήλωτους στην πολεοδομία.

-Τι βλέπετε γιατρέ, με χαμόγελο η εξαιρετική όπως αποδείχτηκε για το χιούμορ της, κυρία.

-Πάνω;

-Ε, ναι, πάνω είναι το πρόβλημα, δεν μπορώ να γελάσω…

Παίρνω βαθιά ανάσα και της εξαπολύω τη ρουκέτα.

-Το …Σούνιο! Τρεις κολόνες μπροστά και κάτι πεσμένες εκατέρωθεν!

Ποταμός γέλιου η ως εκείνη τη στιγμή σοβαρή άγνωστη μου κυρία.

-Κάτω;

-Την Κωπαϊδα!

Το γέλιο της έφτασε ως την απέναντι πολυκατοικία.

-Η αποξηραμένη λίμνη στη Βοιωτία ε, γιατρέ;

-Ε, ναι, δεν υπάρχει τίποτα, πρέπει να γίνει οδοντοστοιχία.

Η απόφαση κείνη τη στιγμή δική της άνευ ουδεμιάς ερώτησης στον οπλαρχηγό σύζυγο της.

-Να φτιάξουμε πρώτα το Σούνιο, έτσι κι αλλιώς αυτά μόνο φαίνονται, την Κωπαϊδα αργότερα.

-Όπως νομίζετε…

-Άλλωστε τα αρχαία πρέπει να αναστηλώνονται, ε, γιατρέ;

-Πρέπει, απαντάω σοβαρά.

Η συνέχεια απολαυστική εξ αιτίας της κυρίας Βερονίκης που αποδείχτηκε ο εξυπνότερος, ο συμπαθέστερος, ο διασκεδαστικότερος, ο απολαυστικότερος τύπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Ο σύζυγος τελικά δεν ήταν Ομέρ Βρυώνης, έτσι νόμισα στην αρχή λόγω του παρουσιαστικού και του ύφους του, το αντίθετο ήταν, ξύπνιος, ευγενής, αφάν γκατέ κύριος! Και εν μέσω παραβολών, παρομοιώσεων και γνώσεων περί αρχαιολογίας άρχισε η αναστήλωση του Σουνίου! Αφού πρώτα, παρά την αρχική της δήλωσης περι μη ερώτησης προς το σύζυγο για τα έξοδα, πήραμε την άδεια από το υπουργείο πολιτισμού δηλαδή το σύζυγο για το κόστος της αρχαιολογικής σκαπάνης, ξεκινήσαμε από τις ανασκαφές, των εκατέρωθεν πεσμένων κολονών, δηλαδή των υπολλειμάτων ριζών. Μετά, ήρθαν τα φορτηγά, έρριξαν το απαραίτητο γκρο μπετόν για να στεριώσει η βάση, δηλαδή να κλείσουν οι πληγές πάνω στην οποία θα τοποθετούντο οι νέες κολόνες, δηλαδή το επωνομαζόμενο μηχανάκι, έγινε και η απαραίτητη στρώση με τσιμεντοκονίαμα των υπαρχουσών ετοιμόροπων αλλά καλών γενικά υπαρχόντων δοντιών και ήρθε η πολυπόθητη στιγμή των εγκαινίων της νέας πτέρυγας στο ιερατείο του Απόλλωνα!

Άφιξη και των δύο στο ιατρείο με επίσημες στολές όπως ταιριάζει σε εγκαίνια. Ο σύζυγος γραβάτα, η κυρία μπλε ταγιέρ για να ενσαρκώνει την ελληνική ομορφιά, υπουργοί, επίσημοι, μπάντα για το κλασικό εμβατήριο “του Κίτσου η μάνα” κλπ, κλπ, και η οδοντοστοιχία πάνω σε κιλίβαντα πυροβόλου, ωχ συγνώμη αυτό το χρησιμοποιούν σε κηδείες πανάθεμα με, τοποθετήθηκε η μασέλα με υπόκρουση την πέμπτη συμφωνία του Μπετόβεν στο ανοιγμένο δίκην σήραγγας Αρτεμισίου, στόμα της κυρίας Βερονίκης!

-Άντε! Καλορίζικη! αναφωνεί ο υπερτυχερός σύζυγος που τώρα θα έχει στο πλάι του μια συμβία   κατά πως πρέπει.

-Ευχαριστώ Απόλλωνα!

Δεν τον έλεγαν Απόλλωνα αλλά Λευτέρη, ποιος όμως θα μπορούσε να την επιπλήξει αφού η όλη τελετή γινόταν στο …Σούνιο; Μετά, αφού απορρίψαμε σ΄αυτή τη φάση την Κωπαίδα, ήρθε η σειρά του κυρίου Λευτέρη για το δικό του σέρβις. Δεν ήθελε πολλά πράγματα αλλά αυτά που ήταν θα’πρεπε, απαίτηση του, να γίνουν με τους κανόνες που πρόεβλεπε το υπουργείο πολιτισμού!

-Γιατρέ, άκουσε να σου πω, οι δικές μου κολόνες είναι γερές αλλά ο στρατός πανάθεμα τον μου έφαγε τρεις τραπεζίτες κι έναν κυνόδοντα!

Πράγματι, έτσι ήταν.

-Εντάξει κύριε Λευτέρη, πολλοί χάσαμε δόντια στο στρατό, δεν υπήρχαν τα μέσα…

Βλέμμα απλανές και καρφωτό.

-Δεν το ξέρω αυτό αν υπήρχαν δηλαδή τα μέσα αλλά εγώ δεν πήγαινα σ’ αυτούς ακόμη και να με πλήρωναν!

Γέφυρες λοιπόν. Γέλιο ο κύριος Λευτέρης.

-Τώρα τι θα γίνει; Και γι αυτά από την αρχαιολογική υπηρεσία θα πάρουμε την άδεια;

-Όχι βέβαια…Εδώ θέλουμε άδεια από το ΥΠΕΧΩΔΕ!

Όχι μόνο η απέναντι πολυκατοικία όπως της κυρίας Βερονίκης άκουσε το γέλιο του αλλά μπορεί να έφτασε και ως την πλατεία Συντάγματος.

-Ωραίος είσαι γιατρέ…

Κάναμε λοιπόν αίτηση στο ΥΠΕΧΩΔΕ, πήραμε κανονκά την άδεια από την Πολεοδομία, κάναμε τα καλουπώματα, ήρθε η μπετονιέρα, ρίξαμε τα μπετά, μετά ξεκαλουπώσαμε και στο τέλος πάλι με υπόκρουση “του Κίτσου η μάνα” κλπ, κλπ, εγένετο η αποκάλυψη τραπεζιτών, κυνόδοντα και φυσικά προγομφίων ως ενδιάμεσα υποστηλώματα. Η χαρά για τη γνωριμία μας απερίγραπτη. Αμφοτέρων των μερών. Μια γνωριμία που κράτησε χρόνια, από ένα σημείο και μετά τους έχασα, πάντως όλα ήταν νόμιμα, πιστεύω πως κάπου θα έχουν φυλάξει για παν ενδεχόμενον ελέγχου και την άδεια του υπουργείου πολιτισμού για την κυρία Βερονίκη και του ΥΠΕΧΩΔΕ και της πολεοδομίας για τον κύριο Λευτέρη. Καλή τους ώρα όπου κι αν βρίσκονται!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 26: Α, δε συφέρει!

 

 

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αιγάλεω αλλά σπούδασε τη γερμανική γλώσσα στη Δυτική τότε Γερμανία όπου και παντρεύτηκε, η γυναίκα του όμως ήταν αυταρχική και μετά από έξι μήνες με την προτροπή της μάνας του την παράτησε και ήρθε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο πατρικό του σπίτι με συγκάτοικο τη μάνα του που κι αυτή είχε χωρίσει πριν από μία εικοσαετία. Κι επειδή δεν ήξερε άλλη δουλειά, έβαλε μια αγγελία στη Χρυσή Ευκαιρία και έλεγε αυτό που μόνο ήξερε, δηλαδή τα γερμανικά, οπότε η αγγελία έγραφε φαρδιά πλατιά πως κάποιος γερμανομαθής ονόματι Τάδε παραδίδει μαθήματα γερμανικών. Από κει και πέρα η θεά τύχη που δεν αφήνει χωρίς ανταμοιβή τους τολμηρούς τρομάρα μου, με οδήγησε σ’ αυτόν αφού διατηρώντας μια τεχνική σχολή είχα πάρε δώσε με Γερμανία και είπα ας μάθω και πέντε λέξεις γερμανικά. Τηλεφωνώ λοιπόν στον αριθμό που έλεγε η εφημερίδα και αρχίζει το μεγάλο μου ταξίδι προς τον μαγικό κόσμο του μυστηρίου, του υπερφυσικού, του δαιδαλώδους, του ανεξερεύνητου με κατάληξη τους συνταξιούχους του καφενείου που έτσι και αρχίσουν μια κουβέντα την τελειώνουν στο τίποτα. Ακούω μια γυναικεία φωνή που θα’πρεπε να ήταν πεντακοσίων ετών και βάλε.

-Εμπρόόόόόός;

Πού είμαι τώρα σκέφθηκα, στο Βυζάντιο;

-Παρακαλώ τον κύριο Τάδε, λέω.

-Ποιος τον ζητάει παρακαλώώώώώ;

Τι να της έλεγα, ότι είμαι ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος;

-Κάποιος που θέλει να μάθει γερμανικά μαντάμ..

-Ααααααα! Δεν ξέρετε;

Πλάκα είχε.

-Όχι, άμα ήξερα δεν θα τηλεφωνούσα.

-Πολύ σωστό αυτό, ο γιος μου είναι ο καθηγητής, ο καλύτερος, πώς λέγεστε;

Το τολμάω για να κάνω πλάκα.

-Βασίλειος Βουλγαροκτόνος.

-Περιμένετε κυρ Βασίλη!

Α, και να με άκουγε ο Βουλγαροκτόνος που χρησιμοποίησα το όνομα του για να μάθω γερμανικά…Περίμενα αλλά η πρώτη εντύπωση που πήρα από τη μάνα του δεν μου άρεσε, με τέτοια φωνή δεν θα έπρεπε να σηκώνει τηλέφωνα.

-Ορίστεεεεεεεεε;

Ωχ, άλλη παρτίδα αυτή τώρα, μια φωνή σαν του Μικέ του ραδιοφώνου.

-Ο κύριος Τάδε;

-Ο ίδιος αυτοπροσώπως κύριε, το δικό σας όνομα;

Του λέω το όνομα μου.

-Α, είπατε στη μαμά ότι λέγεστε Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, έχετε δύο ονόματα;

-Ναι, μπερδεύτηκα, διάβαζα κάτι…

-Α, είπα κι εγώ, αυτός ήτανε στο Βυζάντιο…

Ευγενής ακουγόταν. Συμφωνήσαμε να έρχεται στη σχολή, κανονίσαμε και την αμοιβή του από τηλεφώνου και έφτασε η ώρα του πρώτου μας ραντεβού. Η πρώτη εντύπωση από την εμφάνιση του ήταν πως εκτός από παιδί της μαμάς του, ήταν ή κουτοπόνηρος ή βλάκας ή και τα δύο μαζί, το πρώτο φάνηκε αμέσως, το άλλο αργότερα.

-Α, ξέρετε εγώ δεν καπνίζω, το έχω κόψει εδώ και δέκα χρόνια αλλά βλέπω ότι εσείς καπνίζετε, μου λέει.

-Ναι, καπνίζω, θέλετε και σεις ένα; τον ρωτάω και του πάω κοντά του το πακέτο να δω αν είναι κι αυτός σαν κείνους τους ας τους πω επιεικώς πονηρούς που βλέπουν τσιγάρα και ξερογλύφονται, δηλώνοντας πάντα ταυτοχρόνως ότι το έχουν κόψει.

-Α, εγώ σας είπα, δεν καπνίζω, μου το έχει κόψει η μάνα μου, μου απαντάει στο φτερό.

Και παίρνει δύο, το ένα το άναψε αμέσως και το άλλο το έβαλε στην τσέπη. Αρχίσαμε υποτίθεται το μάθημα, αυτά είναι τα άρθρα, αυτό το καλημέρα, το καλησπέρα, το ευχαριστώ, το αντίο, το με λένε έτσι, κλπ. Σε μισή ώρα είχα ήδη καταλάβει πλήρως δυστυχώς για τη μόρφωση μου πως ο καθηγητής ήταν για δέσιμο. Ήταν τόσο γελοία η φάτσα του που σε συνδυασμό με την προφορά των γερμανικών που θύμιζε μηχανάκι χωρίς εξάτμιση στον ανήφορο, άρχισα να πείθομαι πως μ’ αυτόν μόνο πλάκα μπορείς να κάνεις, εννοοείται πως αυτή τη μισή ώρα εγώ σεβόμενος προφανώς τους θεσμούς δεν είχα καπνίσει κανένα τσιγάρο, αυτός τέσσερα.

-Σας παραδέχομαι όλους εσάς που μπορείτε και κόβετε το τσιγάρο, του λέω κάποια στιγμή.

-Α, εγώ, ό,τι αποφασίζω, το κάνω, έτσι και με τη γυναίκα μου στη Γερμανία, της είπα ότι είναι τρελή και έφυγα. Όχι θα κάτσω να τρελαθώ κι εγώ.

Τι ήθελε και το είπε αυτό, μισή ώρα, την υπόλοιπη του μαθήματος δηλαδή συζήτηση για το πώς πήγε στη Γερμανία, πώς σπούδασε, πώς παντρεύτηκε και πώς έφυγε όταν διαπίστωσε πως η γυναίκα του ήταν τρελή.

-Πώς το καταλάβατε δηλαδή ότι ήταν τρελή, τον ρωτάω.

-Α, από την πρώτη μέρα, ούτε το τσάι μου μου έφτιαξε, ούτε τα ρούχα μου τα είχε έτοιμα για να πάω στη δουλειά, να φανταστείτε ούτε κάλτσες δεν μου είχε ετοιμάσει για να φορέσω.

Εδώ που τα λέμε, είχε δίκιο ο καθηγητής, τέτοια συμπεριφορά; Φυσικά εγώ έπρεπε να ενισχύσω την απόφαση του να τη διώξει.

-Μη μου πεις. Ούτε τις κάλτσες; τι γυναίκα ήταν αυτή, τρελή σίγουρα, ε; του λέω και είμαι έτοιμος να πάω μάρτυρας σε τυχόν δίκη που θα έκανε με την τρελή σύζυγο.

-Α, μάλιστα! Ούτε τις κάλτσες!

Έπρεπε όμως να επιβεβαιώσω την αρχική μου σκέψη.

-Τα οποία βέβαια όλα αυτά σας τα έκανε η μητέρα σας πριν πάτε στη Γερμανία, έτσι δεν είναι;

-Α, βέβαια, η μαμά μου τα είχε έτοιμα, ακόμη και τώρα να φανταστείτε που έβαλα την αγγελία, δεν με αφήνει να σηκώνω εγώ το τηλέφωνο.

Δεν άντεξα να μην αναφωνήσω.

-Αυτές είναι μάνες ρε γαμώτο!

-Α, εγώ είμαι τυχερός σ’ αυτό.

-Και δεν μου λες γιατί δεν κάνει και τα μαθήματα η μαμά και αφήνει εσένα να κουράζεσαι;

Έβαλε τα γέλια και πάνω κει στο γέλιο ανάβει κι άλλο τσιγάρο, το πέμπτο, εγώ κανένα ακόμη.

-Α, η μαμά δεν ξέρει γερμανικά, άμα ήξερε.

Άξι και ξερός.

-Θα το έκανε, ε;

-Α, αμέ!

-Και δεν μου λες, τις κάλτσες σου τις έχει έτοιμες ή στις βάζει κιόλας;

-Α, τώρα τις βάζω μόνος μου αλλά όταν γύρισα από τη Γερμανία που ήμουνα όσο να’ναι μετά τον χωρισμό στενοχωρημένος, μου τις έβαζε εκείνη.

Τι γίνεται δω, ρε, πώς έμπλεξα μ’ αυτόν τον μουλιάπα, έχω απέναντι μου έναν υποτίθεται άντρα περίπου σαράντα ετών και μου λέει ότι η “μαμά” τον αντιμετωπίζει σαν να είναι πέντε χρονών και γω αυτόν θα τον πληρώνω για να μου μάθει το καλημέρα και το καλησπέρα στα γερμανικά; Φυσικά μέχρι να τελειώσει η ώρα συνέχισα να τον αντιμετωπίζω αναλόγως.

-Καλά, ας τα αφήσουμε αυτά. Τη φοβερή προφορά που έχεις πού τη έμαθες, θέλω να πω την έμαθες όταν σπούδαζες ή στην έμαθε η γυναίκα σου;

-Α, εγώ καλέ την έμαθα, μόνος μου, η γυναίκα μου δεν ήταν Γερμανίδα, ήταν Τσέχα.

-Τσέχα; Πώς τη γνώρισες;

-Α, σπουδάζαμε μαζί, εκεί τη γνώρισα.

-Για κάτσε, μου τα μπερδεύεις τώρα, στην ανατολική Γερμανία σπούδασες;

-Α, όχι. Στη δυτική.

-Τότε, πού τη γνώρισες την Τσέχα, μπορεί κάποιος ανατολικός να σπουδάζει στη δυτική Γερμανία;

-Α, όχι, ήταν ο πατέρας της Γερμανός, Δυτικός.

-Τώρα κατάλαβα. Και φυσικά μόλις αυτή είδε Έλληνα θα είπε πού να μπλέκω τώρα με τις Τσεχίες και τις ανατολικές Γερμανίες κάτσε να πάρω τον Έλληνα, άλλωστε θα είδε και το μπόι σου, την εξυπνάδα σου και …

-Α, έτσι είναι, εμείς οι Έλληνες στο εξωτερικό ξεχωρίζουμε για την εξυπνάδα μας.

-Και στο εσωτερικό ξεχωρίζουν, το βλέπω.

Τελικά τον πλήρωσα για το πρώτο φοβερό μάθημα που μου έκανε (!) κι εγώ ήθελα να φάω και δεύτερη κατραπακιά. Αρχίσαμε το μάθημα και πάλι τα ίδια όπως χθες, το καλημέρα, το καληστέρα, το αντίο, το ευχαριστώ, το με λένε έτσι, κλπ.

-Πολύ πλούσια είναι η γερμανική γλώσσα, ε; του λέω.

Φυσικά δεν κατάλαβε τι ήθελα να πω.

-Α, πολύ πλούσια, ε, όταν μία χώρα είναι πλούσια, έχει και γλώσσα πλούσια, μου απαντάει.

Καλά δασκαλεμένος από τους Γερμανούς είναι αυτός, σκέφθηκα.

-Και τι προφορά! Ωραία, γλυκειά, λες μια λέξη και νιώθεις ότι θέλεις να ρευτείς, του λέω για να δω την αντίδραση του.

Ο καθηγητής γέλασε.

-Α, τώρα νομίζω ότι μου κάνετε πλάκα, ε;

-Όχι, γιατί; Όταν τρως κάτι πολύ γλυκό, ένα σάμαλι, ένα ραβανί ας πούμε, δεν σου έρχεται μετά να ρευτείς;

-Α, δεν ξέρω, εγώ δεν τα τρώω αυτά, η μαμά λέει ότι αυτά παχαίνουν.

 

Άντε πάλι τα ίδια, πάνε χαμένα τα λεφτά και τα τσιγάρα και για το δεύτερο μάθημα, δεν τον μπορούσα. Έτσι, πήρα την οριστική απόφαση ότι έπρεπε η βαλίτσα να ξαναγυρίσει στο σταθμό που ξεκίνησε.

-Κοίτα να δεις, δεν θα κάνω άλλο μάθημα γιατί πολύ φοβάμαι ότι τα γερμανικά σου μπορεί να είναι μπασταρδεμένα, του λέω σοβαρός, σοβαρός.

Έμεινε με ανοιχτό το στόμα, αν είχε τσιγάρο σίγουρα θα του έπεφτε.

-Α, γιατί το λέτε αυτό κύριε;

-Είναι γερμανικά που έμαθες με την Τσέχα όταν ήσουνα παντρεμένος ή γερμανικά χωρίς την Τσέχα, όσο να’ναι η Τσεχία είναι ανατολική χώρα και δεν θέλω να έχω μπερδέματα αν χρειαστεί ποτέ να μιλήσω, ξέρεις εγώ συνεργάζομαι με τη δυτική Γερμανία και δεν θέλω να καταλάβουν ότι έχω προφορά ανατολικής Γερμανίας, αυτοί μεταξύ τους έχουν κόντρα, καταλαβαίνεις τώρα τι θέλω να πω, ε;

-Α, και τι μπερδέματα θα έχετε, δεν καταλαβαίνω.

Εγώ παραμένω σοβαρός.

-Ε, πώς; Μπορεί να πετάξω καμιά λέξη που μπορεί να είναι μεν γερμανική αλλά η προφορά να είναι Τσέχικη και να νομίζουν πως είμαι τίποτα κατάσκοπος ας πούμε…

-Α, ελάτε τώρα καλέ, φαίνεστε εσείς για κατάσκοπος;

-Γιατί εσείς φαίνεστε πως είχατε κάποτε παντρευτεί Τσέχα;

-Α, πα, πα, πα, μακριά από μένα οι Τσέχες, α,πα,πα,πα!

-Οι Κύπριοι για παράδειγμα μιλούν ελληνικά αλλά τα προφέρουν όπως εμείς; Όχι βέβαια.

Μου φάνηκε σαν να στενοχωρέθηκε, εγώ όμως έπρεπε να τεκμηριώσω την απόφαση μου να σταματήσουμε και συνεχίζω πάντα σοβαρός.

-Κοίτα, αν τώρα ήσουνα ακόμη παντρεμμένος με την Τσέχα θα μπορούσες να μου τη φέρεις εδώ, να μου την άφηνες κάνα δυο μέρες για να πούμε δυο κουβέντες, οπότε θα καταλάβαινα εγώ αν η προφορά η δική σου είναι αυτή που πρέπει.

Νέα στενοχώρια τώρα αλλά και νέο τσιγάρο.

-Α, πού να το’ξερα κύριε;

-Να ήξερες τι;

-Α, ότι πιθανόν αυτό να δημιουργήσει πρόβλημα στη δουλειά μου, αν το’ξερα δεν θα χώριζα.

-Δηλαδή μπορείς να της τηλεφωνήσεις να έρθει έστω για λίγο για να την ακούσω πώς προφέρει τα γερμανικά;

Έμεινε αμίληλος, σαν να το σκεφτόταν.

-Α, δεν ξέρω, τι θα πει η μαμά;

Ξεράδια. Πήρα θάρρος και του πέταξα τη ρουκέτα.

-Πού θα το μάθει; Θα κάνουμε μια συνάντηση οι τρεις στο αεροδρόμιο και μετά εσύ θα φύγεις, θα την πάρω εγώ θα την κρατήσω για δυο, τρεις μέρες σε κάποιο ξενοδοχείο για τα περαιτέρω, για να δω παραδείγματος χάρη πώς δουλεύει τη γλώσσα της, καταλαβαίνεις τι λέω, ε;

Ό,τι μου κατέβαινε έλεγα.

-Α, ε, πώς; θα μου πει η μαμά τι δουλειά έχεις εσύ στο αεροδρόμιο, καταλάβατε;

-Εντάξει μωρέ, δεν θα πεις ότι πας στο αεροδρόμιο για την Τσέχα, θα πεις ότι πας για μάθημα στη Γλυφάδα που είναι το αεροδρόμιο, κατάλαβες;

-Α, το μάθημα είναι μια ώρα και πήγαινε έλα άλλη μισή, την Τσέχα απλά θα στη γνωρίσω, πού θα γυρίζω την άλλη ώρα για να μην το καταλάβει η μαμά;

Η κουβέντα είχε πια ξεφύγει από καμία λογική αλλά εδώ το μυαλό του δούλεψε!

-Σ’ αυτό έχεις δίκιο, μπορεί να σου δώσω εγώ ένα δεκάρικο να πας στο λούνα παρκ στον Άλιμο.

-Α, πα,πα,πα, δεν πάω εγώ σ’ αυτά χωρίς τη μαμά.

Κοίτα να δεις τι ζήτημα μου έβαλε τώρα.

-Δεν μου λες, γιατί δεν την ξαναπαντρεύεσαι;

Με κοίταξε σαν γνήσιος απόγονος χιμπατζήδων.

-Α, ποια; αυτή; την Τσέχα; Και η μαμά τι θα έλεγε;

-Έλα μωρέ, τί θα πει η μαμά, μήπως και η μαμά σου βάζει τώρα τις κάλτσες;

Και παίρνοντας ύφος πάνω και από σοφού περί της κοινωνίας, συνεχίζω.

-Άσε, μη μου μιλάς εμένα για μάνες, όλες το συμφέρον τους κοιτάνε!

Τον προβλημάτισα φαίνεται τόσο που έβαλε το μυαλό του να λειτουγήσει εκεί που έπρεπε, στη μηδενική βάση.

-Α, να πάρω ένα τσιγαράκι;

-Και δεν παίρνεις; Άλλωστε απ’ ό,τι μου έχεις πει δεν καπνίζεις, ένα τσιγαράκι τι πειράζει;

Κόντευε βέβαια να τελειώσει το πακέτο.

 

-Αλήθεια, πως είναι η ζωή στο Βερολίνο, έχεις πάει Βερολίνο; τον ρωτάω.

Σημείωση: Η κουβέντα γινόταν πριν πέσει το τείχος.

-Α, εκεί σπούδασα.

-Εκεί; Πού εκεί; Στο δυτικό ή στο ανατολικό;

Έβαλε τα γέλια.

-Α, στο δυτικό σπούδασα, στο ανατολικό δεν πάει κανείς.

Έκανα τον ανήξερο.

-Γιατί δεν πάει στο ανατολικό, δεν έχει συγκοινωνία;

-Α, όχι, δεν μπορείς να πας, δεν αφήνουν.

-Ποιοι δεν αφήνουν;

-Α, οι φύλακες, άμα πας να περάσεις, μπαμ, μπαμ, σε καθάρισαν.

-Δεν καταλαβαίνω τι μου λες.

-Α, κοίτα, στο δυτικό Βερολίνο έχει καφετέριες, μαγαζιά, από κει στο ανατολικό έχει σύρματα, σκάλες, πολυβόλα, αν πάει να περάσει κανείς, μπαμ, καταλάβατε;

-Άλλος έχει τις καφετέριες και άλλος τις σκάλες;

Είχα κι εγώ ξεσαλώσει εντελώς, πιο εντελώς δεν γινόταν.

-Α, δεν καταλάβατε. Και οι καφετέριες έχουν σκάλες αλλά όχι τέτοιες σκάλες που έχουν οι άλλοι.

-Δεν σε καταλαβαίνω ρε αρχηγέ, υπάρχουν καφετέριες που έχουν για σκάλες, σκάλες που ανήκουν σε άλλους, δηλαδή τι, τις πάνε και τις φέρνουν κάθε φορά που θέλει κάποιος να ανέβει ή να κατέβει;

-Α, νομίζω ότι μου κάνετε πλάκα.

Πάλι το μυαλό του δούλεψε.

-Εγώ πλάκα; εγώ πιστεύω ότι εσύ μου κάνεις πλάκα γιατί δεν έχω πάει στο Βερολίνο.

-Α, σε ποιο θα θέλατε να πάτε;

-Και στα δύο, μία πόλη δεν είναι, θα πάρω το τραμ και θα το δω όλο.

-Α, δεν γίνεται.

-Γιατί δεν γίνεται;

-Α, δεν μπορείς να πας εύκολα από το ένα Βερολίνο στο άλλο, αυτό προσπαθώ τόση ώρα να σας εξηγήσω.

-Πού να πάω;

-Α, στα Βερολίνα.

-Βερολίνα; Δύο είναι; Πάνω και κάτω;

-Α, όχι καλέ, ένα είναι αλλά το χωρίσανε στα δύο.

-Και γιατί δεν τα ενώνουν πάλι; Στοιχίζει πολύ;

-Α, δεν ξέρω. Πείτε μου καταλάβατε αυτό που είπα για το δυτικό και το ανατολικό;

-Ε, πώς! Το κατάλαβα και μου το εξήγησες καλά αλλά δεν μου ξεκαθάρισες ποιος δεν μπορεί, ο δυτικός στο ανατολικό ή ο ανατολικός στο δυτικό;

-Α, δυτικός αν πηγαίνει σε ανατολικό δεν το ξέρω, μου φαίνεται θέλει διαβατήριο.

-Ανατολικός σε δυτικό μπορεί να πάει;

Με κοιτάζει, αρχίζει να χαμογελάει σαν χάνος και μου ρίχνει σαν μπαζούκας τη φοβερή ατάκα που δεν θα ξεχάσω ποτέ.

-Α, δε συφέρει!

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 27: Θα πέθαινες και δεν θα ξέρανε από τι πέθανες

 

Όταν πήρα το πτυχίο μου καλοκαίρι, θα έπρεπε να παρουσιαστώ στο στρατό τέλη Σεπτέμβρη, είχα δύο ολόκληρους και κάτι περισσότερο μήνες για να κάνω διακοπές. Μια μέρα ένας φίλος μου είπε αν θα μπορούσα να πάω για λίγες μέρες τον Αύγουστο στο οδοντιατρείο ενός γνωστού του να κρατάω το τηλέφωνο και αν χρειαστεί τίποτα να δίνω πρώτες βοήθειες έως ότου γυρίσει αυτός από τις διακοπές του. Δεν μου φάνηκε άσχημη ιδέα και δέχτηκα. Πήγα και βρήκα τον οδοντίατρο για να μου δώσει οδηγίες. Με την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι αυτός δεν θα μπορούσε να ήταν οδοντίατρος, η όλη του εμφάνιση πολύ μεγαλύτερος από μένα, δεν μου έδινε την εντύπωση από το ντύσιμο του ενός γιατρού σοβαρού αλλά σκέφθηκα πως ήταν καλοκαίρι και όσο να’ναι όλοι το καλοκαίρι χαλαρώνουν και δεν είναι όπως είναι στη δουλειά τους.

Μετά, αυτό καθαυτό το ιατρείο. Ένα εντελώς άδειο δωμάτιο με μια καρέκλα κουρείου στη μέση, κάτι σωλήνες πράσινοι χοντροί στο πάτωμα προφανώς για αποχέτευση, ένα γραφειάκι σαν κείνα που έχουν στις χοροεσπερίδες για να δίνει ο κόσμος τις προσκλήσεις, μια καρέκλα καφενείου πίσω απ’ το ας το πούμε γραφείο, ένας πάγκος μικρότερος και από παγκάρι εξωκλησσίου με τρία συρταράκια όπου πάνω του ήταν αραγμένος ένας παλιός κλίβανος αγορασμένος σίγουρα από το Μοναστηράκι για τα εργαλεία του. Και δυο πρόκες στον τοίχο πάνω στις οποίες είχε τοποθετηθεί ένα ξύλινο ραφάκι με δυο βιβλία πεταμένα πάνω σ’ αυτά. Απογοητεύτηκα αλλά είχα δώσει το λόγο μου, ο οδοντίατρος θα είχε προγραμματίσει διακοπές και ως εκ τούτου αφού είχα πει πως θα πάω, πήγα.

-Δεν θα κάνεις τίποτα εσύ, εγώ σε μια βδομάδα θα γυρίσω, αν υπάρχει κάτι σοβαρό να με πάρεις σ’ αυτό το τηλέφωνο, μου είπε και μου έδωσε ένα νούμερο τηλεφώνου επαρχιακής πόλης.

Χάρηκα που θα ήταν μόνο για μια βδομάδα γιατί ήταν αλήθεια πως δεν με ενέπνεε ο χώρος. Στην πρώτη δύσκολη περίπτωση τον πήρα στο τηλέφωνο που μου είχε δώσει, μια φωνή ηλικιωμένου με προσγείωσε ανώμαλα.

-Έχει φύγει για διακοπές, μου απαντάει με μια βαρετή φωνή.

Άρα δεν ήταν εκεί που μου είχε πει ότι θα πάει διακοπές αλλά αλλού. Στην αρχή δεν είπα τίποτα αλλά η βδομάδα πέρασε, πέρασε και η επόμενη και ο γιατρός δεν έδινε σημεία ζωής. Κατάλαβα, το ψέμα πάει σύννεφο, είπα. Δεν ήταν ψέμα, ήταν μέθοδος, μια μέθοδος απλουστευτική για τα πάντα, όλα γι αυτόν ήταν εύκολα αρκεί να είχες σύστημα. Φυσικά δεν έκανε μία εβδομάδα όπως είχε πει αλλά έναν μήνα.

-Για να μάθεις το’ κανα, μου είπε πολύ απλά όταν γύρισε.

Για να εκπαιδευτώ δηλαδή στα δύσκολα. Κάθησα μερικές μέρες κοντά του για να τον παρακολουθώ, έτσι για να μαθαίνω κι εγώ πέντε πράγματα στην πράξη και όχι μόνο όσα έμαθα στο πανεπιστήμιο. Ο Γιώργος! Κοντά του είδα και έμαθα πολλά πράγματα εκτός βέβαια από οδοντιατρική, πρώτα πρώτα έμαθα τι σημαίνει ταξίμι. Μπορούσε να είναι πάνω από ένα μπουζούκι για πολλή ώρα, οι πελάτες ασθενείς του περίμεναν στο μικρό σαλόνι αδιαφορώντας πλήρως γι αυτούς προκειμένου να πετύχει αυτό που είχε στο μυαλό του να παίξει, ας τολμούσε να πει κανείς ότι έχουν ραντεβού για τα δόντια τους.

Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει; με ρωτούσε και το πρόσωπο του έλαμπε.

Εγώ δεν ήξερα. Δεν ήξερα δηλαδή τι να μου άρεσε, αυτό που άκουγα δεν ήταν τίποτα, ούτε κανένα γνωστό τραγούδι ούτε μια στρωτή μελωδία, τίποτα, ένα άγριο γρατζούνισμα του μπουζουκιού άκουγα και μια αγριεμένη φάτσα του Γιώργου με φοβερές συσπάσεις των μυών του προσώπου του και τα σάλια να φεύγουν λες και είχε πέσει πάνω σε ταψί με μπακλαβά.

-Σ’ αρέσει; Σ’ αρέσει; επέμενε.

-Γιώργο στο σαλόνι περιμένει ένας πελάτης, του είπα μια μέρα.

-Χα, χα, χα. Βρε θα τους κάνω εγώ να τρέχουνε και να μη φτάνουνε.

Δεν εννοούσε τους πελάτες του που καρτερικά τον περίμεναν, για τους γνωστούς συνθέτες το έλεγε γιατί όταν θα μάθαινε το ταξίμι μετά θα άρχιζε να γράφει τραγούδια και ποιος θα τον έπιανε. Κι όμως, έγινε σπουδαίος, τόσο σπουδαίος που μέχρι και πρώτο βραβείο πήρε σε φεστιβάλ τραγουδιού. Καλή του ώρα τώρα.

Ήταν πολύ αθυρόστομος, δεν υπήρχε πελάτης ή πελάτισα που να μην άκουγε χοντρές κουβέντες, δεν τα έλεγε όμως με κακία ή γιατί είχε ένα υπόβαρθρο αλητείας, το αντίθετο θα’λεγα, δεν ήταν αθυροστομία για την αθυροστομία αλλά φράσεις για να ενισχύσουν τις απόψεις του, έτσι ήταν το στιλ του. Καμάρωνε πολύ ότι έκανε φοβερές εξαγωγές. Μια μέρα έτυχε να ήμουν κει όταν έκανε μια πράγματι φοβερή εξαγωγή. Η ασθενής ήταν μια ηλικιωμένη κυρία αμίλητη από το φόβο της και ευγενής από την αμιλιά της, μόνο τα μάτια της κινούσε η δύστυχη περιστροφικά παρακολουθώντας τις κινήσεις του Γιώργου που έδειχνε λιοντάρι στο κλουβί επειδή η εξαγωγή θα του έπαιρνε χρόνο από το ταξίμι. Μόλις τέλειωσε την αναισθησία, αρπάζει αμέσως την οδοντάγρα, βγάζει μια κραυγή.

Άνοιξε το στόμα σου, λέει στη δύστυχη ηλικιωμένη.

Και χραααπ βγάζει το δόντι σε χρόνο μηδέν, η κυρία τέζα, έγειρε το κεφάλι δεξιά. Πήγα κοντά της και προσπαθούσα να δω αν λιποθύμισε, ο Γιώργος σημασία στην ασθενή του, με το δόντι πάνω στην οδοντάγρα βγαίνει στο σαλόνι που περίμεναν δύο ακόμη πελάτες και με ύφος θριαμβευτικό βάζει τα γέλια.

-Πόνεσες; Πόνεσες; λέει χωρίς να κοιτάζει την κυρία.

Φυσικά η κυρία δεν μιλάει, έχει γείρει το κεφάλι δεξιά.

-Αν εσύ πόνεσες, εμένα να με πηδήξουν δέκα αράπηδες στην Ομόνοια!

Η κυρία έγειρε το κεφάλι εντελώς κάτω, είχε λιποθυμίσει, όχι από τον φόβο, όχι από τον πόνο, μάλλον από την αναισθησία του γιατρού της που δεν περίμενε λίγο να πιάσει η πραγματική αναισθησία που της είχε κάνει για να της βγάλει το δόντι.

 

Διαρκούσης της θητείας μου πήγαινα τακτικά στο ιατρείο του, πάντα όλο και κάτι συνέβαινε κι έφευγα από κει πλουσιότερος σε εμπειρίες και σε αναμνήσεις, πάντα με το μπουζούκι στο χέρι, πάντα οι πελάτες του να περιμένουν, πάντα περιαυτολογία για τις φοβερές εξαγωγές που έκανε, βέβαια με βάση αυτή τη μοναδική που είδα ήταν πράγματι φοβερή. Ένα απόγευμα τον επισκέφθηκα πάλι για πολλοστή φορά, μου άρεσε έστω και μέσα από την ανορθόδοξη αυτή για μένα οδοντιατρική να βλέπω αλλά και ν’ ακούω τις φοβερές του ατάκες και να απολαμβάνω τις κινήσεις του, με είχε συμπαθήσει κι αυτός και μου έλεγε κάθε φορά όποτε μπορώ να πηγαίνω οπωσδήποτε, όπως μου τόνιζε πάντα στο τέλος το οπωσδήποτε. Κείνο το απόγευμα είχε στην καρέκλα μια κοπέλα και της έκανε καθαρισμό. Στο σαλόνι περίμενε ένας δίμετρος κορίτσαρος που αμέσως κατάλαβα ότι ήταν φίλη της, ο Γιώργος δούλευε αλλά το μάτι του συνέχεια εκεί στη θεσπέσια ύπαρξη, η οποία έχει πάρει ένα περιοδικό και διάβαζε αλλά τα πόδια της τα έχει εκθέσει σε λαϊκό οπτικό προσκύνημα. Ο Γιώργος ξεροκατάπινε και μου έκανε συνέχεια νόημα να βλέπω τον κορίτσαρο στο σαλόνι, σαν να μου έλεγε τι γυναίκα είναι αυτή Θεέ μου; Εγώ καθόμουνα στην μικρή καρέκλα που είχε πίσω από το γραφειάκι, κάποια στιγμή λέει στην κοπέλα που έχει στην καρέκλα.

-Η φίλη σου πρέπει να έχει πρόβλημα με τα δόντια της.

Εκείνη γυρίζει και τον κοιτάζει παράξενα.

-Πού το κατάλαβες, του λέει με έκπληξη.

-Καταλαβαίνω εγώ, είμαι έμπειρος.

-Δεν ξέρω, να την ρωτήσουμε, πάντως εμένα δεν μου είπε τίποτα.

-Τι να ρωτήσουμε, θα κάτσει θέλει δεν θέλει.

Κάποτε τελειώνει την κοπέλα, η οποία σηκώνεται και πάει προς τη φίλη της.

-Τέτα μήπως έχεις εσύ κανένα πρόβλημα με τα δόντια σου να σου ρίξει μια ματιά ο γιατρός;

Ο Γιώργος την ακολουθεί στο σαλόνι, ωχ είπα θα της πει τώρα καμιά κουβέντα.

-Τι ματιά, εδώ μιλάμε για φοβερή ασθένεια.

Η Τέτα τον κοιτάζει με απορία.

-Ασθένεια; Τι ασθένεια;

Ο Γιώργος είναι αποφασισμένος.

-Έλα, έλα, κάτσε να δούμε πώς το έπαθες.

-Ποιο έπαθα; τον ρωτάει η Τέτα.

-Έλα κάτσε και θα σου πω εγώ τι πρέπει να κάνεις.

Η Τέτα δεν κάνει βήμα.

-Δεν έχω τίποτα εγώ με τα δόντια μου, ο γιατρός μου μού έχει πει ότι έχω υπέροχα δόντια, τα φροντίζω.

-Έλα τώρα, τι ξέρουν, σε καμμιά πιτσιρίκα θα πηγαίνεις.

-Στην ηλικία σας είναι ο γιατρός μου, λέει η Τέτα.

Ο Γιώργος δεν πτοείται.

-Άσε τι δείχνουν, τι ξέρουν έχει σημασία.

Η ατμόσφαιρα έχει γίνει πολύ δύσκολη, η Τέτα δεν πείθεται, η φίλη της είναι σε δύσκολη θέση, ο Γιώργος δεν τις αφήνει να φύγουν αν δεν εξετάσει την Τέτα.

-Έλα μωρέ, κάτσε δεν έχεις να χάσεις τίποτα, την πιέζει η φίλη της.

Η Τέτα όμως μουλάρι.

-Μα γιατί να κάτσω, πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ.

-Έλα μωρέ, κάνε μου την χάρη, να επιμένει η φίλη της.

Να μην τα πολυλογώ, κάθισε, δεν ήθελε να χαλάσει το χατίρι της φίλης της φαίνεται, εγώ έχω μείνει άναυδος, ποτέ δεν θα το έκανα αυτό, σκέφθηκα. Πριν προλάβει να ανοίξει το στόμα της, ο Γιώργος βγάζει μια κραυγή.

-Πω! Πω! Πω! Νάσο, ρίξε μια ματιά να δεις, μου λέει.

Νάσος ήμουν εγώ. Ρίχνω μια ματιά, ποτέ δεν είχα και δεν έχω δει ως τώρα ωραιότερα δόντια και ούλα, μια σειρά μαργαριτάρια πάνω σ’ ένα βελουδένιο υπόστρωμα, αυτός όμως έξαλλος απ’ αυτό που βλέπει.

-Πω! Πω! Πω! Τι χάλια είναι αυτά, ωρύεται.

-Χάλια; Τι χάλια; του λέει οργισμένη αλλά δείχνει και φοβισμένη η Τέτα.

-Λοιπόν, λοιπόν, την Πέμπτη στις 12.30 το μεσημέρι να είσαι εδώ.

Μία έκλεινε, άρα 12.30 ήταν το τελευταίο ραντεβού, όλη η ιστορία ήταν για να της κλείσει ραντεβού πρωί που η φίλη της δεν μπορεί να τη συνοδέψει γιατί εργαζόταν κι έτσι θα’ρχόταν μόνη της.

-Να κάνω τι, ρωτάει η Τέτα που πράγματι τώρα δείχνει φοβισμένη.

Μέσα στο χώρο του οδοντιατρείου όπως είπα είχε ένα γραφειάκι, αριστερά στο γραφείο το ραφάκι και πάνω σ’ αυτό τα δύο πεταμένα βιβλία, απλώνει το χέρι του στο ραφάκι και πιάνει το ένα από τα δύο βιβλία, τη Στοματολογία του Λουρίδη.

-Κοίτα Νάσο τι έχει και λέει ότι πάει στο γιατρό της. Χα, χα, χα, όλοι οι σκιτζήδες έχουν γεμίσει την Αθήνα.

Ο αθεόφοβος έχει ανοίξει το βιβλίο σε μια απαίσια φωτογραφία ουλίτιδας, η φίλη της Τέτας σκύβει να δει, με την άκρη των ματιών της κοιτάζει και η Τέτα.

-Τι είν’ αυτό γιατρέ, τον ρωτάει έντρομη η φίλη της Τέτας.

-Χα, Χα, Χα! Αυτό θα πάθει η φιλενάδα σου. Υποτροπιάζουσα ελκομεμβρανώδης ουλίτιδα, λέει διαβάζοντας τη λεζάντα της φωτογραφίας.

Η Τέτα έχει σβήσει.

-Τι σημαίνει αυτό, ψελλίζει.

-Τι σημαίνει, σημαίνει ότι θα πέθαινες και δεν θα ξέρανε από τι πέθανες!

 

 

 

***

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 28. Σουβλάκι στη Σέριφο!

 

Η ελληνική μυθολογία είναι πολύ πλούσια, αυτό είναι αλήθεια. Ποιος παραδείγματος χάρη δεν ξέρει το Θησέα και τον Μινώταυρο, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Ιάσονα, τον Τρωικό πόλεμο με τον πολυμήχανο Οδυσσέα, τον άτρωτο Αχιλλέα, τη δύσμοιρη Ιφιγένεια, τον κερατοφορεμένο Μενέλαο, τη φαρμακομύτα Κλυταιμνήστρα; Α…και το Δαίδαλο και τον Ίκαρο! Τι ήταν αυτοί οι κύριοι; Απ’ ό,τι θυμάμαι ο κύριος Δαίδαλος και ο κύριος Ίκαρος πέταξαν με φτερά πάνω από το Αιγαίο Πέλαγος. Ένα πέλαγος που έχει πάμπολλα πανέμορφα νησιά, λαχταριστές παραλίες, σμαραγδένια ακρογιάλια, καλωσυνάτους κατοίκους, άπειρες και θαυμαστές εκκλησίες όπως την Παναγία της Τήνου, της Πάρου, της Πάτμου και πάει λέγοντας. Και ερωτώ: Πώς πάει κάποιος να δει όλους αυτούς τους δυσεύρετους παραδείσους του Αιγαίου πελάγου εννοώ; Μα, με πλοίο φυσικά! Μπορεί και με αεροπλάνο για όσους βιάζονται μην τυχόν και τους πέσει κάνα δράμι ξύγκι! Κι αν ας πούμε κάποιος θέλει να κάνει μια στάση όποτε κείνος θέλει και όχι όποτε καπνίσει του καπετάνιου ή του πιλότου να κάνει στάση να φάει ένα σουβλάκι για παράδειγμα στο “δρόμο”, μπορεί;

-Μπαρμπούτσαλα!

Μια απίθανη ιστορία με ένα εκπληκτικό, φανταστικό “τύπο”. Σάββατο πρωί στον Ισθμό της Κορίνθου. Πέντε πούλμαν με εκδρομείς του Σαββάτου ή και Σαββατοκύριακου σταματούν για να κατουρήσουν, να δροσιστούν, να φωτογραφίσουν τον ισθμό, να φάνε ένα σουβλάκι για πρωινό στο κατάστημα CANALE που απ’ τα χαράματα έχει βάλει να ψήνονται κατά δεκάδες τα χοιρινά περασμένα στα καλαμάκια δίκην Αθανασίου Διάκου.

Ο κόσμος παρέες παρέες καθισμένοι στα τραπεζάκια περιμένουν την παραγγελία τους. Ο συνοδός ξεναγός των πούλμαν περιδιαβαίνει τα τραπεζάκια και ενημερώνει τους εκδρομείς για την θεά τύχη που τους φώτισε να μη διαλέξουν για μεταφορικό μέσο της εκδρομής τους πλοίο ή αεροπλάνο αλλά …πούλμαν!

Περιγραφή του συνοδού-ξεναγού “τύπου”. Θηλυπρεπέστατος, όρθιος με το δεξί πόδι πίσω από το αριστερό και το αριστερό χέρι κρατώντας τσιγάρο, σταυρωτό με το δεξί χέρι κάτω από τη μασχάλη του αριστερού. Ετών περίπου σαράντα συν πιθανόν κάτι χειμώνες, μαλλί χτένισμα περικεφαλαία τύπου μπρόκολου, χροιά φωνής και κινήσεις δημάρχου Μαραθώνα, κάθε λέξη του και τίναγμα του μπρόκολου προς τα άνω να συναντήσει τον Ύψιστο. Λόγια όλα παρμένα από την ελληνική μυθολογία.

-Τι ήταν ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, ξέρετε;

Κείνη τη στιγμή πλησιάζω και παραγγέλνω δυο καλαμάκια. Περιμένω να τα πάρω και πέφτει στην αντίληψη μου ο ξεναγός που μόλις απηύθυνε την ερώτηση κόλαφο για τους σχεδόν όλους ηλικιωμένους εκδρομείς. Κάποιος από τους δέκα καθημένους του απαντάει βαριεστημένα.

-Αυτοί που είχανε φτερά…

-Ακριβώς! Είχανε λέει φτερά από κερί αλλά ο ήλιος του Αιγαίου που είναι πολύ καφτερός, τους τα’ καψε και μπλουμ πέσανε στη θάλασσα, είπε ο ξεναγός με φωνή και στιλ όπως προείπα δημάρχου Μαραθώνα με αστραπιαία εναλλαγή ποδιών και χεριών, τώρα αριστερό πόδι πίσω από το δεξί και δεξί χέρι με το τσιγάρο σταυρωτό με το αριστερό κάτω από τη μασχάλη του δεξιού. Και συνεχίζει…

-Τους έκαψε τα φερά για να δείξουν ότι ο ήλιος στο Αιγαίο είναι καυτός, άρα όλοι εκεί θα πάτε για διακοπές. Κι όλα αυτά βέβαια για να συντηρηθεί ο μύθος…Και σας ρωτάω. Αν κάποιος πάει στο Αιγαίο με πλοίο για Κρήτη ας πούμε, για αεροπλάνο δεν το συζητάω και θελήσει να φάει ένα σουβλάκι στη Σέριφο, μπορεί; Σας ξαναρωτάω, μπορεί;

Κάποιος άλλος ηλικωμένος, όχι ο προηγούμενος, απαντά, εγώ χαζεύω τον ξεναγό.

-Όχι, δεν μπορεί…

-Και γιατί δεν μπορεί παρακαλώ; Δεν μπορεί όχι γιατί η Σέριφος δεν έχει σουβλάκια αλίμονο αλλά γιατί η Σέριφος δεν έχει πούλμαν!!! Να, γιατί λοιπόν πας ΠΑΝΤΑ εκδρομή με πούλμαν! Γιατί με πούλμαν σταματάς όπου και όποτε θέλεις, δηλαδή με άλλα λόγια εκδρομή ΠΑΝΤΑ με πούλμαν γιατί αλλιώς …μπαρμπούτσαλα!

Χα,χα, χα, τα γέλια οι καθήμενοι στα τραπεζάκια περιμένοντας την παραγγελία τους.   Παίρνω το λόγο και του λέω σοβαρός, σοβαρός.

-Υπάρχουν και νησιά με φέρι μποτ που πας γρήγορα οπότε μπορείς να περιμένεις λίγο και τρως σουβλάκι…

Με κοιτάζει απαξιωτικά, δεν μου απαντάει και συνεχίζει…

-ΠΑΝΤΑ λοιπόν αγαπητοί μου με πούλμαν! Με πούλμαν, με πούλμαν, με πούλμαν, επιμένει σελινιασμένος χτυπώντας το δεξί πόδι στο δάπεδο σε ρυρμό φλαμέγκο.

Ξαναπαίρνω το λόγο για να τον εξιτάρω γνωρίζοντας ότι οι ιδιοκτήτες πούλμαν θέλουν τέτοιους ξεναγούς για να διαφημίζουν το μεταφορικό τους μέσο και τα μέρη που πάνε.

-Συγνώμη αλλά υπάρχουν νησιά που πάνε εκδρομείς με πούλμαν μπαίνοντας αυτά σε φέρι μποτ, όπως Σάμη Κεφαλονιά, Ηγουμενίτσα Κέρκυρα, Καβάλα Θάσος, Σαμοθράκη. Πώς δεν με έφτυσε! Κάνει πίσω κίνηση του μπρόκολου και μου απαντάει κατάμουτρα με μίσος, προφανώς γιατί το δικό τους γραφείο δεν κάνει εκδρομές σε νησιά με φέρι μποτ επειδή σ’ αυτά τα ναύλα είναι ακριβότερα.

-Να πας   εκδρομή στην Κέρκυρα, να μπεις στο φέρι μποτ και να κάνεις δυο ώρες από Ηγουμενίτσα; έχει σουβλάκι στο φέρι μποτ; ρωτάω, έχει; δεν έχει! Και να κάνεις τι στην Κέρκυρα; ρωτάω, να κάνεις τι;

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 29: Να ’μαστε τυχεροί να μας πιάσει το φανάρι

 

Ο Λάκης ήταν ο διάδοχος του γραφείου ταξιδίων “BOZORNO ITALIA” που διατηρούσε για πολλά χρόνια ο πατέρας του. Ειδικότης του γραφείου εννοείται η Ιταλία. Τελειώνοντας την κλασική εκπαίδευση στραπατσάρισε για καιρό τη μούρη του στην αναζήτηση δουλειάς πόρτα πόρτα, το έκανε γιατί δεν ήθελε να ζει εκείνη τη φοβερή ανασφάλεια που ζούσε ο πατέρας του γεμάτη κάθε στιγμή από την αγωνία αν η εκδρομή που οργάνωνε θα βγει ή όχι σε πέρας αφού ο ανταγωνισμός των μεγάλων γραφείων δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για τους μικρούς. Πάντως ο πατέρας του χωρίς να τον αποτρέπει ν’ αναλάβει το γραφείο, δεν τον ενεθάρρυνε να γίνει ταξιδιωτικός πράκτορας. Χωρίς όμως άλλη επιλογή και βλέποντας ο γέρος την κοινωνική ανισορροπία για τις ευκαιρίες που δίνονται στους νέους, αποφάσισε να του παραδόσει τη διεύθυνση του γραφείου. Ένα γραφείο όμως κουρασμένο, φορτωμένο αρτηριοσκλήρωση από τα έπιπλα έως τον λιγοστό αέρα που δειλά μπαινόβγαινε από το ένα και μοναδικό παράθυρο που διέθετε κι αυτό σε φωταγωγό.

Αυτή η εικόνα έπρεπε αυτοστιγμής ν’ αλλάξει. Με αποφασιστικότητα αδίστακτου χρυσοθήρα και κινήσεις ταχυδακτυλουργού, πέταξε ό,τι παλιό υπήρχε και γέμισε τους τοίχους με ταπετσαρίες γεμάτους από τη δροσιά του Νιαγάρα ή τον καλπασμό καθαρόαιμων αλόγων να τρέχουν σαν τον άνεμο στο πουθενά. Κάτω έστρωσε πράσινες μοκέτες που έμοιαζαν με κομμάτι γκαζόν από το τερέν του Γουέμπλευ και πάνω στο μοναδικό έπιπλο γραφείο που υπήρχε τοποθέτησε για έναν αριθμό τηλεφώνου τέσσερις τηλεφωνικές συσκευές, ξεχνώντας προφανώς πως αν μιλούσε από τη μία συσκευή στους τυχόν άλλους που θα τον καλούσαν θα έδειχναν οι υπόλοιπες γραμμές κατειλημμένες. Και χάρτες, διάσπαρτους εδώ κι εκεί. Και γραβάτα.

-Η γραβάτα είναι η σημαία της εγγύησης, χωρίς αυτήν είσαι καταδικασμένος σε αποτυχία, έλεγε και ξανάλεγε.

Μ’ όλα αυτά λοιπόν και ύφος τουλάχιστον Μάρκο Πόλο, ξεκίνησε.

-Στο Σαν Μαρίνο που θα πάμε, θα ψωνίσετε ό,τι θέλει η ψυχή σας πάμφθηνα, έλεγε πάντα σε όλους με έμφαση.

Πήγα μαζί του στην Ιταλία, με προγραμματισμένη επίσκεψη στο Σαν Μαρίνο. Αμ δε! Ποτέ δεν είδα ούτε τα ψώνια, ούτε το πάμφθηνα.

-Τι να κάνω; Δεν μου βγήκαν τα χιλιόμετρα, μου είπε περίλυπος.

Σαν εμφάνιση ήταν συμπαθής, λεπτός, ευγενής, νευρικός όχι από ιδιοσυγκρασία αλλά από άγχος, μόνιμο τρέμουλο στα χέρια κι ακόμη πιο μόνιμο τσιγάρο στο στόμα σταθερά τοποθετημένο λοξά αλά Τζέημς Ντην, παπούτσια πάντα γυαλισμένα και ένα καφέ οργκανάιζερ που συνήθως το ξέχναγε κάπου κι έκανε σαν τρελός έως ότου το βρει. Μέρα με τη μέρα αποκτούσε αυτοπεποίθηση και ύφος ολιγόλογου σοφού και γενικώς έδειχνε ότι όλα τα μπορεί χωρίς ποτέ του να λέει όχι, έπρεπε οπωσδήποτε να τα καταφέρει, έπρεπε γρήγορα ν’ αποκτήσει γνώσεις κι εμπειρίες, αυτό όμως τον οδηγούσε πολλές φορές σε γκάφες. Και όταν η ζημιά δεν ήταν μεγάλη ένιωθε πολύ ευτυχής, έπαιρνε ύφος ανθρώπου που κατόρθωσε το ακατόρθωτο αφού θεωρούσε την γκάφα αναγκαίο κακό προς την επιτυχία. Και άθελα του μ’ εκείνο πια το ετοιμόρροπο τσιγάρο να κρέμεται στο στόμα του, είχε ένα βλέμμα σαν να σου έλεγε, ε, καλά τώρα σιγά το δύσκολο.

Η εκδρομή με σπουδαστές της τεχνικής σχολής που είχα κάποτε, προέβλεπε   εκτός των άλλων δύο διανυκτερεύσεις στη Βενετία, μία στη Ρώμη και επίσκεψη στο Σαν Μαρίνο για ψώνια. Στη Βενετία δεν είχαμε σπουδαία προβλήματα εκτός από το ξενοδοχείο που κοιμηθήκαμε, μας είχε πει με ύφος αυτοκράτορα ότι θα είναι πάνω στα κανάλια αλλά φαίνεται πως αυτά είχαν και καμιά εικοσιπενταριά χιλιόμετρα στεριά στον περίγυρο τους. Καλά ήταν όμως και κει που μας πήγε, δεν έγινε κανένα θέμα, το θέμα το μεγάλο έγινε από τη στιγμή που πατήσαμε το πόδι μας στη Ρώμη. Όλο χαρά και τραγούδια φτάσαμε αργά το απόγευμα στη Ρώμη, δύο πούλμαν με σπουδαστές σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης σ’ ένα ήσυχο δρομάκι. Ο Λάκης κατεβαίνει πρώτος, μας μαζεύει όλους έξω από το ξενοδοχείο που θα διανυκτερεύαμε και λέει με στόμφο.

-Παιδιά κατεβάστε ήσυχα τις βαλίτσες σας και περιμένετε με να σας φέρω τα κλειδιά των δωματίων σας.

Το ύφος του προφανώς πήγαζε από την μεγάλη του εμπειρία στην Ιταλία. Και χάνεται μέσα στο ξενοδοχείο, όλοι υπάκουοι, ό,τι πει ο αρχηγός, οι βαλίτσες κατέβηκαν, Λάκης όμως και κλειδιά δεν έλεγαν να φανούν, τα παιδιά κουρασμένα από το ταξίδι άρχισαν να δυσανασχετούν, ήταν βλέπετε απ’ το πρωί στο πούλμαν, ήθελαν να πιουν λίγο νερό, να πλυθούν, να ξυριστούν, να κατουρήσουν, να ξαπλώσουν, Λάκης όμως πουθενά. Μετά από πολλή ώρα, ένας Λάκης έξαλλος μας πλησιάζει.

-Δεν έχει νερό, έχει βλάβη λέει το δίκτυο της περιοχής και ο ξενοδόχος δεν ξέρει πότε θα διορθωθεί.

Οι ζωηρότεροι αρχίζουν να του μπαίνουν.

-Τι είναι αυτά που λες ρε Λάκη, καλά, όταν έκλεισες τα δωμάτια δεν ρώτησες αν είχε νερό;

Γέλια ο Λάκης.

-Ε, όχι βέβαια δεν θα ρωτούσα για νερό, αυτό εννοείται.

-Τι εννοείται ρε Λάκη, εδώ δεν έχουμε να πιούμε, να πλύνουμε τα πόδια μας, να ξυριστούμε. Και δεν μας λες, χαρτί στην τουαλέτα έχει; Φως έχει; …κουρτίνες έχει;

Άρχισε η πλάκα, ο Λάκης δεν μιλιόταν, κάπνιζε το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο.

-Κάτι πρέπει να κάνω, έλεγε και ξανάλεγε.

Σκύβω και του λέω στ’ αφτί.

-Αυτό είναι σίγουρα σαμποτάζ από άλλο γραφείο.

Με κοιτάζει με την άκρη των ματιών του.

-Μην το αποκλείεις, μου απαντάει συνωμοτικά.

Η ατμόσφαιρα έχει γίνει πολύ βαριά, τα εκατό παιδιά των δύο πούλμαν έχουν αράξει στο πλακόστρωτο και βρίζουν και φανερά και κρυφά, ο Ιταλός ξενοδόχος με λαδωμένο μαλλί και συνεχή ιδρώτα στη μούρη, έχει βγει έξω κι όλο ανασηκώνει τους ώμους του, ο Λάκης καπνίζει το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, κοντεύει να πάθει εγκεφαλικό, ξαφνικά ακούγεται ένα ουρλιαχτό, ένας από τους σπουδαστές φέρνει το μάνα εξ ουρανού.

-Ρε σεις, στο άλλο στενό έχει μια βρύση στο δρόμο.

Σε χρόνο μηδέν έγινε το έλα να δεις, όλοι τρέχουν προς το στενό που έχει αναφέρει αυτός που ανακάλυψε τη βρύση κι αρχίζουν να πέφτουν ο ένας μετά τον άλλον μέσα στη αρκετά ευρύχωρη γούρνα που διέθετε, η φασαρία είναι πολύ μεγάλη και σίγουρα ενοχλούσαμε τους περίοικους αφού ήταν ακόμη μεσημέρι. Ο Λάκης πάει δειλά δειλά, βλέπει κι αυτός τη βρύση, απ’ τη μια χαίρεται που βρέθηκε νερό αλλά από την άλλη δεν συμφωνεί με το θέαμα και με τη φασαρία που γίνεται αλλά τι να κάνει; Όλα τα παιδιά της εκδρομής πλένουν του καλού καιρού τα πόδια τους, μερικοί έχουν βγάλει και σαμπουάν και πλένουν τις μασχάλες τους, το πλακόστρωτο αρχίζει να γεμίζει με σαπουνάδες, ωρισμένοι μάλιστα ξυρίζονται εκεί στο δρόμο. Ο ενθουσιασμός για το αναπάντεχο εύρημα έχει φτάσει στο κατακόρυφο, η πλάκα δίνει και παίρνει, τα παιδιά κάνουν σουλάτσα μπροστά στο ξενοδοχείο, άλλοι μπαίνουν μέσα, άλλοι περιδιαβαίνουν τη γειτονιά, όλο το πλακόστρωτο έχει γεμίσει αποτυπώματα πατουσών, τα νερά τρέχουν προς τα κάτω γενικώς, λίγο θέλουν ακόμη για να φτάσουν στην Αδριατική.

-Καλά ε; Και το πρώτο γραφείο ταξιδίων, δωμάτια με δημόσια λουτρά δεν ξανάγινε ρε μεγάλε, έλεγαν όλοι μεγαλόφωνα για ν’ ακούει ο Λάκης.

Ο οποίος είναι αραγμένος στη ρεσεψιόν και βλέπει τα παιδιά να περνάνε μπροστά του προς μεγάλη δυσαρέσκεια βέβαια του ξενοδόχου που βλέπει την είσοδο, το ασανσέρ και τις σκάλες να τα έχουν κάνει όλα μούσκεμα. Σκύβω και του λέω σοβαρός.

-Πάντως είχες δεν είχες βρήκες νερό.

Ο Λάκης σηκώνεται όρθιος.

-Μα ήταν δυνατόν ν’ αφήσω τα παιδιά χωρίς να πλυθούν, έπρεπε να βρω νερό οπωσδήποτε.

 

Το βραδάκι όλα ήταν ήσυχα κι ωραία, το νερό όμως δεν ήρθε, ο Λάκης ήταν όλο ανησυχία, όλοι πιστεύαμε πως ήταν από το νερό που δεν ερχόταν. Κατά τις δέκα με πλησιάζει και μου λέει.

-Λέω να πεταχτούμε τώρα στον Άγιο Πέτρο που έχει και ησυχία.

Απόρησα, το πρόγραμμα προέβλεπε επίσκεψη στον Άγιο Πέτρο το πρωί και μάλιστα μου είχε πει ότι μπορεί να είμαστε τυχεροί να δούμε και λειτουργία με τον Πάπα και μετά τη λειτουργία τον ίδιο τον Πάπα αυτοπροσώπως από το παράθυρο όπως όλοι ξέρουμε, για να ευλογήσει το πλήθος άρα κι εμάς.

-Στον Άγιο Πέτρο είναι να πάμε το πρωί, του λέω.

Ο Λάκης με κοιτάζει γελώντας, το τσιγάρο κρέμεται από το αριστερό κάτω χείλος του.

-Ποιο πρωί ρε μεγάλε, το πρωί, ποιος ζει και ποιος πεθαίνει.

-Γιατί, τι θα γίνει το πρωί, τον ρωτάω.

-Ξέρεις ότι το ξενοδοχείο δεν θα έχει νερό για τρεις μέρες; είμαστε πολύ τυχεροί που φεύγουμε νύχτα, μου απαντάει μ’ ένα ύφος σίγουρο και αποφασιστικό.

-Γιατί νύχτα, δεν θα δούμε τη Ρώμη, τολμάω να τον ρωτήσω.

-Ποια Ρώμη μωρέ, τι να δούμε από τη Ρώμη, μου απαντάει φυσικότατα.

-Τα αξιοθέατα, του λέω χωρίς να έχω καταλάβει ακόμη τίποτα.

Με ζυγίζει με τη ματιά του και αφού κοιτάζει κάπου κάπου τον ουρανό και εκτιμάει ότι τον παίρνει να συνεχίσει, συμπληρώνει.

-Ποια αξιοθέατα μωρέ, σιγά τα αξιοθέατα, δεν την ξέρω εγώ τη Ρώμη που την έχω φάει με το κουτάλι;

Επιτέλους κατάλαβα ότι δεν κάνει πλάκα αλλά κι εγώ δεν μπορούσα να μην τον κουρντίσω κι άλλο.

-Κάτσε ρε Λάκη μην το χαλάσουμε τώρα, πήγαμε Βενετία, μας είχες πει ότι θα έχουμε ξενοδοχείο πάνω στα κανάλια, το ξενοδοχείο που πήγαμε ήταν στην Κόρινθο, ήρθαμε δω, το ξενοδοχείο δεν έχει νερό, είπες ότι θα δούμε το πρωί τον Πάπα, λες να πάμε τώρα. Δηλαδή ούτε Πάπα από το παράθυρο, ούτε ευλογία από τον Πάπα, ούτε τίποτα;

Και συνεχίζω δήθεν φανερά θυμωμένος.

-Τότε Λάκη γιατί ήρθαμε στη Ρώμη, θα γυρίσουμε στην Ελλάδα χωρίς ευλογία από τον Πάπα, αν ήταν έτσι ας πηγαίναμε στο Μαρόκο ή στην Τυνησία κι ας είναι μουσουλμάνοι.

Και ο απίθανος Λάκης μου έδωσε την απάντηση κεραυνό.

-Τι να κάνουμε μωρέ στην Τυνησία μέσ’ τη βρομιά, αυτοί δεν έχουνε νερό να πλυθούνε.

Σκύβω και του λέω ψιθυριστά.

-Ενώ εμείς έχουμε βλέπεις.

Ο Λάκης άρπαξε.

-Γιατί το λες αυτό τώρα; Δεν είδες τι τράβηξα για να βρω νερό;

Α, ρε απίθανε Λάκη, ακόμη και τη …γούρνα πίστευε ότι τη βρήκε αυτός!

 

Πάντα στον κόσμο του, φτύνει το τσιγάρο κάτω κι ανάβει άλλο, συνεχίζω εγώ φανερά πιο θυμωμένος, πάντα δήθεν όμως.

-Χώρια που λες ότι η Ρώμη δεν έχει αξιοθέατα ενώ εσύ πάντα μας έλεγες ότι είναι η ωραιότερη πόλη του κόσμου, ποια ωραιότερη πόλη, χωρίς νερό, χωρίς Πάπα; Στο Σαν Μαρίνο τουλάχιστον θα πάμε να ψωνίσουν τα παιδιά; ξέρεις όλοι κρατάνε τα λεφτά τους για να ψωνίσουν από κει.

Τον Λάκη τον τσίμπησε σφήκα.

-Για ποιο Σαν Μαρίνο μου μιλάς τώρα, εδώ δεν έχουμε νερό να πλυθούμε, το Σαν Μαρίνο μας έλειπε.

Και συνέχισε πεθαμένος.

-Τώρα την ευλογία γιατί τη θυμήθηκες, μήπως εγώ θέλω να γυρίσω πίσω χωρίς να ευλογηθώ;

Κάτι συνέβαινε, έδινε την εντύπωση ενός απελπισμένου ανθρώπου, προσπάθησα να μάθω αλλά δεν μου έλεγε, τελικά, πήγαμε μεσάνυχτα στον Άγιο Πέτρο και κει πάνω στην χαρά του που μας έδειχνε το παράθυρο που βγαίνει ο Πάπας, του ξεφεύγει το μυστικό.

-Δεν έχω λεφτά για το πλοίο, πρέπει να φτάσουμε νωρίς στο Πρίντεζι πριν κλείσουν οι τράπεζες, θα μου έχει στείλει λεφτά ο πατέρας μου να προλάβω να τα πάρω.

-Καλά στα σύνορα δεν είναι ανοιχτές οι τράπεζες όλη μέρα; τον ρωτάω.

-Ποια σύνορα, σύνορα είναι το Πρίντεζι, τα σύνορα είναι μέσα στη θάλασσα.

Τον λυπήθηκα, το πρόβλημα όμως ήταν πώς θα το ανακοινώσουμε στα παιδιά. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε, κάπνιζε κι έκοβε συνέχεια βόλτες, προσπαθούσε να βρει μια καλή δικαιολογία, ξημέρωσε και δεν είχε βρει τίποτα για να πει στα παιδιά, ανέλαβα εγώ να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση, του είπα ότι έχω τον τρόπο να πείσω τα παιδιά.

-Ναι αλλά και συ μη λες ότι η Ρώμη δεν έχει αξιοθέατα, του λέω.

Με το που το άκουσε αυτό, άστραψε και βρόντηξε.

-Η Ρώμη δεν έχει αξιοθέατα; ε, όχι και η Ρώμη δεν έχει αξιοθέατα, μου απαντάει λες και δεν το είχαμε ξανακουβεντιάσει το πράγμα.

-Έτσι έλεγες χθες το βράδυ, του υπενθύμισα.

-Χθες είχαμε πρόβλημα, μπροστά ήσουνα, δεν είδες τι τράβηξα να τους βρω νερό να πλυθούν;

Εγώ συμφώνησα.

-Έχεις δίκιο, αν δεν ήσουν εσύ ακόμη τα παιδιά θα ήταν άπλυτα.

Χαλάρωσε.

-Έλα τώρα, έκανα αυτό που έπρεπε.

Α, ρε μεγάλε Λάκη, ό,τι τον συνέφερε έλεγε.

-Και τώρα τι θα κάνουμε, πάμε ντουγρού Πρίντεζι; του λέω.

Παίρνει σοβαρό ύφος.

-Κοίτα να δεις, μόνο το Κολοσσαίο αξίζει, τα άλλα δεν λένε τίποτα.

Άντε πάλι, τα αξιοθέατα της Ρώμης τα έχει κάνει ξεφλουδισμένη μαργαρίτα.

-Έστω, ας πάμε στο Κολοσσαίο να δούνε κάτι τα παιδιά να θυμούνται ότι πήγαν κάποτε στη Ρώμη, του λέω για να έχω κι εγώ κάτι να πω στα παιδιά.

-Α, πα, πα, πα, δεν προλαβαίνουμε να πάμε Κολοσσαίο, μόνο καμιά φωτογραφία να βγάλουν, μου απαντάει.

-Και πώς θα βγάλουν φωτογραφία άμα δεν πάμε, λέω εγώ ο άσχετος από Ρώμη.

-Να ’μαστε τυχεροί να μας πιάσει το φανάρι ρε μεγάλε και θα δεις τι έχει να γίνει, μου απαντάει σοβαρότατα.

Μου αναλύει το φοβερό σχέδιο. Μπροστά από το Κολοσσαίο υπάρχει μια μεγάλη λεωφόρος απ’ όπου θα περάσουμε με τα πούλμαν, πρέπει όμως οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί να μας πιάσει το φανάρι που υπάρχει ακριβώς μπροστά από το Κολοσσαίο, τα παιδιά να έχουν έτοιμες τις φωτογραφικές μηχανές και μόλις μας πιάσει το φανάρι ν’ αρχίζουν να τραβάνε φωτογραφίες. Μιλάμε δηλαδή για μεγάλο σχέδιο, ούτε ο Ρόμελ έκανε τέτοιο για να κατακτήσει την Αφρική, βάζω τα γέλια.

-Μία πρέπει να βγάλουν, τον ρωτάω.

Γελάει, μασάει η κατσίκα ταραμά;

-Πλάκα μου κάνεις; Όσες θέλουν μπορούν να βγάλουν, μου απαντάει εντελώς περιφρονητικά.

Και συνεχίζει ατάραχος.

-Αρκεί βέβαια να έχουν φιλμ.

 

Εν τέλει έγινε αυτό που ήθελε. Δεν γινόταν κι αλλιώς, τα πούλμαν διασχίζουν τη Ρώμη κι όλα τα παιδιά κρεμασμένα στα παράθυρα προσπαθούν να δουν αυτά που κανονικά θα έπρεπε να βλέπουν πεζοί, εγώ στο ένα πούλμαν με τον Λάκη δίπλα μου να δαγκώνει συνέχεια τα νύχια του από την αγωνία αν μας πιάσει το φανάρι. Φτάνουμε στην Πιάτσα Βενέτσια και φαίνεται από μακριά το Κολοσσαίο, η λεωφόρος μπροστά μας πέντε λωρίδες κυκλοφορίας, όλες πήχτρα από αυτοκίνητα.

-Είμαστε άτυχοι, έχει πολλή κυκλοφορία, λέει με απογοήτευση.

Πλησιάζουμε στα εκατό μέτρα, το φανάρι μπροστά μακριά ακόμη φαίνεται πράσινο, υπάρχει όμως και τροχονόμος ακριβώς πάνω στο φανάρι που προτρέπει τους οδηγούς να πηγαίνουν γρήγορα.

-Το ’πα εγώ, ο Θεός ποτέ δεν βοηθάει, λέει, έχει σβήσει εντελώς.

Είναι τελειωμένος, φαντάζεται ότι ο τροχονόμος ακόμη κι αν γίνει κόκκινο το φανάρι, θα διατάξει τα πούλμαν να περάσουν, οι οδηγοί και των δύο πούλμαν της εκδρομής πάνε όσο μπορούν πιο σιγά δεξιά για να μας πιάσει το φανάρι, πενήντα μέτρα, σαράντα, τριάντα, είκοσι, το φανάρι το άτιμο πάντα πράσινο. Δέκα μέτρα.

-Κίτρινο! ουρλιάζουν τα παιδιά.

Το κίτρινο χρώμα που σαν ενδιάμεσο σε προειδοποιεί να προετοιμαστείς για το κόκκινο, ήταν τη δεδομένη στιγμή για τον Λάκη ο μεγαλύτερος μπουναμάς για τα γενέθλια του που βέβαια δεν τα είχε κείνη τη μέρα αλλά αν τα είχε θα ήταν. Και ω του θαύματος ο τροχονόμος σηκώνει το χέρι του, ο οδηγός του δικού μας πούλμαν που πήγαινε πρώτο, πιάνει απότομα φρένο, όλοι οι επιβαίνοντες εκτός από μένα και τον Λάκη που καθόμαστε, είναι όρθιοι και με το απότομο φρενάρισμα   παραπατώντας κουτρουβαλάνε μπροστά. Ανάβει το κόκκινο.

-Κόκκινο! πανηγυρίζει έξαλλα.

Όλοι μετακινούνται για να δουν το Κολοσσαίο και να το φωτογραφίσουν, το πούλμαν χοροπηδάει από τις απότομες μετακινήσεις του περιεχομένου του λες κι είναι πλοίο πάνω σε εκατό μποφόρ, τα φλας αστράφτουν, ο Λάκης καταχαρούμενος σκουπίζει τον ιδρώτα του ανακουφισμένος και κάνει συνέχεια τον σταυρό του.

-Σ’ ευχαριστώ Θεέ μου, το ’πα εγώ, Εσύ πάντα βοηθάς.

Φτάσαμε στο Πρίντεζι χωρίς να κάνουμε ούτε μία στάση, είχε αγωνία να προλάβει τις τράπεζες, τα δύστυχα τα νύχια του είχαν εξαφανιστεί από τα δάχτυλα του από το ασταμάτητο μασούλεμα. Με το που φτάσαμε μας περίμενε όλους και φυσικά περισσότερο τον Λάκη μια ευχάριστη έκπληξη, μας περίμενε ο πατέρας του, ο οποίος έχοντας προφανώς τόση εμπιστοσύνη στο γιο του, όταν του τηλεφώνησε ότι ξέμεινε από λεφτά αντί να τα στείλει μέσω Τραπέζης προτίμησε να τα φέρει ο ίδιος.

Στο πλοίο της επιστροφής ο Λάκης ήταν στα πάνω του, αραγμένος στο σαλόνι, περιστοιχισμένος από μια μεγάλη ομάδα σπουδαστών ανέλυε τα αξιοθέατα της Ρώμης, οι σπουδαστές έχοντας όλοι στα χέρια τους τα προσπέκτους που τους είχε μοιράσει αλλά που ποτέ δεν τους χρησίμευσαν, έκαναν πλάκα μαζί του.

-Εμένα μ’ άρεσε όταν βγήκε ο Πάπας από το παράθυρο και μας ευλόγησε, έλεγε ο ένας.

-Καλά, εγώ δεν θα ξεχάσω το φοβερό μνημείο του Βίκτωρα Εμμανουέλε, ο άλλος.

-Ρε σεις, τι ήταν αυτό το εστιατόριο στην Πιάτσα Βενέτσια που φάγαμε, ο τρίτος.

Εννοείτε ότι αυτά που έλεγαν τα διάβαζαν στα προσπέκτους, ο Λάκης τα άκουγε όλα αυτά και καμάρωνε σαν να έγιναν, σαν να τα ζήσαμε πραγματικά, κάπου κάπου επιδοκίμαζε κι αυτά που έλεγαν τα παιδιά.

-Σ’ αυτό το Σαν Μαρίνο όλα τζάμπα ήταν, του λέω δήθεν αδιάφορα.

Με κοίταξε πλαγίως.

-Στο Σαν Μαρίνο δεν πήγαμε ρε μεγάλε, μου απαντάει και σκάει γέλιο.

-Ε, δεν πειράζει, είδαμε τη Ρώμη, λίγο είναι αυτό;

Δεν άντεξε την ειρωνία μου και πετάγεται πάνω σαν δόκανος.

-Άκου να σου πω, εσείς κάνατε το πρόγραμμα της εκδρομής, ας μου έδινες εμένα πέντε μέρες Ρώμη και θα σου ’λεγα εγώ αν θα θέλατε να φύγετε.

Τον κοιτάζω σαν χαζός.

-Εμείς κάναμε το πρόγραμμα Λάκη; Εσύ δεν είπες ότι μια μέρα στη Ρώμη είναι πολύ και καλό θα είναι να μείνουμε δυο μέρες Βενετία, μία Ρώμη και μία επίσκεψη για ψώνια Σαν Μαρίνο, πού είναι η Ρώμη, πού είναι ο Πάπας, πού είναι η ευλογία του, πού είναι το Σαν Μαρίνο, πού είναι τα ψώνια;

Μαζεύτηκε.

-Κοίτα να δεις, Βενετία είδαμε, Ρώμη είδαμε, για τον Πάπα δεν το συζητάω, στο κάτω κάτω ευλογία εγώ από Καθολικό δεν θέλω, στο Σαν Μαρίνο δεν έχει τίποτα να δεις, μόνο να ψωνίσεις.

-Αυτό λέω, τα παιδιά δεν ψώνισαν τίποτα.

Πετάγεται πάνω.

-Ε, τώρα τι θέλεις, να μου ζητήσεις και τα ρέστα, πού ακούστηκε να γυρνάς από ταξίδι στο εξωτερικό και να φέρνεις λεφτά πίσω;

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 30: Θα δείξει…

 

Ποιος νοήμων άνθρωπος δεν έχει αγανακτήσει με την ασάφεια που επικρατεί γύρω μας; Με την ασάφεια των πολιτικών ας πούμε, με την ασάφεια στις διαπροσωπικές κι επαγγελματικές μας σχέσεις, με την ασάφεια γενικώς. Μπόι κανονικής γυναίκας, ούτε κοντή, ούτε ψηλή, μεσαίο μέγεθος, ύφος σοβαρό, χτένισμα όπως κάτσει, ντύσιμο μπεζ ταγιέρ.Τρόποι μεταπολίτευσης αλλά και με υπόλοιπα κατοχής. Κάθισμα στην πολυθρόνα του ιατρείου με κλίση προς δεξιό παράθυρο λεωφορείου για να έχει όσο να’ναι λίγη δροσιά. Μάγουλα κόκκινα από σεμνότητα και στίγματα άσπρου από πούδρα κατά την εκτίμηση μου από Κλαουδάτο. Χέρια μνημοσύνου, σταυρωμένα. Χείλη μηδέν σαν αυτούς που παίζουν μια ζωή κλαρίνο, στην προκειμένη περίπτωση ένεκα οπισθοχώρησης λόγω παντελούς έλειψης οδόντων. Αυτή την έλειψη ήθελε να καλύψει. Η κυρία Βαγγελίτσα! Ένας εκπληκτικός τύπος.

-Κυρία Βαγγελίτσα, έχετε κάποιο συγκεκριμένο πόνο ή να δω γενικώς τα δόντια σας; είπα στην πρώτη επίσκεψη μόλις κάθισε στην πολυθρόνα και αφού δεν είχα δει ακόμη τίποτα, αν και με κλειστό το στόμα καταλάβαινες πως είχε βγάλει εισιτήριο για την αίθουσα οδοντοστοιχιών απογευματινή παράσταση!

-Θα δείξει!

Αυτή ήταν η πρώτη και καθοριστική για τη συνέχεια της γνωριμία μας κουβέντα της. Και έδειξε. Και τι δεν έδειξε, όλες οι απαντήσεις της ήταν σαφέστατες.

-Κυρία Βαγγελίτσα, δεν έχετε δόντια, της είπα μόλις κατασκόπευσα το πεδίον.

Κοίταξε με το ένα μάτι εμένα ως εικονοστάσι και με το άλλο τον σύζυγο που κάπνιζε αρειμανίως στο μπαλκόνι ως τον πιο μισητό εχθρό της. Κατάλαβα ότι ο σύζυγος είναι το ταμείο και προφανώς ήταν δυσκοίλιος να πληρώσει για να βάλει δόντια. Ένιωσα άσχημα.

-Θα προχωρήσουμε σε οδοντοστοιχία ή θα πρέπει να συνεννοηθείτε με τον σύζυγο; την ρώτησα ευγενικά και με ειλικρίνεια.

Ο σύζυγος πάντα στο μπαλκόνι ούτε που ακούει τι συζητάμε εμείς.

-Θα δείξει!

Με φανερό μίσος το είπε αυτό, ήρθα σε δύσκολη θέση και γιατί δεν τον φώναζε αλλά και γιατί δεν σηκωνόταν από την οδοντιατρική καρέκλα προκειμένου να βγει στο μπαλκόνι και να το συζητήσουν το πράγμα οι δυο τους, για να μην πω ότι θα έπρεπε να το έχουν ήδη κουβεντιάσει από το σπίτι. Προσπάθησα να φανώ πάλι ευγενής.

-Θέλετε να το κουβεντιάσετε στο σπίτι και να μου τηλεφωνήσετε; ξαναρώτησα.

-Θα δείξει!

Σε λίγες μέρες αρχίσαμε, φαίνεται ότι πήρε την έγκριση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

-Πήρατε το οκέι του κύριου Νώντα; τη ρώτησα μάλλον αγενώς.

-Ε, κάπου κάπου πρέπει να ρωτάμε και τον συμβίο, μου απάντησε.

Κάπου, κάπου. Ο άντρα της ο κύριος Νώντας δυο τρεις φορές ήρθε στην αρχή, υποτίθεται για συμπαράσταση αλλά ποτέ δεν έκατσε δίπλα της, σαν μανιώδης καπνιστής που ήταν με το ένα τσιγάρο άναβε το άλλο, ήταν πάντα στο μπαλκόνι και κάπνιζε με μανία.

-Πολύ καπνίζει όμως.

Με κοίταξε ψύχραιμη.

-Θα δείξει!

Οι μέρες περνούσαν, οι επισκέψεις συνεχίζονταν, τα αποτυπώματα της κυρίας Βαγγελίτσας πήραν τη μορφή προπλασμάτων και βασικών πλακών κι έφτασε η ώρα της επιλογής χρώματος. Όπου έγιναν κοσμοϊστορικές αλλαγές στα ραντεβού της, έπαψε να τη συνοδεύει ο κύριος Νώντας και ήρθε συνοδεία με τις δυο κόρες της μία παντρεμένη και μία ανύπαντρη όπως οι ίδιες μου είπαν. Στην αρχή δεν πολυκατάλαβα γιατί αυτή η αλλαγή αλλά το πράγμα δεν άργησε να φανερωθεί σ’ όλο του το μεγαλείο. Οι κόρες αποφάσισαν να συνοδεύουν τη μαμά γιατί επίκειτο η ώρα για να διαλέξουν το χρώμα των δοντιών που θα έβαζα στις οδοντοστοιχίες της λες και πήγαιναν να αγοράσουν κουρτίνες ή καλύμματα για το σαλόνι. Με το καλημέρα άρχισαν τις ιδιαίτερες συζητήσεις μεταξύ τους και οι τρεις.

-Εγώ μαμά λέω να τα κάνουμε άσπρα άσπρα, είπε η μία η ανύπαντρη.

Να τα κάνουμε, αυτές θα αποφάσιζαν και όχι εγώ.

-Θα δείξει, απάντησε με σαφήνεια όπως πάντα η μαμά.

Η αδελφή της όμως η παντρεμένη μια σκέτη βουβάλα, δεν συμφώνησε.

-Όχι βρε συ, η μαμά ποτέ δεν είχε άσπρα δόντια, εγώ λέω να τα κάνουμε λίγο προς το μπεζ, εσύ μαμά τι λες;

Πάλι, να τα κάνουμε, πάλι εγώ απών από την επιλογή του χρώματος.

-Θα δείξει, απάντησε πάλι με σαφήνεια η μαμά.

Εμένα ούτε που με ρωτούσαν πώς θα γίνουν τα δόντια, ήταν πεπεισμένες φαίνεται ότι ήμουν ο μοναδικός που δεν ήξερα. Εν τέλει έφθασε η ώρα της μεγάλης κρίσης. Παίρνω ο άμοιρος το χρωματολόγιο και το πλησιάζω μέσα σε νεκρική σιγή εν είδει δισκοπότηρου στο κλειστό λόγω προπλασμάτων και κεντρικής σύγκλεισης στόμα της μαμάς, οπότε ακούγεται μια στριγκλιά από τη μικρή, την ανύπαντρη κόρη που με το ύφος της μύριζε φιλολογία ή εκκλησιαστική σχολή για δόκιμες μοναχές.

-Τι είναι αυτά γιατρέ, με ρωτάει κι είναι έτοιμη να μου σκίσει τη μούρη.

Την κοιτάζω έκπληκτος.

-Πώς κάνεις έτσι, της λέω.

Αντί όποιας απάντησης ορμάει και μου αρπάζει το χρωματολόγιο από τα χέρια και ως κάτι βρόμικο, ελεεινό και τρισάθλιο, το δίνει περιφρονητικά και με αποστροφή στην αδελφή της την παντρεμένη, κοιτάζοντας με αγριεμένη.

-Κοκκάλινα δόντια θα βάλετε στη μαμά; μου λέει σχεδόν με μίσος.

Πραγματικά ντράπηκα, πώς τολμούσα να βάλω κοκκάλινα δόντια στη μητέρα της;

-Αυτά τα δόντια βάζουμε στις οδοντοστοιχίες, απαντάω σοβαρός σοβαρός.

Κοιτάζονται και οι δύο, σαν να σκέφτονται ότι είναι η ώρα να τον λυντσάρουμε.

-Στη μαμά δεν θα βάλετε κοκκάλινα, λέει η μεγάλη με αποφασιστικότητα.

-Αυτά τα δόντια είναι όλα μαύρα, λέει η μικρή και είναι έτοιμη να με σκίσει.

Γελάω με νόημα.

-Δεν είναι μαύρα, δεν ξέρετε σεις, τους απαντάω σίγουρος για τις επιστημονικές μου γνώσεις.

-Εσύ μαμά δεν μιλάς, δεν θα πεις στο γιατρό τι δόντια θέλεις να σου βάλει, λέει η μικρή που φαίνεται πως ήταν και η πιο ειδική φαίνεται για τους χρωματισμούς.

Η μαμά μπουκωμένη από τα προπλάσματα, κάτι πλάκες με κόκκινα κεριά που τα βάζουμε για να δείχνουν τη θέση των δοντιών που θα μπουν στη συνέχεια, ρίχνει ένα λοξό βλέμμα, σαν να λέει σώστε με, πνίγομαι. Απαντάει όμως ξεφυσώντας.

-Θα δείξει!

Η όλη ατμόσφαιρα θύμιζε ελληνική ταινία της δεκαετίας του 50. Κάνω μία έτσι και αφαιρώ από το στόμα της μαμάς τα προπλάσματα

-Για να σας πω, εδώ διαλέγουμε το χρώμα για τα δόντια με ορισμένα σταθερά σημεία της ασθενούς, όπως…

Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη φράση μου, όταν κι οι δύο πήραν θέση μάχης.

-Ασθενήήήής;;; Ποιος είναι ο ασθενής γιατρέ;

Κατάλαβα, πάντα είχα αυτό το πρόβλημα, να αποκαλώ μια χαρά ανθρώπους ασθενείς έτσι όμως μας είχαν μάθει στο πανεπιστήμιο, ήθελα όμως να τους πάω λίγο κόντρα.

-Η μητέρα σας, λέω πολύ σοβαρά.

Κοιτάζονται κι οι δυο τους με νόημα, κάτι θα έχει η μαμά θα σκέφθηκαν και τούτος δω μας το κρύβει, παίρνουν ύφος παρακαλετών ζητιάνων.

-Τι συμβαίνει γιατρέ, μου λέει η μεγάλη, σχεδόν πεθαμένη.

Η μαμά Βαγγελίτσα παρέμενε ανέκφραστη ως κομπιούτερ.

-Δεν έχει δόντια, αυτό είναι μια μορφή αναπηρίας, της απαντάω σίγουρος για τον εαυτόν μου.

Με μιας σκάνε στα γέλια και οι δυο τους.

-Ε, όχι γιατρέ η μαμά ανάπηρη, λέει η μικρή που παρεπιπτόντως της έλειπε κι ένας δεύτερος προγόμφιος άνω δεξιά.

Μαζεύω το χρωματολόγιο.

-Κορίτσια η υπόθεση έκλεισε, η μαμά έχει χρώμα τέσσερα άλφα, λέω και κινούμαι προς το γραφείο μου.

Σιωπή πίσω μου, δεν ακούω τι λένε αν λένε κάτι, τη σιωπή εγώ εκείνη τη στιγμή την ερμηνεύω ως σεβασμό προς τον επιστήμονα, τρομάρα μου. Όπως αποδείχτηκε αργότερα τους άρεσε το τέσσερα άλφα, το προσομοίωσαν με τα τρία …δέλτα που κείνη την εποχή ήταν μάρκα για κασμήρια, δηλαδή και ένα άλφα παραπάνω! Άρτσι, μπούρτζι και λουλάς δηλαδή.

 

Εν τέλει η οδοντοστοιχία φτιάχτηκε, οι κόρες κατευχαριστημένες που η μαμά έγινε κούκλα όπως δήλωσαν, πληρώθηκα, έφυγαν, άλλη μια εμπειρία για το πώς αντιμετωπίζει η κοινωνία τους οδοντογιατρούς προστέθηκε στο ενεργητικό μου. Όμως δεν τέλειωσε η ιστορία, σε δυο βδομάδες πάλι απόγευμα όπως ήταν πάντα τα ραντεβού της οικογένειας, καταφθάνουν άνευ ραντεβού η κυρία Βαγγελίτσα συνοδευόμενη από τον κύριο Νώντα. Ένας κύριος Νώντας όμως βλοσυρός, βαρύς και χωρίς τσιγάρο στο χέρι.

-Τι συμβαίνει, ρωτάω με το που μπαίνουν.

Παίρνει το λόγο ο κύριος Νώντας.

-Γιατρέ, τα δόντια της Βαγγελίτσας δεν με ικανοποιούν.

Απόρησα, ως προς τι άραγε δεν τον ικανοποιούν;

-Ως προς τι, ρωτάω.

-Ως προς το χρώμα, μου απαντάει τσιμεντένια ως άλλος Ντεγιάνης όταν απάγγελνε την ετυμηγορία για τους πρωταίτιους της χούντας. Δεν κρατήθηκα.

-Ε, όχι κύριε Νώντα. Όταν έπαιρνα μέτρα είσαστε εδώ, γιατί δεν ερχόσαστε κι όταν πήρα το χρώμα και μου στείλατε τις κόρες σας; Και μετά από δέκα πέντε μέρες το θυμηθήκατε; τον ρωτάω και δεν έχω καμία όρεξη να συνεχίσω την κουβέντα.

-Τώρα την είδα.

-Δεν είσαστε στο σπίτι; Λείπατε;

-Σπίτι ήμουν αλλά δεν τα πρόσεξα.

Προσπαθώ από κάπου να πιαστώ.

-Σε σας αρέσουν κυρία Βαγγελίτσα;

Τώρα βρήκα άνθρωπο να μου απαντήσει με σαφήνεια.

-Θα δείξει!

Τι θα δείξει Χριστέ μου, δεν την άντεχα άλλο.

-Δεν ξέρετε αν σας αρέσει το χρώμα; Δεν τα είδατε στον καθρέφτη; την ρωτάω.

-Και ναι και όχι.

-Τι θα πει και ναι και όχι, τα είδατε ή δεν τα είδατε, σας αρέσει το χρώμα ή δεν σας αρέσει, ρωτάω με εμφανή σημάδια θυμού αλλά μέσα μου το απολαμβάνω.

Κοιτάζει με βλέμμα συμπόνιας τον κύριο Νώντα.

Θα δείξει!

Τώρα αρχίζω να νευριάζω πραγματικά.

-Κύριε Νώντα, ήταν οι κόρες σας όταν πήραμε το χρώμα και τους άρεσε. Και στο κάτω κάτω εγώ είμαι εκείνος που αποφασίζω τί χρώμα θα μπει κι αυτό της πάει εκατό τα εκατό.

Ο κύριος Νώντας με κοιτάζει, κοιτάζει και τη γυναίκα του.

-Εσένα σ’ αρέσει Βαγγελίτσα; την ρωτάει.

Τρελαίνομαι εντελώς, δεν θα μπορούσε να το ρωτήσει αυτό πριν έρθουν; Η κυρία Βαγγελίτσα σηκώνεται από την πολυθρόνα, ισιώνει το φουστάνι της, φαίνεται ότι γι αυτήν το θέμα θεωρείται λήξαν.

-Ε, δεν μπορώ να πω ότι δεν μου αρέσει.

Επιτέλους έδειξε ότι ήξερε κι άλλα γράμματα του αλφαβήτου! Ο κύριος Νώντας αλλάζει ύφος. Κάνει υπόκλιση και μου δίνει το χέρι.

-Αφού αρέσει στην ίδια, τότε τι συζητάμε ρε γιατρέ, αφού εκείνης της αρέσουν, εμένα δεν μου πέφτει λόγος.

Τον σκοτώνεις τώρα ή δεν τον σκοτώνεις, του ανταποδίδω την χειραψία.

-Εντάξει κύριε Νώντα, αυτά συμβαίνουν, θα μπορούσατε όμως το θέμα αυτό να το συζητάγατε πριν κάνετε τον κόπο και έρθετε, του λέω.

Μάλλον δεν κατάλαβε τον υπαινιγμό μου και ρωτάει.

-Και δεν μου λες γιατρέ, υπάρχει περίπτωση να μαυρίσουν;

Δεν άντεξα, έπρεπε να αποδείξω όμως ότι είχα μπει στο πετσί της οικογένειας, φοράω λοιπόν κι εγώ ένα βλοσυρό ύφος και του απαντάω απότομα.

-Θα δείξει!

 

 

 

***

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τύπος Νο 31. Μας είπανε και περίπτερο!

 

 

Ποτέ δεν έγινε κυρία, δεσποινίς ήταν ακόμη, παρά τα συνοικέσια και τις προτάσεις όπως συνεχώς ισχυριζόταν δεν παντρεύτηκε, δεν έγινε δηλαδή ποτέ κυρία. Ετών περίπου πενήντα πέντε. Ε, δεν ήταν τυχερό Κατίνα μου, έλεγε και ξανάλεγε στην κοπέλα, την Κατίνα. Δεν το έλεγε μόνο για τον εαυτόν της, το έλεγε και για την Κατίνα. Η Κατίνα ήταν η υπηρεσία, την έλεγε κοπέλα παρ’ όλο ήταν σχεδόν συνομίληκες, άντε να είχαν πέντε χρόνια διαφορά, ανύπαντρη κι αυτή. Πλούσια γυναίκα μ’ ένα τεράστιο σπίτι στους Αμπελοκήπους, το έδωσε αντιπαροχή, πήρε δύο μεγάλα πεντάρια, δυο γκαρσονιέρες και δυο μαγαζιά, τα οποία βέβαια νοίκιαζε και κάθε μήνα εισέπραττε τα νοίκια.

-Για τα μπάνια μας, έλεγε κακομοίρικα.

Κιλά πάνω από εκατό είκοσι, όλες οι άλλες πίσω της σχολίαζαν το εμβαδόν της. Σαν την χοντρή του Θησαυρού είναι, έλεγαν. “Χοντρή του Θησαυρού” ήταν η γνωστή και για πολλές δεκαετίες χοντρή της γελοιογραφίας του περιοδικού “Θησαυρός” που πάντα υπερίσχυε του αδύνατου σαν τσίρου φουκαρά άντρα της, του Μανωλάκη. Είχε έναν αδελφό μεγαλύτερο που έμενε μόνος του στον Κόκκινο Μύλο, έναν χασάπη απέναντι που η Κατίνα τον έκανε καθημερινό δρομολόγιο κι έναν μακρινό και αδιευκρίνιστο ανιψιό, τον Λάκη. Η ζωή της όλη ήταν αυτά. Μεγαλωμένη με πιάνα και κουλτούρα αλλά ξέμεινε.

-Οι γαμπροί δεν ήτανε για μας, έλεγε με παράπονο.

Η Πιπίτσα! Ο Τύπος με κεφαλαία άρθρο και ουσιαστικό. Είχε στο διαμέρισμα της στο ένα πεντάρι   δυο δωμάτια ελεύθερα που τα νοίκιαζε σε φοιτητές, απ’ αυτούς τη μάθαμε, κάναμε παρέα με τα παιδιά αυτά όπως είπα στα κεφάλαια Νεγκρεπόντε και Γαλανόλευκη του παρόντος βιβλίου. Έπαιρνε απ’ αυτούς χίλιες δραχμές το μήνα φαϊ και ύπνο, ούτε τρία ευρώ σημερινά δηλαδή, αν τους έπλενε και τα ρούχα χίλιες διακόσιες, τρισήμιση ευρώ. Η Κατίνα βέβαια έπλενε και σιδέρωνε. Κάθε Πέμπτη ξέραμε ότι μαγείρευαν μοσχάρι γουβέτσι με σπαγγέτι μακαρόνια σε ατομικά πήλινα μπολ, ξέραμε σήμαινε ότι οι φοιτητές το είχαν πει σ’ όλους τους φίλους τους και όλοι κατά έναν …περίεργο τρόπο, πηγαίναμε κάθε Πέμπτη από τις δώδεκα και τους αναζητούσαμε δήθεν, όλοι ξέραμε, ότι έτρωγαν στη μία.

-Καλημέρα, μήπως είναι εδώ ο Σταμάτης, ρωτούσαμε δειλά δειλά.

Εννοείται ότι ο Σταμάτης ήταν ενήμερος απ’ όλους ότι έπρεπε να φτάσει στο σπίτι μία παρά πέντε, άλλωστε επινόηση και σχέδιο του Σταμάτη ήταν να τρώμε όλοι μαζί τις Πέμπτες.

-Όχι είναι στο μάθημα. Όπου να’ναι θα’ρθει, καθίστε.

Κάναμε τους δύσκολους, ο καθένας έλεγε το ίδιο.

-Κι αν αργήσει; Ξέρετε, θέλω να του δώσω κάτι σημειώσεις και μπορεί…

-Μπα, όχι, στη μία θα είναι εδώ, ξέρει ότι τρώμε στη μία, κάθισε.

Κι άλλος κι άλλος.

-Καθίστε βρε παιδιά να φάμε όλοι μαζί, να μας κάνετε συντροφιά.

Θέλαμε και παρακάλια, όλοι όμως λέγαμε το ίδιο.

-Δεν είναι σωστό.

Και όλοι καθόμαστε, γιουβέτσι σε πήλινο ήταν αυτό. Κάθε Κυριακή έκανε επίσκεψη ο αδιευκρίνιστος ανιψιός, ο Λάκης, μπόι ένα και μηδέν, κιλά σαράντα με σαράντα πέντε, όσο το ένα πόδι της Πιπίτσας. Πάντα άφραγκος και πάντα πεινασμένος. Πήγαινε, έτρωγε, χαρτζηλικωνόταν και έφευγε. Κάθε Κυριακή, τις άλλες μέρες έλεγε πως δούλευε. Μούτρο. Κι όλο λόγια παχιά στη “θεία” του που την είχε τρελάνει στα ψέματα, τα ωραία λόγια και τα κομπλιμέντα, κάθε κομπλιμάν και κατοστάρικο.

-Τι ωραίο φόρεμα είναι αυτό που φοράς θείτσα μου;

Ωραίο φόρεμα…Το γεμάτο λίγδα. Πάντα το ίδιο φορούσε καθημερινές και σχόλες.

-Άντε βρε, στην κουζίνα είμαι, του απαντούσε θυμωμένα μεν αλλά το έπιανε το υπονοούμενο.

Ο αθεόφοβος συνέχιζε απτόητος.

-Ναι αλλά το στιλ φαίνεται.

Τον πίστευε, το πρόσωπο της έλαμπε.

-Σ’ αρέσει Λάκη μου;

Ο Λάκης έξυνε το κεφάλι του.

-Να δεις πού το είδα, πού το είδα, α, ναι, σ’ ένα γαλλικό περιοδικό.

Η ζωή συνεχιζόταν πάντα η ίδια.

-Να το βάλω κι αυτό Ίνα μου;

Το Ίνα, από το Κατίνα βέβαια.

-Ναι, Ίτσα μου.

Το Ίτσα από το Πιπίτσα.

 

Ένα απομεσήμερο καλοκαιριού έγινε η μεγάλη ιστορία. Κάθε καλοκαίρι έπρεπε να πηγαίνει για μπάνια στην Αιδηψό, είχε ζάχαρο, απ’ αυτό πήγε η φουκαριάρα και έπρεπε να κάνει μπάνια το καλοκαίρι, οι προετοιμασίες πάντα οι ίδιες. Και οι διάλογοι κατά τη συσκευασία των βαλιτσών ίδια κασέτα, ερχόταν το ταξί, τις πήγαινε στις Τρεις Γέφυρες, έπαιρναν το λεωφορείο, έξω από το φέρι μποτ τις περίμενε η κυρά Ελπινίκη, η γυναίκα που είχε το σπίτι στην Αιδηψό, ματς, μουτς, ολοταχώς σπίτι, κάθε πρώτη Αυγούστου τα ίδια. Αιδηψός λοιπόν, Αύγουστος, τέλη της δεκαετίας του 60, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Ένα σπίτι παλιό ισόγειο με τέσσερα πέντε δωματιάκια στην αυλή όπου στο καθένα απ’ αυτά έμενε και μια κυρία εξ Αθηνών που έκανε τις διακοπές της. Σ’ όλα τα δωμάτια έμενε από μια κυρία εκτός από το ένα και μοναδικό δωμάτιο που διέθετε δύο κρεβάτια που έμεναν …τέσσερις. Στη συγκεκριμένη δηλαδή περίπτωση, η μία εξ αυτών η Πιπίτσα ήταν ίση με τρεις, άρα στο δωμάτιο αυτό έμεναν τέσσερις.

Απομεσήμερο, τα ροχαλητά του μεσημεριού είχαν σταματήσει, στο δρόμο δεν κυκλοφορούσε σκύλος κολοβός. Δειλά δειλά έβγαιναν στα μπαλκόνια δηλαδή δεν ήταν μπαλκόνια, κάτι μικροί υπερυψωμένοι χώροι πάνω από το έδαφος ήταν, όλες οι κυρίες που το πρωί είχαν πάρει το μπάνιο τους και το μεσημέρι είχαν φάει γαύρο ή φασολάκια ή κολοκυθοπατάτες, αυτό που στα μενού των εστιατορίων γραφόταν μπριάμ. Το ας πούμε μπάνιο. Γιατί όλες μαζί πήγαιναν στα ιαματικά “Η Ωραία Αιδηψός” καμιά εικοσαριά μέτρα πιο κει, έμπαινε η κάθε μια τους με την κομπινεζόν και στεκόταν ακίνητη για μισή ώρα σε μια βαρέλα με νερό να καίει όπως το νερό όταν είναι έτοιμο για να μπουν τα μακαρόνια. Κι όταν τα μακαρόνια, συγνώμη οι κυρίες ήθελα να πω, γίνονταν, έβγαιναν, σκουπίζονταν κι έλεγαν περιχαρείς όλες μαζί.

-Ωραίο ήτανε!

Μετά όλες μαζί περπατούσαν τα είκοσι μέτρα ως το σπίτι όπου έφταναν ψόφιες από την κούραση, λες κι είχαν διασχίσει κολυμπώντας τον Ατλαντικό και είχαν σκοτώσει και τη φάλαινα. Η Πιπίτσα λοιπόν είχε βγει στην ας πούμε βεράντα, εξήντα πόντους ύψος από τον χωματόδρομο και ανέμενε το ξύπνημα της Κατίνας. Για να της σερβίρει το απογευματινό κολατσιό της, ένα βάζο βανίλια. Κρατούσε στο χέρι και μια βεντάλια που της είχε κάνει δώρο ένας μακρινός συγγενής της ναυτικός και την κούναγε πέρα δώθε μήπως και ελαττωθεί λίγο η έκκριση ιδρώτα. Ακόμη και η βεντάλια είχε τη δική της ιστορία, ο συγγενής της αυτός της είχε πει ότι της την είχε φέρει από την Οζάκα, καμία όμως πίσω της δεν την πίστευε αφού δεν υπήρχε ελληνικό πανηγύρι που να μην πουλούσαν τέτοιες, μπροστά της βέβαια της έλεγαν άλλα.

-Φαίνεται ότι είναι από την άπω Ανατολή, της έλεγαν δείχνοντας ότι ζήλευαν.

Βεράντα, Βεντάλια, Βανίλια. Τα τρία “βήτα” του απογεύματος των διακοπών της ήταν η ευτυχία της Πιπίτσας, μια ευτυχία που εκείνο το απόγευμα έμελλε να της το χαλάσει ένας κακοποιός. Ήρθε και το μισό κιλό βανίλια από μια Κατίνα άπλυτη κι αγουροξυπνημένη με μια τσίμπλα στο μάτι σαν υφαντή κουρτίνα.

-Να’ χεις τη γλύκα της και τη δροσιά της, Ίνα μου.

Η Ίνα γλύκα και δροσιά, ήμαρτον Παναγία μου!

-Σ’ ευχαριστώ κυρά μου.

Ησυχία, περισυλλογή, βεντάλια. Η βανίλια κατεβαίνει στο στομάχι σαν καλπασμός καθαρόαιμου αλόγου, η Κατίνα στρώνει τα κρεβάτια. Ξαφνικά θόρυβος τρομαχτικός ακούγεται, ένα μηχανάκι στρίβει στη γωνία και σταματάει με αναμμένη τη μηχανή και ο νεαρός που το καβαλάει κάτι προσπαθεί να δει πίσω του, η χοντρή τα παίρνει στο κρανίο.

-Βρεεεεεεεεε! Τι θόρυβος είν’ αυτός;

Σημασία ο νεαρός στις κραυγές του θαλαμοφύλακα.

-Βρε! Σβήσε αυτό το διάολο!

Ο νεαρός παίρνει είδηση.

-Τι είπατεεεε;;;

Ουρλιάζει πιο δυνατά από την Πιπίτσα που δεν κρατιέται.

-Σβήσε αυτόν το διάβολο, μας ξεκούφανες.

Ο νεαρός σέρνει το μηχανάκι προς το μέρος της.

-Διάλος είσαι και φαίνεσαι, της απαντάει κατάμουτρα.

Θρασύτατος. Η χοντρή κουνιέται στη θέση της, δείγμα αμέτρητης οργής.

-Άι να χαθείς ανάγωγε. Τιποτένιε! Κακοποιέ!

Ο νεαρός την πλησιάζει πιο κοντά.

-Άσε μας μωρή φώκια.

Ατάραχη μέσα στην ταραχή της η χοντρή.

-Φώκια να πεις τη μάνα σου, άι να χαθείς παλιόπαιδο.

Ο πιτσιρικάς είναι έτοιμος να φύγει, όταν πετάει την μπόμπα.

-Άσε μας ρε περίπτερο!

 

Τί μπόμπα ήταν αυτή Θεέ μου! Σαν της Χιροσίμα; Σαν του Ναγκασάκι; Αυτές άφησαν χιλιάδες ακρωτηριασμένους άρρωστους για μια ζωή και νεκρούς, όλα αυτά μαζί μαζεμένα και κάτι παραπάνω στα στήθη, στο μυαλό και στην καρδιά της Πιπίτσας. Την είπαν περίπτερο. Οϊμέ! Θρήνος! Κλαθμός! Οδυρμός! Καταστροφή! Η συντέλεια του κόσμου!

-Κατίναααααααα!

Χαμπάρι η Κατίνα, είναι στην τουαλέτα, δεν ακούει, έχει τραβήξει και το καζανάκι που κάνει θόρυβο.

-Που ’σαι μωρή Λαδίκωωωωωω;

Το επίθετο της Κατίνας ήταν Λαδοπούλου, τη φώναζε Λαδίκω όταν ήταν ένα βήμα πριν από τον τάφο από νεύρα και θυμό. Φαίνεται ότι ο Νιαγάρας ξεθύμανε και την άκουσε στο τσακ, βγαίνει τρέχοντας, το Λαδίκω η Κατίνα το έχει μεταφράσει από χρόνια και ξέρει ότι σημαίνει τώρα σκοτώνω άνθρωπο, τη βλέπει να έχει σχεδόν λιποθυμίσει και την αγκαλιάζει.

-Τι έπαθες κορίτσι μου;

Μιλιά η χοντρή. Κλάμα, υστερία, απογοήτευση.

-Με είπανε περίπτερο. Τι φταίω εγώ, μήπως δεν θέλω να αδυνατίσω;

Η Κατίνα κολλάει το μάγουλο της στο κατά σαράντα τετραγωνικά μέτρα φαρδύτερο μάγουλο της Πιπίτσας και προσπαθεί να της πάρει τα δάκρυα της ως στυπόχαρτο.

-Μην κλαις κορίτσι μου, ο κόσμος είναι κακός.

Απαρηγόρητη η Πιπίτσα, οι λυγμοί ασταμάτητοι, η βανίλια αφάγωτη. Επιστροφή την ίδια μέρα άρον άρον στην Αθήνα, διακοπές τέλος. Η θλίψη διάχυτη σ’ όλο το σπίτι, κάθε μέρα αναστεναγμός για το “περίπτερο” που δεν χωνευόταν με τίποτα από την χοντρή αφού κατ’ αυτήν το πάχος ήταν ένεκα του ζαχάρου και όχι την πολυφαγία. Ας ρωτήσουν όμως κι εμάς που την είχαμε δει να τρώει, κυρίως τις Πέμπτες που πηγαίναμε για το γιουβέτσι. Η Πιπίτσα κατ’ αρχή δεν έτρωγε παρ’ όλο ότι η Κατίνα της είχε σερβίρει κι εκείνης, μάλλον απολάμβανε που έτρωγαν τέσσερις ή και πέντε καμιά φορά πεινασμένοι φοιτητές, πραγματικά το απολάμβανε, το ύφος της έδειχνε ήρεμο, ευτυχισμένο, χαρούμενο, ήταν καλή ψυχή, Θεός σχωρέσ’την. Όταν όμως εμείς τελειώναμε το φαγητό, εννοείται όλοι καταλήγαμε σε πιάτο-πήλινο έτοιμο για πιατοθήκη, άρχιζε το σάρωμα το απορριματοφόρο. Και αφού εμείς λόγω θάρρους κάναμε καφέ μόνοι μας, η Πιπίτσα αφού καταβρόχθιζε το δικό της πήλινο, κούναγε το κεφάλι στην Κατίνα, αυτό σήμαινε φέρε και το μεγάλο πήλινο που είχαν κάνει για το σπίτι. Σε μας έβαζαν ένα πήλινο από γιαούρτι, εντάξει, δεν λέω πολύ ήταν αλλά το μεγάλο πήλινο είχε μέσα μπορεί και έξι μερίδες ακόμη, χώρια βέβαια από τα δύο πήλινα από γιαούρτι ένα για την ίδια και ένα για την Κατίνα. Αυτό το εξαμέριδο γιουβέτσι εξαφανιζόταν από την Πιπίτσα, λες και το διαπερνούσε ο τυφώνας Κατρίνα. Και μετά ανέβαινε το ζάχαρο, πώς να μην ανέβει;

 

Πρώτη Κυριακή του Σεπτέμβρη στην Αθήνα, σκάει μύτη ο ανιψιός, ο Λάκης, μόλις τις βλέπει αρχίζει τα γνωστά του, αναφωνεί με άκρατη υπερηφάνεια για το σόι του.

-Βρε, βρε, βρε, ομορφιές, ομορφιές, τσουκάλια γίνατε.

Η Κατίνα ήταν τσουκάλι από γεννησημιού της, η Πιπίτσα κάτασπρη σαν ΕΒΓΑ, ο Λάκης βέβαια τις έβλεπε κατά το δοκούν.

-Καλώς τον, καλώς τον, δεν ήρθες βρε παλιόπαιδο.

Κάθε χρόνο τους έλεγε να τον περιμένουν.

-Θείτσα μου δεν μπορούσα, πήγα στο χωριό να βοηθήσω τον μπαμπά.

Κάθε χρόνο τα ίδια τους έλεγε, η χοντρή δεν κρατιόταν να μην του πει τον καημό της τον μεγάλο. Άρχισε μ’ έναν αναστεναγμό και ένα δάκρυ.

-Άσ’ τα Λάκη μου, φέτος δεν περάσαμε καθόλου καλά.

Ο Λάκης όλο αγωνία.

-Τι έγινε θείτσα μου;

Δεύτερο δάκρυ.

-Λάκη μου, ένας κακοποιός μου χάλασε τα μπάνια μου, με είπε περίπτερο.

Ο Λάκης βάζει τα γέλια, επεμβαίνει η Ίνα.

-Παλιόπαιδο Λάκη μου, η Πιπίτσα θέλει ν’ αδυνατίσει αλλά αυτό το ζάχαρο πια.

Η Πιπίτσα κλαίει με λυγμούς, η Κατίνα μορφάζει από πόνο, ο Λάκης γελάει.

-Το λες αλήθεια θείτσα μου ότι σε είπανε περίπτερο ή μου κάνετε πλάκα; Ξέρεις τι θα πει θείτσα μου να σε πει κάποιος περίπτερο;

Η Κατίνα στραβομουτσουνιάζει και απομακρύνεται λέγοντας.

-Περίπτερο θα πει όγκος.

Ο Λάκης πετάγεται πάνω, ως άλλος Φλερύ.

-Λάθος! Περίπτερο θα πει ομορφιά, θα πει χρώματα, θα πει λάμψη, περίπτερο θα πει ζήτηση!

Και ρίχνει δυο φιλιά στην χοντρή που τον κοιτάζει περίεργα.

-Περίπτερο είναι το τελευταίο κομπλιμέντο στην αγορά. Όπως τα περίπτερα με τα λαμπιόνια, τα περιοδικά, τα στολίδια, δεσπόζουν στη μέση της πλατείας, έτσι και κάθε ωραία γυναίκα που εντυπωσιάζει τους πάντες, είναι περίπτερο, αχ θείτσα μου, πόσο τυχερός είμαι που έχω μια θεία που την είπαν περίπτερο, επιτέλους θείτσα μου, αναγνωρίστηκε η ομορφιά σου.

Η Πιπίτσα παύει να κλαίει, πάντα τον πιστεύει τον Λάκη.

-Αλήθεια το λες Λάκη μου;

-Αχ θείτσα μου, αχ κουτό μου, αχ περίπτερο μου.

Η χοντρή έλαμψε με μιας ολόκληρη.

-Κάθριιιιιιιιιιιιν! Βάλε στον Λάκη να φάει, βγάλ’ του και μπύρα.

Το Κάθριν άλλο υποκοριστικό κι αυτό της Κατίνας, δείγμα άκρατης ευδαιμονίας, η …Κάθριν εισβάλλει στην κουζίνα τρέχοντας, τους βλέπει να γελάνε, βάζει κι αυτή τα γέλια.

-Τι έγινε Πίτσο μου;

Το Πίτσο από το Πιπίτσα, Πιπίτσο. Κι αυτό δείγμα ατέλειωτης ηδονής. Η χοντρή έχει φορέσει το φωτοστέφανο του Αγίου Φανουρίου, επιτέλους φανερώθηκε η ομορφιά της.

-Φέρε στον Λάκη τα πούρα που μας έφερε ο Νίκος.

Κλείνει το μάτι πονηρά στον Λάκη.

-Είμαι στη μέση της πλατείας Βαλέντε μου.

Άλλη εκδοχή του Κατίνα αυτή. Κι αυτή μεταφρασμένη και κατοχυρωμένη στις δέλτους της ιστορίας, το Βαλέντε σήμαινε είμαι χεσμένη από χαρά, απλούστατα γιατί ήταν το επίθετο της τραγουδίστριας Κατερίνας Βαλέντε επειδή όταν τραγούδαγε η Κατίνα της έλεγε μπα που να σε φάει ο λύκος, ίδια η Βαλέντε είσαι, πανάθεμα σε, λόγω της συνωνυμίας ως προς το μικρό όνομα βέβαια και όχι τη φωνή. Ο Λάκης όμως, δεν έχει πει ο αθεόφοβος την τελευταία του λέξη.

-Ποια μέση, θείτσα μου; Η ίδια η πλατεία είσαι.

Η ευτυχία   διάχυτη σ’ όλο το σπίτι.

 

Δυο χρόνια μετά έκαναν την εμφάνιση τους στην Ελλάδα οι τηλεοράσεις αλλά η Πιπίτσα δεν το αποφάσιζε να αγοράσει, παρ’ όλο ότι η Κατίνα και οι φοιτητές που έμεναν εκεί, της το έλεγαν απ’ έξω, απ’ έξω.

-Όλα τα μεγάλα σπίτια έχουν πάρει τηλεόραση.

Η Κατίνα όλο και την ρώταγε.

-Πότε θα πάρουμε κι εμείς Πίτσο μου τηλεόραση;

-Τι να την κάνουμε Κατίνα μου, ζαλάδα είναι, της απαντούσε.

Κρυφά όμως έκανε τηλεφωνήματα στον αδελφό της στον Κόκκινο Μύλο.

-Πόσο άραγε να έχουν αυτά τα πράγματα; Όχι καλέ, έτσι ρωτάω.

Μέσα Οκτωβρίου πήρε η απέναντι, το πληροφορήθηκε η Κατίνα από τον χασάπη και έτρεξε στο σπίτι λαχανιάζοντας.

-Πηνελόπη! Πηνελόπη! Η Χατζηστεφάνου πήρε τηλεόραση.

Το σκέτο Πηνελόπη λεγόταν σε στιγμές σεισμού και καταποντισμού, η Πιπίτσα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.

-Ποιααααα;;; Μα, αυτή ήταν υπηρέτρια!

-Υπηρέτρια ξε-υπηρέτρια, την πήρε!

Το τραπέζι αναστέναξε από το βαρύ χτύπημα της χοντρής.

-Τώρα θα δεις!

Την ίδια μέρα ήρθε η τηλεόραση. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία στους φίλους των φοιτητών, όλοι είμαστε προσκαλεσμένοι στην εγκατάσταση της URANIA, πέντε αγόρια εμείς, η χοντρή και η Κατίνα όλο αγωνία από το μεσημέρι για τον τεχνικό που θα ερχόταν στις πέντε, σχόλια απ’όλους για την εικόνα που θα είχαμε σε λίγο, η ατμόσφαιρα πανηγυρική. Έρχεται ο τεχνικός και ανεβαίνει στην ταράτσα να βάλει την κεραία, ρίχνει το καλώδιο από το φωταγωγό, ο Σταμάτης στα κανάλια, η Κατίνα στο φωταγωγό για ν’ ακούει τον τεχνικό, όλοι οι υπόλοιποι παρατεταγμένοι ανά τρία μέτρα από το φωταγωγό ως το σαλόνι, εκεί όπου ως βασίλισσα Βικτωρία είναι θρονιασμένη σε μια πολυθρόνα η Πιπίτσα και παρακολουθεί τα πάντα. Εμείς να μεταδίδουμε προς τον Σταμάτη που ήταν στην τηλεόραση τις φωνές του τεχνικού που κραύγαζε προς την Κατίνα και μετά ο Σταμάτης προς εμάς τους σκυταλοδρόμους, με τελικό αποδέκτη την Κατίνα και από κει πάλι στον τεχνικό κι ούτω καθεξής.

-Δείχνει; να ουρλιάζει η Κατίνα.

-Δείχνει; να ρωτάμε εμείς τον Σταμάτη.

-Δείχνει, να απαντάει ο Σταμάτης.

-Δείχνει, δείχνει, να ουρλιάζουμε όλοι προς την Κατίνα κι εκείνη με τη σειρά της προς τον τεχνικό.

-Τι δείχνει, να αφηνιάζει ο τεχνικός.

-Τι δείχνει, να ξελαρυγγιάζεται η Κατίνα.

Τι δείχνει, να μεταφέρουμε εμείς την ερώτηση στο Σταμάτη.

Ένας πανζουρλισμός γενικώς, μόνο η Πιπίτσα είναι ατάραχη, απολαμβάνει την ευτυχία που ενέσκηψε στο σπιτικό της. Κάποια στιγμή και αφού ο τεχνικός βεβαιώθηκε ότι όλα είναι οκέι και η τηλεόραση θα δείχνει, έφυγε. Η χοντρή δεν μας άφηνε να φύγουμε με τίποτα, πλάκα πλάκα η βραδιά εξελίχθηκε σε πάρτι όπως κορδωμένη διατυμπάνιζε η Πιπίτσα, εμείς βέβαια δεν το βλέπαμε έτσι, χαβαλές γινόταν. Και να οι ξηροί καρποί. Και να τα βερμούτ. Και να το πικάπ του Σταμάτη με τα ξένα στην αρχή και τα λαϊκά στη συνέχεια. Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε και η χοντρή δίνει δύο εντολές. Πρώτη εντολή να πάει ο Σταμάτης να πάρει σουβλάκια και μπύρες. Δεύτερη εντολή η Κατίνα να ξεσκεπάσει το πιάνο.

Στρώνει τα εκατό πενήντα κιλά της στο σκαμπό, εξέχοντας απ’ αυτό γύρω στο ένα μέτρο από δω και ένα από κει, φυσικά να σταθεί ανφάς στο πιάνο λόγω πάχους ειδικά των ποδιών ήταν αδύνατον, το καθένα απ’ αυτά ήταν περίπου όσο ένας οικιακός κάδος απορριμμάτων απ’ τους μεγάλους, άρα πιάνο προφίλ, πώς λέμε πιάνο μπαρ; Ήρθαν τα σουβλάκια, οι μπύρες και άρχισε ο Αττίκ.

-Ριρή, Ριρή, Ριρίκα…

Η Κατίνα είχε αλαλιάσει από την χαρά της, η τηλεόραση έπαιζε αλλά κανείς δεν την κοίταζε, η Πιπίτσα έπαιζε στο πιάνο το Ριρή, Ριρή, Ριρίκα κι εμείς χωροδιακά τραγουδούσαμε πετραδάκι, πετραδάκι για τα σένα το’χτισα. Του …Μενιδιάτη!

-Γεια σου Πηνελοπάρα μου ντερμπεντέρισα, να ωρύεται η Κατίνα.

Το Πηνελοπάρα όπως γίνεται αντιληπτό σήμαινε απόψε θα κλάψουνε μάνες.

-Γεια σου Καθρινάρα μου, να ανταποδίδει η χοντρή.

Το Καθρινάρα από το Κάθριν καταλαβαίνετε πως σήμαινε έχω γίνει αλοιφή από ηδονή. Η Κατίνα να συνεχίζει να ουρλιάζει λες και είχε πάρει φωτιά το σπίτι και δεν ερχόταν η άχρηστη η Πυροσβεστική.

-Απόψε είσαι κουκλάρα! Έχεις κάψει καρδιές εσύ!

Η Κατίνα έχει αγκαλιάσει την Πιπίτσα, τραγουδάνε, γελάνε και κλαίνε μαζί, εμείς γύρω γύρω έχουμε πάθει την πλάκα μας, πέντε εμείς δεν νομίζω ότι είχαμε στο σύνολο τα χρόνια των δύο. Η χοντρή λάμπει ολόκληρη, τα μάτια της πετάνε σπίθες, το πρόσωπο της έχει γίνει κατακόκκινο από την ευθυμία και την χαρά, η Κατίνα συνεχίζει να της ρίχνει μπηχτές και υπονοούμενα περί κατακτήσεων και περί καμμένων καρδιών και κουραφέξαλων.

-Γιατί εσύ πας πίσω;

Μην τυχόν και δεν το ανταποδώσει η χοντρή στην έτερη εκπρόσωπο του ωραίου φύλου, η οποία τη μόνη σχέση που είχε με άντρα κι αυτή συγγενική ήταν μάλλον μόνο με τον αδελφό της. Πηνελοπάρα μου, ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα η κουκλάρα!

-Τα μάτια σου τα τσακίρικα !

Η Κατίνα έχει γίνει πίτα, η προσφώνηση Πηνελοπάρα=Κουκλάρα το υποννοεί σαφώς αυτό, νομίζει ότι τραγουδάει, τύφλα να είχε η Βαλέντε αλλά στριγκλίζει, όλο και εκθειάζει τα κάλλη της Πιπίτσας λέγοντας σε μας, πόσο όμορφη ήταν μικρή. Η Πιπίτσα κάθε φορά που η Κατίνα λέει κάτι για κείνη, σηκώνει και ένα φρύδι ως το ταβάνι, όσο για τα οπίσθια της μετακινούνται πάνω στο δύστυχο σκαμπό όπως οι αμμόλοφοι στη Σαχάρα σε στιγμή αμμοθύελλας.

-Πες Πιπίτσα τι σου είπε ο αξιωματικός;

 

Τι το ’θελε αυτό και το θυμήθηκε. Η πιο μεγάλη πλάκα του αιώνα! Η Πιπίτσα έλεγε, καμωνόταν δηλαδή, πως η μεγαλύτερη κατάκτηση της ήταν ένας αξιωματικός πριν πόσα χρόνια κανείς δεν ήξερε. Η μοναδική “κατάκτηση” θα συμπλήρωνα εγώ όπως τουλάχιστον το είχαμε ακούσει από τα παιδιά του σπιτιού που κι αυτά με τη σειρά τους το είχαν ακούσει από την Κατίνα, ότι δηλαδή η Πιπίτσα δεν είχε άλλη κατάκτηση στη ζωή της εκτός από τον αξιωματικό. Πώς όμως έγινε αυτή η περίφημη κατάκτηση; Μια μέρα η Πιπίτσα γύρναγε στο σπίτι της από την Αθήνα με το λεωφορείο. Η προηγούμενη στάση από τη στάση Ιπποκράτειο στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας που κάπου εκεί ήταν το σπίτι της Πιπίτσας, είναι η στάση πλατεία Μαβίλη. Η Πιπίτσα ήταν λοιπόν μέσα στο λεωφορείο καθιστή και όρθιος δίπλα της στεκόταν ένας αξιωματικός του στρατού, κατά την Πιπίτσα του Πυροβολικού. Τώρα πώς κατάλαβε ότι ήταν του Πυροβολικού αυτό είναι άλλο θέμα. Στη στάση λοιπόν πλατεία Μαβίλη, ρωτάει ο αξιωματικός την Πιπίτσα.

-Παρακαλώ μαντάμ η επόμενη στάση είναι Ιπποκράτειο;

Η Πιπίτσα σηκώνει τα μάτια της ψηλά, βλέπει τα γαλόνια και παραλύει.

-Ναι, η επόμενη, εκεί θα κατέβω κι εγώ κύριε, του λέει συνεσταλμένα μεν, τελειωμένη από την ομορφιά του αξιωματικού δε.

Ο οποίος της χαμογελάει και της λέει ευγενικά.

-Ευχαριστώ μαντάμ.

-Παρακαλώ, του απαντάει η Πιπίτσα βουτηγμένη μέσα σε μια γούρνα μέλι.

Το λεωφορείο οδεύει προς τη στάση Ιπποκράτειο αλλά ο αξιωματικός δεν κινείται προς τη μπροστινή πόρτα για να κατέβει, στέκεται εκεί που ήταν, πάνω ακριβώς από την Πιπίτσα, σοβαρός δε και πάντα όρθιος κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Η Πιπίτσα ξαναμμένη κοιτάζει μπροστά μην τυχόν και ο οδηγός τρέξει γρήγορα και ίσως να μην προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, όμως ρίχνει πλάγιες ματιές από κάτω προς τα πάνω στην καλοσιδερωμένη στολή του αξιωματικού. Μόλις το λεωφορείο κάνει καμιά δεκαριά μέτρα η Πιπίτσα σηκώνεται, ο αξιωματικός δεν προχωράει, παραμερίζει να περάσει μπροστά η Πιπίτσα η οποία του λέει.

-Αυτή είναι η στάση Ιπποκράτειο κύριε.

-Ευχαριστώ μαντάμ, της απαντάει αυτός.

Κάθε ευχαριστώ του αξιωματικού κι ένα καντάρι ερωτικά βέλη χτυπούν κατάστηθα την Πιπίτσα, έτσι το εισέπραττε φαίνεται. Η οποία Πιπίτσα προχωράει και όταν ο οδηγός σταματάει για τη στάση και ανοίγει την πόρτα, ακούει τον αξιωματικό να της ξαναλέει κατεβαίνοντας κι αυτός πίσω της.

-Σας ευχαριστώ πάρα πολύ μαντάμ.

Αυτό το “πάρα πολύ” έστειλε την Πιπίτσα στον άλλο κόσμο. Γιατί δεν ήταν ένα απλό ευχαριστώ όπως τα δύο προηγούμενα, ήταν ένα “ευχαριστώ πάρα πολύ”. Φυσικά ο αξιωματικός τράβηξε το δρόμο του και η Πιπίτσα γύρισε σπίτι της. Αυτός δηλαδή ήταν όλο κι όλο ο μεγάλος …έρωτας και η μεγάλη κατάκτηση. Είπατε τίποτα; Όχι, αν έχετε να πείτε τίποτα, πέσ’τε το τώρα, αναλογιζόμενοι ταυτόχρονα ό,τι άλλο έχετε στο μυαλό σας περί κατακτήσεων. Ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Ασία; Πριτς! Την παράτησε ή τον παράτησαν και έφυγε. Ο Χίτλερ κατέκτησε την Ευρώπη; Ξανά πριτς. Ούτε που ξέρει κανείς πώς χάθηκε. Ο Χίλαρι το Έβερεστ; Μεταξαναπάλι πριτς. Ένας στρατός ολόκληρος το έχει κατακτήσει. Κατάκτηση με τη έννοια του λεξικού που σαφώς ορίζει πως κατάκτηση ή κατάΧτηση, είναι η επιτυχία ύστερα από προσπάθεια, συνέβη μόνο στην Πιπίτσα! Η κατάΧτηση ήταν του αξιωματικού και όχι της Πιπίτσας, αυτή έτσι κι αλλιώς κυρίως λόγω όγκου ήταν οχυρό απόρθητο. Από κει και πέρα η ιστορία με τον αξιωματικό, άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή της, να της λέει κάπου κάπου η Κατίνα.

-Πες Πιπίτσα τι σου είπε ο αξιωματικός.

Όταν το ρώταγε αυτό η Κατίνα, η Πιπίτσα έλαμπε ως ευμεγέθης λάμπα ασετυλίνης σε κατασκήνωση ναυτοπροσκόπων, σκέτη πανσέληνος. Και σε ακράτητη έπαρση απαντούσε.

-Παρακαλώ μαντάμ, η επόμενη στάση είναι Ιπποκράτειο;

-Και συ Πιπίτσα τι του απάντησες, να ουρλιάζει η Κατίνα.

-Ναι, η επόμενη, εκεί θα κατέβω κι εγώ κύριε.

Δηλαδή την προσπάθεια που λέει και το λεξικό περί κατάκτησης ή κατάΧτησης δεν την έκανε η Πιπίτσα αλλά ο αξιωματικός. Αυτός ρώτησε, δ ε ν ρώτησε η Πιπίτσα! Αυτά λάμβαναν χώρα σε στιγμές που επικρατούσε στο σπίτι ευτυχία. Ήταν ικανές και οι δύο να περνούν ένα ολόκληρο απόγευμα μέχρι αργά το βράδυ με το να ρωτάει η Κατίνα τι της είπε ο αξιωματικός, να της απαντάει τι του είπε εκείνη ότι ναι, η επόμενη έιναι η στα΄ση Ιπποκράτειο, τι της είπε εκείνος όταν κατέβηκε, με αποκορύφωμα πάντα το σας ευχαριστώ “πάρα πολύ” μαντάμ. Αυτοί οι διάλογοι γίνονταν για να δείξουν και οι δύο ότι στο σπίτι μπορεί να υπήρχαν δύο γυναίκες που δεν είχαν παντρευτεί ακόμη αλλά οι κατακτήσεις ή καταΧτήσεις, έπεφταν σύννεφο. Η όλη πλάκα εστιαζόταν όχι ότι κάποιος την κοίταξε ας πούμε γλυκά και της είπε ένα καλό λόγο, ούτε αν η Πιπίτσα είδε κάποιον και της άρεσε, Όχι, δεν ήταν αυτό, η τρέλα της πλάκας ήταν το “ευχαριστώ πάρα πολύ μαντάμ”. Η επιμονή του αξιωματικού, άρα η προσπάθεια του να λέει ευχαριστώ και πάλι ευχαριστώ και στο τέλος ευχαριστώ “πάρα πολύ”! Αυτό το “πάρα πολύ” ήταν όλα τα λεφτά! Αυτό ήταν το αίνιγμα, γιατί την τρίτη φορά που είπε ευχαριστώ συμπλήρωσε και “πάρα πολύ”; Τι υπονοούσε, τι επεδίωκε, πού το πήγαινε τέλος πάντων, ήθελε να καταφέρει την κατάΧτηση ύστερα από προσπάθεια;

Όταν πέταξε όμως αυτή την ατάκα για τον αξιωματικό, το θυμηθήκαμε αμέσως αφού όλοι το ξέραμε και αρχίσαμε κι εμείς αλλά με ένα άλλον τρόπο, έναν τρόπο πλάγιο που έσφαζε καρδιές. Τα λέγαμε μεταξύ μας για να τα ακούει η Πιπίτσα αλλά και η Κατίνα και να πεθαίνουν και οι δύο από …έρωτα. Είπε ο ένας.

-Αξιωματικός ρε μάγκα και δεν ήξερες τη στάση Ιπποκράτειο; Πού τα πουλάς αυτά ρε ξύπνιε αξιωματικέ, είδες την κουκλάρα και έψαχνες αφορμή τάχα μου τάχα μου να τη ρωτήσεις για τη στάση, βρε πού τα πουλάς αυτά, ε, πού; Και γιατί δηλαδή ευχαριστώ “πάρα πολύ”, δεν σου έφτανε ένα απλό ευχαριστώ που ήδη το έχεις πει δυο φορές, γιατί ρε μάγκα την τρίτη φορά είπες και “πάρα πολύ”;

Συμπλήρωσε ο δεύτερος.

-Και κάθεσαι όρθιος και δήθεν κοιτάζεις έξω ενώ θα μπορούσες να περπατήσεις πιο μπροστά, αλλά εσύ εκεί, δίπλα για να να μυρίζεις τα αρώματα, για να έχεις επαφή, ρε πού τα πουλάς αυτά; Και γιατί δεν κατεβαίνεις πρώτος όπως επιτάσσει και το σαβουάρ βιβρ στην κάθοδο των γυναικών και κάθεσαι πίσω της, για να δεις τι, δεν σου έφτανε που την είδες από μπροστά, ήθελες να τη δεις και από πίσω; Και γιατί ενώ δυο φορές της έχεις πει ένα απλό, απλούστατο, ευγενικό, σας ευχαριστώ μαντάμ, μετά πέταξες και το ευχαριστώ “πάρα πολύ”, είδες κάτι την ώρα που κατέβαινε, έπαθες την πλάκα σου κι έπρεπε μ’ αυτόν τον κωδικό να πεις κάτι; Το “πάρα πολύ” κύριε αξιωματικέ σε πρόδωσε, όχι δεν θα καταλαβαίναμε εμείς τι άραγε ήθελες να πεις και τι επεδίωκες!

Και αποτέλειωσε ο τρίτος.

-Και δεν μπορούσες να πεις ένα απλό ευχαριστώ που ήδη το είχες πει δυο φορές, γιατί στο τρίτο ευχαριστώ δηλαδή έβαλες κι ένα “πάρα πολύ”, τι ήθελες δηλαδή να πεις, τι εννοούσες κύριε αξιωματικέ, ε, τι; Δεν χρειάζεται ρε μάγκα, εμείς καταλάβαμε, είδες αριστοκρατιλίκι και έπαθες, πετάς το “πάρα πολύ” με στόχο για να καθαρίσεις. Έλα όμως που εμείς ακόμη και του Πυροβολικού να είσαι, δεν είμαστε το τείχος του αίσχους που είναι ντροπή για όλη την ανθρωπότητα, ούτε είμαστε οι Θερμοπύλες που έπεσαν από έναν προδότη, δεν είμαστε καν η Χιροσίμα που τη φάγανε μπαμπέσικα. Εμείς κύριε αξιωματικέ απλέ, πολύ απλέ αξιωματικέ κι ας ήταν η στολή σου καλά σιδερωμένη, είμαστε για πιο μεγάλα σαλόνια, για πιο πολλά γαλόνια και για πιο πολλά Μπάκιγχαμ. Εμείς είμαστε φρούριο απόρθητο, είμαστε γραμμή Μαζινό, είμαστε Ρούπελ και Τεπελένι μαζί, είμαστε το Στάλινγκραντ, είμαστε ο Μανταλόζης, ο Πεντζαρόπουλος και ο Κουρουκλάτος μαζί!

 

Ό,τι μας κατέβαινε λέγαμε. Όση ώρα τα άκουγε αυτά η Πιπίτσα, ανεβοκατέβαζε τα πισωμέρια της πάνω στο δύστυχο σκαμπό σαν έμβολα θεόρατης μηχανής ανέλκυσης προϊστορικού ναυαγίου για τις ανάγκες τις αρχαιολογικής υπηρεσίας, τα συνεχή μπλακ άουτ στην αναπνοή της από γέλια, καμάρι, χαρά, έπαρση και υπερηφάνεια, φανέρωναν ευτυχία και ηδονή. Όσο για την Κατίνα από τα γέλια, τους μορφασμούς και τα κουνήματα, έμοιαζε σαν να είχε καταπιεί τουλάχιστον δέκα πέντε χοντρές τραγουδίστριες όλες καταγόμενες από τη Νέα Ορλεάνη. Αφού λοιπόν ειπώθηκαν άπειρες φορές αυτά και οι δυο τους ήταν ένα βήμα από το κατούρημα που μπορεί και να είχε συμβεί και να μην το πήραμε εμείς χαμπάρι λόγω άκρατης ευφορίας, πετάει το μπαζούκας η Κατίνα.

-Πες …Πίτσυ με ύψιλον, τι έχουν πει για σένα, έλα, πες, πες.

Εδώ ήταν τα πιο πολλά λεφτά. Το “Πίτσυ” κάπου το είχε ακούσει από το Αμέρικαν σίνεμα όπως αποκαλούσε τις ξένες ταινίες και το είχε συνδέσει με πολύ όμορφες γυναίκες, γυναίκες με κάτασπρα δόντια και κατάξανθα σγουρά μαλλιά και με χτενίσματα μεσοπολέμου. Όλες οι ταινίες που δεν μιλούσαν ελληνικά ήταν κατά την Κατίνα, Αμέρικαν σίνεμα, Αμερικάνικες, Ρώσικες, Γαλλικές, Κινέζικες, Σέρβικες, Γιαπωνέζικες, όλες ήταν Αμέρικαν σίνεμα. Εμείς όταν κάποτε το ακούσαμε, την είχαμε ρωτήσει αν το εννοεί με ύψιλον ή με ήτα, καθ’ ότι υπάρχει και ελληνικό όνομα Πίτσης. Η Κατίνα αγράμματη όπως ήταν δεν ήξερε αλλά θυμάμαι ότι της είχαμε εξηγήσει ότι Πίτσυ με ύψιλον είναι Αμέρικαν σίνεμα και Πίτση με ήτα, είναι απλά ένα όνομα. Έτσι λοιπόν η Κατίνα κάθε όμορφη πολύ όμορφη λέμε γυναίκα τη θεωρούσε πως ήταν Πίτσυ με …ύψιλον! Βέβαια η Πιπίτσα ούτε κάτασπρα δόντια είχε, ούτε πολύ περισσότερο κατάξανθα μαλλιά με χτένισμα μεσοπολέμου, απ’ όλα αυτά το μόνο που διέθετε σίγουρα ήταν αυτός καθαυτός ο μεσοπόλεμος. Το “Πίτσυ με ύψιλον” όπως με ανάλογο ύφος το τόνιζε η Κατίνα, είναι τρεις λέξεις που δεν θα τις ξεχάσω ποτέ.

Η Πιπίτσα αρπάζεται από τη φοβερή προσφώνηση και σηκώνεται όρθια, βάζει το ένα χέρι στη μέση και με το άλλο σηκώνει με μοιραία κίνηση το μαλλί που από τον ιδρώτα είχε γίνει σαν λινάτσα σε μούσκιο, η Κατίνα και όλοι εμείς από κάτω δεν φωνάζαμε απλά, ουρλιάζαμε!

-Έλα πες! Έλα πες! Πες! Πες !Πες!

Η Κατίνα από την ένταση είχε γίνει ακόμη πιο κατάμαυρη απ’ ό,τι ήταν η φάτσα της, άλλες δέκα τραγουδίστριες από Νέα Ορλεάνη είχαν βρει καταφύγιο στο ακανόνιστο σώμα της.   Κι εμείς σιγοντάραμε εν χορώ, κάνοντας βέβαια πλάκα.

-Έλα! Πες το! Έλα! Πες το ….Μανέλα, οέ, οέ, οέ, πες το …Μανέλα!

Όπου Μανέλας το περίφημο και ονομαστό χασάπικο στο Κριεκούκι όπου τα πάντα σερβίρονταν στο λαδόχαρτο. Η Πιπίτσα μ’ έναν ιδρώτα ποτάμι σαν να έσκαψε με τα χέρια μόνη της τον ισθμό της Κορίνθου, σηκωμένη από το σκαμπό που σίγουρα ανάσανε με ανακούφιση, αλλάζει χέρι σε μέση και σε μαλλί, ανασκουμπώνει ως τους αγκώνες τα μανίκια της σαν να ήθελε κείνη κιόλας την ώρα να ζυμώσει καρβέλια για ένα τάγμα, κλείνει τα μάτια. Και βγάζει μια κραυγή, όλο υποννοούμενο, όλο πάθος, όλο μυστήριο, όλο έρωτα.

-Εεεεε…Μας είπανε και περίπτερο!!!

 

ΤΕΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this:
search previous next tag category expand menu location phone mail time cart zoom edit close